Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Από το 1919 που διορίστηκε Επιμελητής Αρχαιοτήτων Κρήτης, έως το 1974, που ο

θάνατος τον βρήκε να ανασκάπτει την προϊστορική πόλη του Ακρωτηρίου στη Θήρα,

ο Σπυρίδων Μαρινάτος διέγραψε πολυκύμαντη διαδρομή 55 χρόνων έντονης

συμμετοχής στα αρχαιολογικά πράγματα της χώρας. Είναι φυσικό, λοιπόν, να έχει

επιδράσει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θετικά ή αρνητικά, στη διαμόρφωση της

αρχαιολογικής νοοτροπίας και πολιτικής στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, αφού στη

διάρκεια της διαδρομής αυτής διετέλεσε Επιμελητής και Έφορος των Αρχαιοτήτων

Κρήτης (1919-1929), διευθυντής του Μουσείου Ηρακλείου (1929-1937), δύο φορές

Διευθυντής Αρχαιοτήτων στο υπουργείο Παιδείας (1937-1940 και 1956), κατ’

επανάληψιν μέλος του Αρχαιολογικού Συμβουλίου και του Διοικητικού Συμβουλίου

της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Γενικός Επιθεωρητής Αρχαιοτήτων στο υπουργείο

Πολιτισμού (1967-1974), καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

(1939-1968). Η σκιαγράφηση μιας πολυσχιδούς προσωπικότητας σαν του Μαρινάτου

δεν είναι εύκολη υπόθεση και μάλιστα όταν γίνεται από μαθητή και συνεργάτη

του. Οι προσωπικές σχέσεις και εμπειρίες οπωσδήποτε επηρεάζουν την

αντικειμενικότητα, έστω και αν η απόσταση από τον θάνατό του έχει λειτουργήσει

εις βάρος της υποκειμενικότητας. Ο Μαρινάτος είναι πια παρελθόν, ανήκει στην

Ιστορία.

Στην κεφαλονίτικη καταγωγή του (Ληξούρι 1901) απέδιδαν οι σύγχρονοί του τόσο

το ανήσυχο και ερευνητικό πνεύμα του όσο και τον ιδιότροπο χαρακτήρα του.

Ευφάνταστος και οραματιστής, ο Μαρινάτος ήταν επιρρεπής στη διατύπωση θεωριών

για την ερμηνεία του αρχαίου κόσμου. Σ’ αυτό τον βοηθούσαν πολύ η κλασική του

παιδεία και η γνώση της μυθολογίας. Για τις θεωρίες του συχνά δέχθηκε τα

δυσμενή ή και σκωπτικά ακόμη σχόλια και την κριτική των ομοτέχνων του. Ωστόσο,

είναι αδιαμφισβήτητο πως ορισμένες από αυτές έγιναν υποθέσεις εργασίας και

κίνητρο για περαιτέρω συστηματική έρευνα, έστω κι αν δεν επαληθεύτηκαν. Στην

κατηγορία αυτή ανήκει και η θεωρία που συσχέτισε το τέλος του μινωικού

πολιτισμού με την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας και με τον καταποντισμό της

μυθικής Ατλαντίδας. Σήμερα μπορεί να είναι ελάχιστοι οι ασπαζόμενοι αυτήν τη

θεωρία. Όμως με τη διατύπωσή της και, κυρίως, με την προσπάθεια επαλήθευσής

της μέσω των ανασκαφών στη Θήρα άνοιξε ένα τεράστιο κεφάλαιο στην ιστορία του

προϊστορικού Αιγαίου. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σε πλείστα επιστημονικά

ιδρύματα του πλανήτη μας η Θήρα και το Αιγαίο έχουν γίνει αντικείμενο

διεπιστημονικής έρευνας. Η αδυναμία τού Μαρινάτου δεν βρισκόταν στην ευκολία,

με την οποία διατύπωνε τις θεωρίες του. Βρισκόταν στον δύστροπο και εγωιστικό

χαρακτήρα του, που τον ωθούσε ακόμη και στην αποσιώπηση ή την αγνόηση των

ανασκαφικών δεδομένων, που τυχόν δεν εστήριζαν τη θεωρία του.

Η ανασκαφική διαδικασία είναι εξ ορισμού καταστρεπτική και μη αναστρέψιμη,

αφού για την ανάγνωση του ιδιόμορφου αρχείου που λέγεται έδαφος, ο αρχαιολόγος

κυριολεκτικά καταστρέφει αναδιφώντας τις σελίδες/στρώματα. Η δικαίωση της

καταστροφής αυτής επιτυγχάνεται μόνο στον βαθμό που η συστηματική τεκμηρίωση

των ανασκαφικών δεδομένων θα επέτρεπαν στον ανασκαφέα, θεωρητικά τουλάχιστον,

την ανασύνθεση του στρώματος που καταστρέφει. Εξίσου σοβαρό κεφάλαιο στη

διαχείριση των αρχαίων είναι η συντήρηση, η διαφύλαξη και η ερμηνεία των

ευρημάτων με πλήρη δημοσίευση και με έκθεσή τους σε μουσείο, ώστε να καταστούν

προσιτά στο ευρύτερο κοινό.

Ο Μαρινάτος είχε πάθος με τη φωτογραφία και, ακαταπόνητος καθώς ήταν, ο ίδιος

έκανε τις λήψεις στους ανασκαφικούς τομείς, ο ίδιος εμφάνιζε τα αρνητικά και ο

ίδιος τύπωνε τις φωτογραφίες

Ο Μαρινάτος ως ανασκαφέας ανήκε στην κατηγορία εκείνων των αρχαιολόγων που την

ανασκαφή τη βλέπουν ως μέσον για την ανακάλυψη εντυπωσιακών ευρημάτων.

Λεπτομέρειες σαν αυτές που περιγράψαμε παραπάνω δεν τον απασχολούσαν, παρά το

γεγονός ότι συχνά εντυπωσίαζε με την τάση του να χρησιμοποιήσει σύγχρονο

τεχνολογικό εξοπλισμό. Το δημιούργημα προείχε του δημιουργού ή του χρήστη του.

Ο Μαρινάτος διενήργησε πάμπολλες ανασκαφές σε πολύ σημαντικές για την ιστορία

του ελληνικού πολιτισμού περιοχές και με πολύ αξιόλογα ευρήματα. Συνέπεια ως

προς την υποχρέωση της τελικής δημοσίευσης των ανασκαφών που τον χαρακτηρίζει,

κυρίως κατά την προ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου περίοδο. Με τις δημοσιεύεις του

γεωμετρικού ναού στη Δρήρο, του μινωικού μεγάρου στο Σκλαβόκαμπο, των τάφων

στον Καρτερό, στο Κράσι Πεδιάδος, στους Βώρους Μεσσαράς, όχι μόνον επλούτισε

την ελληνική αρχαιολογική βιβλιογραφία, αλλά και χάρη στην οξύνοια και την

ευρυμάθειά του εφώτισε σημαντικές πτυχές της πρώιμης ιστορίας της Κρήτης. Μόνο

δύο από τις ανασκαφές της περιόδου εκείνης παρέμειναν αδημοσίευτες: του

Σπηλαίου της Ειλειθυίας και της Αμνισού, επινείου της Κνωσού.

Μετά τις πολεμικές περιπέτειες της χώρας ο Μαρινάτος συνέχισε εντατικά την

ετήσια ανασκαφική του δράση στην Κρήτη (Βαθύπετρο: 1949-1956, Αρχάνες και

Ιδαίον Άντρον: 1955-1956), στην Κεφαλονιά (1951, 1960), στην Πύλο (1952-1966),

στη Θήρα (1967-1974). Φαίνεται όμως ότι τα πανεπιστημιακά του καθήκοντα κατά

την περίοδο αυτή δεν του άφηναν επαρκή χρόνο για την συστηματική μελέτη και

δημοσίευση των ανασκαφών. Οι συνοπτικές ανασκαφικές εκθέσεις του στα

Πρακτικά τής εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, όπου βεβαίως

διατυπώνει και τις ερμηνευτικές προτάσεις και θεωρίες του, ασφαλώς δεν

καλύπτουν το κενό που αφήνει η άγνοια του πλήθους των ευρημάτων και των

συνθηκών ευρέσεώς τους, τα οποία εξακολουθούν να παραμένουν απρόσιτα στους

μελετητές. Και ενώ πρέπει να του πιστωθεί, ότι ποτέ δεν εκμεταλλεύτηκε την

εργασία των άλλων βάζοντας την υπογραφή του σε ξένα κείμενα, πράγμα που

δυστυχώς συμβαίνει στον επιστημονικό κόσμο, για επιστήμονα της ολκής και του

κύρους του Μαρινάτου δύο ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα:

­ Γιατί συνέχιζε να σκάβει αφού δεν του έμενε καιρός να μελετήσει και να

δημοσιεύσει τα ευρήματά του. Και

­ Αφού αυτό συνέβαινε, γιατί δεν συγκρότησε επιτελεία από άξιους μαθητές του,

ώστε, με την καθοδήγησή του, να προετοιμαστούν οι δημοσιεύσεις των ανασκαφών

του. Το αναμφισβήτητα μεγάλο κέρδος θα ήταν διπλό: και οι ανασκαφές θα είχαν

δημοσιευτεί και οι νέοι επιστήμονες θα είχαν ωφεληθεί από την πείρα και τις

γνώσεις του δασκάλου τους. Φαίνεται όμως ότι δεν πίστευε στη συλλογική

εργασία, έστω και υπό την καθοδήγησή του.

Από πανηγυρική συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών, όπου ο Σπ. Μαρινάτος ως

πρόεδρος απένειμε τα ετήσια βραβεία, τους επαίνους και τα μετάλλια

Αξίζει, ωστόσο, να επισημανθεί η άμεση δημοσίευση εκτενών ετήσιων εκθέσεων για

την ανασκαφή της Θήρας και μάλιστα σε αυτοτελή τεύχη. Σ’ αυτό πράγματι ο

Μαρινάτος υπήρξε πρωτοποριακός. Η δε ταυτόχρονη δημοσίευση και σε αγγλική

μετάφραση καθιστούσε την πρώτη πληροφόρηση άμεσα προσιτή στην παγκόσμια

επιστήμη. Γι’ αυτό και το γεγονός χαιρετίστηκε διεθνώς. Στα επτά τεύχη που

κυκλοφόρησαν (ανασκαφικές περίοδοι 1967-1973), εντυπωσιάζεται κανείς από την

οξυδέρκεια και την παρατηρητικότητα του Μαρινάτου στο ανασκαφικό πεδίο, αλλά

και για τις ερμηνευτικές του προσεγγίσεις. Τα τεύχη αυτά όμως πόρρω απέχουν

από το να παρέχουν αντικειμενική και επαρκή εικόνα των ανασκαφικών δεδομένων.

Δεν αποτελούν μια συνθετική, έστω, περίληψη των δεδομένων. Εν πολλοίς είναι

ένας λεπτομερής υπομνηματισμός φωτογραφιών εμπλουτισμένος με τις αξιόλογες

προσωπικές απόψεις του συντάκτη τους. Και επειδή στις προκαταρκτικές εκθέσεις

επιλέγονταν και δημοσιεύονταν τα πλέον εντυπωσιακά ευρήματα, εύκολα μπορούσε

να σχηματιστεί εσφαλμένη εντύπωση για την ιστορία του οικισμού του Ακρωτηρίου.

Για παράδειγμα, η τακτική δημοσίευση εντυπωσιακών εισηγμένων κρητικών αγγείων

έδωσε την εντύπωση στην επιστημονική κοινότητα ότι το Ακρωτήρι ήταν μια

μινωική αποικία. Ωστόσο, πολύ πριν αρχίσει να συνάπτει σχέσεις με την Κρήτη,

είχε διαγράψει μια λαμπρή πολιτισμική ιστορία τριών χιλιετιών ως ακραιφνής

κυκλαδικός οικισμός.

Φαίνεται πως η σύνδεση του ονόματός του με ανακτορικό κέντρο της Εποχής του

Χαλκού στο Αιγαίο παρέμεινε, έως το τέλος, ανεκπλήρωτος διακαής πόθος του

Μαρινάτου. Ίσως έτσι εξηγείται, γιατί το ενδιαφέρον του για την τύχη των

ευρημάτων από τις ανασκαφές του εξατμιζόταν πριν καλά καλά ολοκληρωθεί η

ανασκαφή. Είναι επίσης πιθανόν ότι στην αναζήτηση ανακτόρου στο Ακρωτήρι της

Θήρας να οφείλεται ο φρενήρης ρυθμός, με τον οποίο διεξαγόταν η ανασκαφή εκεί

την πρώτη δεκαετία. Με τον ρυθμό αυτό ήλθε στο φως ένας τόσο μεγάλος όγκος

ευρημάτων, ώστε σήμερα, τριάντα πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, να υπάρχουν

ασυντήρητες τοιχογραφίες επιφανείας πολλών δεκάδων τετραγωνικών μέτρων.

Ο Μαρινάτος είχε πάθος με τη φωτογραφία και, ακαταπόνητος καθώς ήταν, ο ίδιος

έκανε τις λήψεις στους ανασκαφικούς τομείς, ο ίδιος εμφάνιζε τα αρνητικά και ο

ίδιος τύπωνε τις φωτογραφίες. Το πλούσιο φωτογραφικό αρχείο που δημιουργούσε,

ίσως αποτελούσε και το μόνο και πλέον αξιόπιστο τμήμα τεκμηρίωσης των

ανασκαφικών δεδομένων για κάθε ανασκαφή του. Για παράδειγμα, το σύνολο των

ανασκαφικών φωτογραφιών από το Ακρωτήρι της Θήρας, που χάρη στη γενναιοδωρία

της κόρης του κ. Νανώς Μαρινάτου περιήλθε στο Αρχείο της Ανασκαφής, αριθμεί

πολλές εκατοντάδες λήψεων, οι οποίες σήμερα αποτελούν πολύτιμο υλικό

τεκμηρίωσης αναπληρώνοντας τα ελλιπή ή ανύπαρκτα ημερολόγια της περιόδου

εκείνης.

Από τα νιάτα του (πάνω) ακόμα ο Σ. Μαρινάτος αρεσκόνταν στην ανάπτυξη θεμάτων

σχετικών με την αστρονομία και την ορνιθολογία. Δεξιά, επιδεικνύει στους

δημοσιογράφους ένα αγγείο με εικόνες αρπακτικού πτηνού

Σύμφωνα με τα παραπάνω, με δυσκολία μπορεί να αναγνωρίσει κανείς στον Μαρινάτο

την αρετή τού καλού ανασκαφέα. Ωστόσο, η ανασκαφή στο Ακρωτήρι της Θήρας, παρά

τις όποιες ελλείψεις και αδυναμίες, μπορεί να πιστωθεί στα θετικά έργα του

Μαρινάτου. Με την οξυδέρκεια που τον διέκρινε, διέβλεψε στο Ακρωτήρι έργο

μακράς πνοής και διάρκειας. Είχε την πρόνοια να προβεί στην απαλλοτρίωση

μεγάλων εκτάσεων διασφαλίζοντας την ακεραιότητα του αρχαιολογικού χώρου και

την απρόσκοπτη συνέχιση του ερευνητικού έργου στο διηνεκές. Η πρωτοποριακή

στέγαση των αποκαλυπτομένων μνημείων κάτω από ενιαίο στέγαστρο εξασφάλισε την

αποτελεσματική προστασία τους από τα στοιχεία της φύσης. Κάτω από το στέγαστρο

αυτό η ανάδειξη της προϊστορικής πόλης και του πολιτισμού του Αιγαίου

γενικότερα, είναι ευχερέστερη. Η κτιριακή, τέλος, υποδομή που άφησε ο

Μαρινάτος στο Ακρωτήρι, επέτρεψε στους συνεχιστές του έργου του να οργανώσουν

σύγχρονα εργαστήρια συντήρησης, μοναδικά για ανασκαφή, όχι μόνο στην Ελλάδα

αλλά και στον κόσμο ολόκληρο.

Επί τρεις σχεδόν δεκαετίες ο Μαρινάτος εδίδαξε αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο

Αθηνών και είχε πολλούς μαθητές. Δυσπρόσιτος, λόγω χαρακτήρος, στους φοιτητές

του υπήρξεν εν τούτοις ένας ευχάριστος ομιλητής και γοητευτικός δάσκαλος. Η

άνεση, με την οποία χειριζόταν την καθαρεύουσα, εζωντάνευε το αντικείμενο της

ομιλίας του με τρόπο που να συναρπάζει το ακροατήριό του και να το καθηλώνει.

Σεμινάρια και φροντιστηριακές ασκήσεις, όπου θα αναπτυσσόταν διάλογος και θα

διδασκόταν η μεθοδολογία της αρχαιολογικής έρευνας, δεν έκανε ο Μαρινάτος.

Ωστόσο, η γνώση του αρχαίου κόσμου και η συχνή αναφορά του στις αρχαίες πηγές

και στη μυθολογία, έμμεσα υποδείκνυαν τρόπους προσέγγισης της αρχαιολογικής

μαρτυρίας. Το εύρος των γνώσεων που μετέδιδε, αυτός μόνος του, δεν κατορθώσαμε

ακόμη να το πετύχουμε τριάντα περίπου διδάσκοντες σήμερα στον Τομέα

Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών: στα τέσσερα χρόνια των σπουδών τους οι

φοιτητές του Μαρινάτου παρακολουθούσαν μαθήματα κλασικής και προϊστορικής

αρχαιολογίας του Αιγαίου και εσχημάτιζαν μιαν εικόνα των πολιτισμών της Εγγύς

και Μέσης Ανατολής (Μεσοποταμίας και Αιγύπτου). Σήμερα οι πολιιτισμοί αυτοί

δεν διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο!

Ως ύπατος υπεύθυνος διαχειριστής των αρχαιολογικών πραγμάτων της χώρας,

ιδιαίτερα κατά την περίοδο της χουντικής δικτατορίας (1967-73), οπότε ήταν

πανίσχυρος, ο Μαρινάτος δεν άφησε αγαθή μνήμη. Η εμπάθεια που έτρεφε για τον

κλάδο των αρχαιολόγων εκδηλώθηκε με έναν αναιτιολόγητο χορό μεταθέσεων

(περίπου 80%) του επιστημονικού προσωπικού της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας,

προκαλώντας αναστάτωση, της οποίας οι επιπτώσεις είναι ακόμη αισθητές. Αλλά

και η στάση του απέναντι στα μνημεία, εν πολλοίς, υπαγορεύτηκε από τις

προσωπικές του συμπάθειες ή αντιπάθειες. Θα μπορούσε, ίσως, να αποδώσει κανείς

τις περιπτώσεις του μεγάρου της Δουκίσσης της Πλακεντίας (Βυζαντινού Μουσείου)

και του μουσουλμανικού τεμένους Βαλιδέ στο Ηράκλειο της Κρήτης στην απέχθειά

του για τα βυζαντινά και τα νεώτερα μνημεία: του πρώτου, η ανατολική πτέρυγα

κατεδαφίστηκε για να ανεγερθεί στη θέση της το Πολεμικό Μουσείο, ενώ το

δεύτερο καθαιρέθηκε, επειδή έκρυβε τη θέα παράγοντος της εποχής, ενοίκου

παρακείμενης πολυκατοικίας! Ωστόσο, και άλλα πολύ σημαντικά μνημεία της

προϊστορικής εποχής, για τα οποία ο ίδιος από άλλη θέση είχε κάνει

εποικοδομητικές προτάσεις, όταν επέστη ο καιρός, τα παραμέλησε. Χαρακτηριστικό

παράδειγμα είναι η Καδμεία, το πραγματικό λίκνο του μυκηναϊκού πολιτισμού, που

βρισκόταν θαμμένη κάτω από χαμόσπιτα στο κέντρο της σημερινής Θήβας. Με την

εκσκαφή θεμελίων για την ανέγερση πολυκατοικιών, στις αρχές της δεκαετίας του

1960, άρχισαν να αποκαλύπτονται τα ερείπια της μυκηναϊκής πόλης με

κυριολεκτικά θησαυρούς πολύτιμων ευρημάτων. Με δύο εμπνευσμένα άρθρα του στην

«Καθημερινή» (17-4-1964 και 17-5-1964) ο Μαρινάτος, αφού ανέλυε τη σημασία των

ευρημάτων και επεσήμαινε την ιερότητα του χώρου, έκανε έκκληση προς την

κυβέρνηση και προς τον ίδιο τον πρόεδρο της κυβερνήσεως να μεριμνήσουν για να

σωθεί η Καδμεία. Μάλιστα επρότεινε και τον τρόπο, πρακτικό και ολιγοδάπανο.

Έγραφε τότε (17-5-1964): «Ας κτισθούν λιγάκι παραπέρα τα ακίνητα των

Θηβών, τα οποία θα χρειασθή να απομακρυνθουν. Οπουδήπτοε και αν

γίνουν, η αξία των θα είναι πολλαπλασία, όταν το άνθος του

πνεύματος από παντού της Γης θα συρρέη διά να θαυμάζη τα αρχαία, με το

Πράσινον και τον λοιπόν εξωραϊσμόν που κατ’ ανάγκην θα επακολουθήση, με

εν σπουδαιότατον μουσείον, το οποίον ήδη στεγάζει και θα στεγάση εις το

μέλλον μοναδικούς θησαυρούς… Αν φθάσωμεν εις το ευχάριστον σημείον να

ελευθερώσωμεν τον ανασκαπτέον χώρον, οι δικαιούχοι θα πληρωθούν.

Δεν είναι εδώ ο κίνδυνος. Ο κίνδυνος είναι, μήπως κατά τα

ειωθότα δεν γίνη τίποτε και η κατάστασις διαιωνισθή, χωρίς ούτε η

πατρίς και η πόλις να επωφεληθούν, ούτε και οι ιδιοκτήται να αποκτήσουν

ποτέ πλήρη χρήσιν των ακινήτων των…».

Δυστυχώς ο Μαρινάτος δικαιώθηκε, και μάλιστα πανηγυρικά, από τον ίδιο τον

εαυτό του. Τρία μόλις χρόνια μετά τη δημοσίευση των άρθρων του, ειρωνεία της

τύχης και της ζωής έφερε έτσι τα πράγματα, ώστε ο ίδιος έγινε πανίσχυρος

Γενικός Επιθεωρητής Αρχαιοτήτων. Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις των

αρχαιολόγων για να σωθεί η Καδμεία, ουδέν έπραξε. Έτσι κατά τα ειωθότα,

δεν έιγνε τίποτε και η κατάσταση διαιωνίστηκε.

Πνεύμα ανήσυχο ο Μαρινάτος, ήταν εν τούτοις συντηρητικός. Η σύγχρονη τέχνη

(μουσική, ζωγραφική, γλυπτική, λογοτεχνία), αν δεν του προκαλούσε απέχθεια,

τον άφηνε αδιάφορο. Δεν αναγνώριζε, για παράδειγμα, καμιά καλλιτεχνική αξία

στη μοντέρνα μουσική, αφού, όπως έλεγε, του ήταν αδύνατον να «σφυρίξει» τους

σκοπούς της. Ουδέποτε ανεγνώρισε τον Πικάσο ως καλλιτέχνη, τον δε λαϊκό

ζωγράφο Θεόφιλο συνήθιζε να τον αποκαλεί «βρωμοφουστανελά». Στον συντηρητισμό

του, που χαρακτηρίζει ολόκληρη τη σταδιοδρομία του, ο Μαρινάτος υπήρξε

συνεπής, Επίστευε, ή τουλάχιστον διατεινόταν, ότι εξεπλήρωνε εθνικό χρέος κάθε

φορά που, συνήθως σε ανώμαλες καταστάσεις, κατελάμβανε υψηλό αξίωμα

ταυτιζόμενος με την εξουσία. Μερικοί από τους σταθμούς της σταδιοδρομίας του

είναι χαρακτηριστικοί: καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1939, Διευθυντής

Αρχαιοτήτων το 1937-1940, Γενικός Επιθεωρητής Αρχαιοτήτων το 1967. Απόρροια

του συντηρητισμού αυτού ήταν και ο αποκλεισμός των γυναικών από την

Αρχαιολογική Υπηρεσία. Ως Γενικός Επιθεωρητής Αρχαιοτήτων (1967-73) επροτίμησε

να καταργήσει τα έως τότε ισχύοντα αξιοκρατικά κριτήρια προβαίνοντας στον

διορισμό Επιμελητών Αρχαιοτήτων χωρίς διαγωνισμό, προκειμένου να αποκλείσει

τις γυναίκες. Φανατικός αντικομμουνιστής έφτανε συχνά σε κωμικές ακρότητες,

όπως π.χ. όταν απέδωσε σε κομμουνιστικό δάκτυλο την κακή λειτουργία υδραυλικής

εγκατάστασης στη Σαντορίνη το 1968. Δεν του αρκούσε ως εξήγηση η έλλειψη

εμπειρίας και γνώσεων από τους αντίστοιχους τεχνίτες του άνυδρου νησιού.

Στις κοινωνικές συναναστροφές ο Μαρινάτος ήταν ευχάριστος και δημιουργούσε

ιδιαίτερα καλή ατμόσφαιρα με τα, συχνά πικάντικα, ανέκδοτά του. Ιδιαίτερα

αρεσκόταν στην ανάπτυξη θεμάτων σχετικών με την αστρονομία και την

ορνιθολογία, τομείς που του ήταν ιδιαίτερα προσφιλείς ως ερασιτεχνική

απασχόληση. Ξεπερνούσε όμως κάθε όριο η ικανοποίησή του, όταν του προσφερόταν

η ευκαιρία να επισκευάσει μια κλειδαριά, να διορθώσει μιαν υδραντλία, να

ελέγξει και να ρυθμίσει μια φωτογραφική μηχανή, να αποκαταστήσει τη βλάβη ενός

κινητήρα. Βεβαίως, η μη αίσια έκβαση της επέμβασης οφειλόταν πάντα στον

ελαττωματικό χαρακτήρα του μηχανήματος!

*Ο Χρήστος Γ. Ντούμας είναι καθηγητής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών