Πέρασε ένα ευτυχισμένο καλοκαίρι. Ενθουσιασμένος από τον «Κύκλο με την
Κιμωλία», που ανέβασε στο Δημοτικό Θέατρο της πόλης. Στην Αθήνα, με το που
γύρισε, τον περίμενε πολλή δουλειά. Από τον Μπρεχτ πέρασε κατευθείαν στον Ψαθά
και τις πρόβες για τη «Μαντάμ Σουσού». Ο Σταύρος Παράβας είναι ο Παναγιωτάκης,
η Άννα Παναγιωτοπούλου η Μαντάμ Σουσού και ο Νίκος Γαλανός ο Κατακουζηνός. Σε
μία παράσταση που ξεκίνησε ήδη στο θέατρο «Βρετάνια».
Στην Αθήνα, όμως, εκτός από τη δουλειά τον περίμενε και κάτι ακόμη. «Το
ομορφότερο δώρο της ζωής μου». Ο εγγονός του, που γεννήθηκε πριν από ένα μήνα
περίπου στην Αγγλία. Και ο Σταύρος Παράβας, αυτόν τον καινούργιο ρόλο, τον
ρόλο του παππού, δεν τον αλλάζει με τίποτα.
|
|
Ο ΣΤΑΥΡΟΣ Παράβας ο νεώτερος κλείνει αυτές τις μέρες τον πρώτο του μήνα. Στην
Αγγλία. Και ο συνονόματος παππούς του στην Αθήνα κάνει κι αυτός σαν παιδί.
Κοιτάζει και ξανακοιτάζει τις πρώτες φωτογραφίες που έβγαλε με τον εγγονό του
και είναι περήφανος γι’ αυτό το πλάσμα. Θυμάται την ημέρα της γέννησής του.
Που ο γιος του τον πήρε τηλέφωνο το πρωί για να του πει ότι η γυναίκα του
μπήκε στο μαιευτήριο. Και λίγες ώρες αργότερα, το μεσημέρι, που τον ξαναπήρε
για να του πει «ν’ αφήσεις αυτά που ήξερες, να πεις σ’ όλη την Ελλάδα ότι
έγινες παππούς». Λες και επρόκειτο να το κρύψει. «Ξέρεις, ήθελε να μου σπάσει
το ηθικό, να μου κάνει πλάκα ότι μεγάλωσα πια». Γελάει τώρα που το περιγράφει.
Εκείνο το μεσημέρι όμως έκλαιγε από τη συγκίνηση. Και βέβαια άρχισε τα
τηλέφωνα. «Ασφαλώς και το είπα σ’ όλη την Ελλάδα».
Από τη στιγμή της τηλεφωνικής αναγγελίας μέχρι την ώρα που πάτησε το πόδι του
στο Λονδίνο, για τον Σταύρο Παράβα άρχισε ένας αγώνας δρόμου. «Έγινα τρελός,
έτσι απέκτησα και πίεση». Πρώτα απ’ όλα ήταν στη μέση της προετοιμασίας για το
ρόλο του Παναγιωτάκη στη Μαντάμ Σουσού που ξεκίνησε αυτή τη βδομάδα στο
θέατρο «Βρετάνια» και ο χρόνος τον πίεζε. «Με το που γύρισα από το Αγρίνιο
και τον “Κύκλο με την κιμωλία”, ξεθεωμένος, άρχισα τις πρόβες για τη Μαντάμ
Σουσού. Έπρεπε να προλάβω να μπω στο κλίμα, να μάθω τα λόγια μου». Έπειτα ήταν
και οι απεργίες της Ολυμπιακής και δεν μπορούσε να βρει εισιτήριο. Κι αυτός να
μην μπορεί να σταθεί. «Η φαντασία μου να οργιάζει. Να παίρνω τηλέφωνα, να τους
ρωτάω συνέχεια τα χαρακτηριστικά του μωρού και να προσπαθώ να το “δω” έτσι,
από τις περιγραφές τους». Μέχρι που έφτασε και είδε το πλασματάκι. «Ξαφνικά
γεννήθηκε ένα άλλο συναίσθημα μέσα μου. Ήξεραν οι παλιοί τι έλεγαν. Του
παιδιού σου το παιδί είναι δυο φορές παιδί σου. Ναι, είναι έτσι. Το είδα
μπροστά μου».
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΧΙΟΥΜΟΡ
Όσα εγγόνια και αν αποκτήσει όμως, ο Σταύρος Παράβας μάλλον θα μείνει για
πάντα έφηβος. Το νιώθεις από την όρεξή του να κάνει συνέχεια πλάκα και από το
γέλιο του. Από τον τρόπο που παίζει και μιλάει στο μικρούλικο κοκεράκι που του
έκαναν δώρο του Σταύρου οι φίλοι του στο Αγρίνιο. Από τις εκφράσεις που
χρησιμοποιεί όταν μιλάει και από τον τρόπο που δείχνει την Ακρόπολη από το
μπαλκόνι του. Από τη χροιά της φωνής του, που την ακούς και νομίζεις ότι
παίζει σε κάποια μαυρόασπρη κωμωδία, τόσο ίδια και αναγνωρίσιμη που είναι.
Ακόμη και από τον τρόπο που προσπαθεί να δικαιολογηθεί, γιατί δεν μπορεί να
βρει τις φωτογραφίες που θέλει μέσα στο σωρό που ψάχνει. «Είμαι τεμπέλης και
όλο το αναβάλω να τις τακτοποιήσω», λέει απολογητικά.
Η ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΓΕΝΙΑ
Μιλάμε και η τηλεόραση παίζει συνεχώς. Ξεκινάει μια ελληνική ταινία. «Να, εδώ
παίζω έναν πολύ μικρό ρόλο, θα με δεις». Ο πολυδιάστατος Ντίνος Ηλιόπουλος
γεμίζει την οθόνη. «Να ένας πρίγκιπας», καρφώνεται στην οθόνη ο Σταύρος
Παράβας. «Για μένα ο Ηλιόπουλος υπήρξε παράδειγμα προς μίμηση. Όπως και ο
Μίμης Φωτόπουλος και άλλοι εκείνης της εποχής. Ήταν σπουδαία γενιά κι εγώ
αξιώθηκα να παίξω μαζί τους. Ανήκω κατά κάποιο τρόπο στο μεταίχμιο, στη μέση
της επόμενης γενιάς, και τους άγγιξα όλους αυτούς. Υιοθέτησα κάποια πράγματα
από τον τρόπο τους και άλλα τα απέρριψα. Και ελπίζω ότι σήμερα έχω διαμορφώσει
το δικό μου θεατρικό χαρακτήρα».
Μιλάει με θαυμασμό γι’ αυτή τη γενιά των ηθοποιών, αλλά ο ίδιος δεν θεωρεί ότι
το πέρασμά του από τον εμπορικό κινηματογράφο εκείνης της εποχής ήταν αυτό που
τον σημάδεψε. Κι ας περπατάει στο δρόμο και συναντάει δεκάχρονα παιδάκια που
αμέσως τον αναγνωρίζουν. «Με δυο λόγια, για να κλείσει αυτό το θέμα. Εγώ δεν
ήμουν μέλος του μεγαλύτερου θιάσου εκείνης της εποχής. Και εννοώ τη “Φίνος
Φιλμ”, την πλέον τεχνικά άρτια εταιρεία. Εγώ έκανα ταινίες με τους απ’ έξω, με
τους σκόρπιους παραγωγούς, με τον Καραγιάννη-Καρατζόπουλο, με τον Λαζαρίδη.
Αλλά τότε ο κύριος λόγος ήταν βιοποριστικός. Ευτυχώς όμως έχω αξιωθεί να κάνω
τρεις ταινίες στο νεώτερο ελληνικό κινηματογράφο το “Ακροπόλ”, το “Αύριο θα
ξέρουμε” και το “Εδώ είναι Βαλκάνια” για τις οποίες είμαι περήφανος».
Παραδέχεται ότι αυτός ο εμπορικός κινηματογράφος βοήθησε στην αναγνώρισή του.
Αλλά «δεν χρωστάω τίποτα στον κινηματογράφο. Γιατί ό,τι έκανα, το έκανα αφού
πρώτα είχα γίνει πρωταγωνιστής στο θέατρο». Και σίγουρα παραδέχεται ότι σ’
αυτόν τον κινηματογράφο χρωστάει και κάποιες μεγάλες φιλίες. Που γεννήθηκαν
τότε και ζουν ακόμη. «Με την Μπέτυ Αρβανίτη, τη Μαρθούλα την Καραγιάννη, τη
Ζωή Λάσκαρη. Μείναμε φίλοι γιατί μιλάμε την ίδια γλώσσα».
Ο Σταύρος Παράβας, τόσα χρόνια πάνω στη σκηνή, πατέρας δύο κοριτσιών κι ενός
αγοριού, χαίρεται που τα παιδιά του δεν ακολούθησαν το επάγγελμά του. Κι ας
ακολούθησε θεατρικές σπουδές η μια του κόρη πριν γίνει καθηγήτρια κι ας του
ξεφούρνισε ο γιος του, αφού τελείωσε το Πολυτεχνείο, ότι θα ήθελε να έπαιζε.
«Σ’ αυτή τη δουλειά, αν δεν καταξιωθείς, ξεθεώνεσαι στην τρεχάλα και στο
παρακάλι. Δεν φτάνει να έχεις το μικρόβιο μέσα σου και την τρέλα να εκτεθείς
στον κόσμο. Πρέπει να μπορείς να πραγματοποιήσεις αυτή την ισχυρή επιθυμία. Κι
όταν δεν το κατορθώνεις, αρχίζει η κακομοιριά και η δυστυχία. Δεν ήθελα τα
παιδιά μου να υποστούν αυτή την ταλαιπωρία που βλέπω καθημερινά γύρω μου με
τους νέους ηθοποιούς». Προσπαθεί να με πείσει ότι ακόμη και ο ίδιος, έπειτα
από τόσα χρόνια, αναγκάζεται να παίζει περισσότερο απ’ ό,τι θα ήθελε. Για
βιοποριστικούς λόγους. Όχι ότι θα άφηνε τον «Κύκλο με την κιμωλία», που έπαιζε
το καλοκαίρι στο Αγρίνιο. «Αλλά δεν ήταν ανάγκη να μπω με το αυτοκίνητο που
γύριζα από το Αγρίνιο κατευθείαν στην πρόβα για τη Μαντάμ Σουσού.
Καταλαβαίνεις τι έγινε; Εγώ περπατούσα και έλεγα ακόμη τα λόγια του Μπρεχτ, τη
στιγμή που έπρεπε να μάθω τα λόγια του Παναγιωτάκη». Επιμένει ότι δεν νιώθει
την ανάγκη να παίζει συνεχώς για να μη χαθεί. «Νομίζω ότι έχω καταξιωθεί πια
σαν ηθοποιός, από την κατάθεση που έχω κάνει μέχρι τώρα. Είναι και μια εποχή
που υπάρχουν πολλοί ρόλοι για μένα στο διεθνές ρεπερτόριο». Αλλά υπάρχουν και
οι δυσκολίες. «Γιατί αυτοί που έχουν τα θέατρα δεν κοιμούνται και ξημερώνονται
με την έγνοια τού τι θα παίξει ο Παράβας φέτος. Ο Θεός όμως δεν με αφήνει, όλο
και κάπου πάω, όλο και κάτι γίνεται».
ΟΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΙ
Τον ηθοποιό, λέει, τον «λάτρεψε και τον μίσησε». Κυρίως λάτρεψε εκείνους τους
παλιούς των περιφερόμενων μπουλουκιών. «Δεν μπορείς να φανταστείς τι πρόσφεραν
αυτοί οι άνθρωποι που γύριζαν όλη την Ελλάδα παίζοντας την Γκόλφω και τον
Αγαπητικό της Βοσκοπούλας. Διαμόρφωσαν κάποιους ανθρώπους. Χωρίς κέρδος, άντε
να έβγαζαν τα λεφτά για καμιά φασολάδα. Γύριζαν αυτοί οι άνθρωποι στα χρόνια
της πείνας στα χωριά, στα κρύα και τα χιόνια, κι έπαιζαν πάνω σε πέντε βαρέλια
και δυο σανίδες. Για μένα αυτοί είναι οι πρώτοι ιεραπόστολοι του θεάτρου».
Φαίνεται ότι κυρίως αυτούς τους ιεραπόστολους είχε στο μυαλό του όταν
ανακατεύτηκε με το Σπίτι του Ηθοποιού. «Ξέρεις, δεν είναι μόνο να βρουν μια
στέγη και ένα πιάτο φαγητό. Κυρίως είναι να βρουν επαφή. Διότι ο μεγάλος
άνθρωπος αρχίζει να είναι μόνος του. Κι εμείς οι ηθοποιοί είμαστε ακόμη
τραγικότερα πρόσωπα, γιατί είμαστε μόνοι μας μια ζωή. Έτσι ένας ηθοποιός
γερασμένος και μη εργαζόμενος, εκεί θα μπορεί να βρει έναν συνομιλητή, να πει
μια κουβέντα, μέσα από το δικό μας βιβλίο. Να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα και
τους κώδικες τους οποίους έμαθε».
|
Τα χρόνια της μεγάλης πείνας έχουν περάσει, αλλά οι μνήμες είναι ακόμη ζωντανές. «Πήγαινα στη μαμά του κοριτσιού, που ήμασταν γείτονες, και τής έλεγα: Θεία, πεινάω. Κι εκείνη άλεθε χαρουποκούκουτσα για να μού φτιάξει χυλό»
|
ΠΕΝΤΕ αδέλφια και ο Σταύρος ο μικρότερος. Γι’ αυτό και ο πιο χαϊδεμένος. «Κι
επειδή ήμουν ο χαϊδεμένος τ’ αδέλφια μου να με πλακώνουν στη σφαλιάρα. Άσε που
αυτό το “μικρός” μού χτυπούσε στα νεύρα». Σ’ ένα μικρό σπιτάκι που χτίστηκε με
τα λεφτά της προσφυγικής αποζημίωσης που πήραν οι Μικρασιάτες γονείς του.
Απέναντι από το σημερινό θέατρο «Αμόρε». «Τότε βέβαια ούτε “Αμόρε” υπήρχε ούτε
δρόμος. Μόνο ρέματα. Ρέματα που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη ζωή μας. Γιατί ήταν το
παιχνίδι μας, η τσουλήθρα μας. Με τενεκέδες κάναμε τσουλήθρα, σκίζαμε τα
παντελόνια μας, γυρίζαμε σπίτι και μας έκαναν μαύρους στο ξύλο».
Από αυτά τα χρόνια, του πολέμου και της μιζέριας, ο Σταύρος Παράβας κρατά στη
μνήμη του την ομορφιά. Τα παιχνίδια, τον ύπνο στην ταράτσα με τα απλωμένα
σεντόνια για να μην τους βλέπουν οι γείτονες, τις σχέσεις της γειτονιάς. «Ήταν
χρόνια όμορφα και υγιή». Κι ας έζησε τη δυστυχία της πείνας. «Πήγα μια μέρα σε
μια γειτόνισσα, 4 χρονών ήμουν, και της είπα “θεία, πεινάω”. Το θυμάμαι σαν
τώρα αυτό το “θεία, πεινάω”. Και κάθησε η γυναίκα και μου άλεσε
χαρουποκούκουτσα να μου φτιάξει ένα χυλό». Περιγράφει άλλη μια εικόνα εκείνης
της εποχής. «Έλειπε η μητέρα μου, είχε πάει να δώσει φουστάνια για να βρει
λίγο ψωμί, ελιές, λάδι. Άργησε να έρθει και με πήρε ύπνος. Κάποια στιγμή, όταν
γύρισε, με ξυπνήσανε για να φάω. Καθόμουν στο παράθυρο κι έβλεπα προς τη μεριά
της Σχολής Ευελπίδων. Και γίνεται μια αερομαχία, βλέπω δυο αεροπλάνα που
χτυπήθηκαν. Έτρωγα το ψωμί με τις ελιές και η χαρά μου ήταν απερίγραπτη που
είχα τέτοιο θέαμα».
Τέλειωσε ο πόλεμος, τέλειωσε και ο Εμφύλιος και η Ελλάδα άρχισε να ανασαίνει.
Η οικογένεια φεύγει για μια κατασκήνωση στη Μαγκουφάνα. Κι ο Σταύρος έχει το
μυαλό του να στήνει πλάκες, να πειράζει τους άλλους, να κάνει τον κοκωβιό, να
προκαλεί το γέλιο. Ήταν και τα μεγαλύτερα αδέλφια του, «που πήγαιναν κάνα
σινεμά, έβλεπαν τους Άμποτ και Κοστέλο και μετά γύριζαν στο σπίτι και έκαναν
αυτά που είχαν δει. Κι εμένα μ’ άρεσε». Ήταν και ο φίλος του, ο γιος του
μπακάλη, που του ‘πε μια μέρα «ρε συ, να πας να γίνει ηθοποιός». Έτυχε να
νοικιάσει εξοχικό και ο Κωστής ο Μιχαηλίδης στη Μαγκουφάνα και από εκεί
άρχισαν όλα.
Πρώτα πρόβες με τον Θόδωρο Έξαρχο «που είχε έρθει στη γειτονιά σαν γαμπρός».
Έπειτα η σχολή του Μιχαηλίδη. Και βέβαια το σχολείο, το 1ο Γυμνάσιο. «Είχαμε
έναν καθηγητή Ωδικής, τον Χάγιο. Εκπληκτικός δάσκαλος, αλλά και φοβερός είρων
όταν έκανες κάτι λάθος. Σου ‘λεγε, ας πούμε, μουσικό αυτί ο κ. Παράβας και
σχημάτιζε ένα αυτί γαϊδάρου. Έτρεμα εγώ μήπως δεν τα πω σωστά. Μας έπαιρνε
λοιπόν ο Χάγιος και μας πήγαινε στα νοσοκομεία όπου υπήρχαν ακόμη τραυματίες
από τον Εμφύλιο. Και κάναμε εκεί σκετσάκια για να τους διασκεδάσουμε».
|
Με τον Σπύρο Μουστακλή και την Αθηνά Παναγούλη
|
ΛΙΓΟ μετά το Πολυτεχνείο τον έπιασαν, χωρίς ο ίδιος να είναι ανακατεμένος σε
αντιστασιακές οργανώσεις. Απλώς ο περίγυρός του, οι φίλοι του ήταν άνθρωποι
της Αριστεράς. Κι έπειτα «και το θέατρο πολιτική είναι και μάλιστα πολύ πιο
ουσιαστική». Έτσι, βρέθηκε εξορία. Στην οποία «δεν θα με έστελναν, αν ήξεραν
πόσο πολύ μού άρεσε η φασολάδα…» λέει γελώντας κι έτσι περνάει στα γρήγορα
εκείνη την περίοδο. Στέκεται μόνο σ’ αυτό που κέρδισε από την εξορία. «Οι
φίλοι που γνώρισα εκεί ήταν ουσιαστικοί. Ο Παντελής Βούλγαρης, ο Στάθης
Παναγούλης και άλλοι. Και έχει κρατηθεί αυτή η παρέα, βρισκόμαστε για να
πιούμε κανά κρασάκι, να τα πούμε».
Όταν γύρισε όμως, αποφάσισαν μαζί με την Αγγλίδα γυναίκα του ότι είναι
καλύτερα εκείνη με τα παιδιά να πάνε να ζήσουν στην Αγγλία. «Όχι, δεν
χωρίσαμε. Δεν χωρίζει κανείς, όταν έχει τρία παιδιά. Μόνο οι ανόητοι, αυτοί
που θέλουν να επιβεβαιώσουν δεν ξέρω κι εγώ τι. Κάνουν 40 γάμους και 40 παιδιά
και τα κάνουν και τα 40 δυστυχισμένα…». Από τότε η ζωή τους είναι ένα
πήγαινέλα. «Εμείς κάναμε τον ΟΤΕ και την Ολυμπιακή πλούσιους. Δεν νιώσαμε ποτέ
την απόσταση. Γιατί εγώ δεν κάνω ένα τηλέφωνο στις 20 μέρες για να δω τι
κάνουν. Μιλάω και με τους τέσσερις κάθε μέρα». Του έλειψαν βέβαια τα παιδιά
του, ένιωσε και μοναξιά, αλλά αυτά δεν τα πολυσυζητάει. «Ας τα ξέρει μόνο ο
πατέρας. Άλλωστε έπρεπε να υπερισχύσει η λογική. Και ξέρω ότι τα παιδιά μου
μεγάλωσαν και μορφώθηκαν καλύτερα εκεί».
Η ΕΛΛΑΔΑ
|
«Έγινες παππούς», του τηλεφώνησε ο γιος του και ο Σταύρος Παράβας κράτησε στα χέρια του το πιο όμορφο δώρο
|
Τώρα πάντως χαίρεται που οι κόρες του και ο γιος του αγάπησαν την Ελλάδα, που
έρχονται και απολαμβάνουν τις διακοπές τους, που δεν τον άφησαν να πουλήσει το
σπίτι που έχει φτιάξει στην Κρήτη. «Κατ’ αρχήν είναι η μητέρα τους, που αν και
Αγγλίδα, τους έμαθε να αγαπούν την Ελλάδα. Τους την πέρασα κι εγώ όμως αυτή
την αγάπη». Γιατί μια και τα παιδιά ζούσαν στην Αγγλία, αποφάσισε ο ίδιος να
πάει εκεί να τους γνωρίσει τα έθιμά μας. «Αν με έπιαναν με τα αρνιά που
περνούσα στο Χήθροου, ισόβια θα με είχαν κλείσει. Μια φορά μάλιστα μού είχε
βγει η σούβλα από τη βαλίτσα… Και δεν ήταν σκέτη, είχε και το κοκορέτσι
επάνω!». Τα ξύπναγε τα παιδιά μέσα στη νύχτα και τα έτρεχε στην ελληνική
εκκλησία για την Ανάσταση. «Δεν ήταν δυνατόν να είναι από την Ελλάδα και να
μην ξέρουν τι θα πει Χριστός Ανέστη».
Οι τοίχοι στο σπίτι του και οι κορνίζες είναι γεμάτες με φωτογραφίες των
παιδιών του. Τις δείχνει μία μία. Ο γιος του, όταν πήρε πτυχίο, και δίπλα μια
δική του, όταν ήταν πιτσιρίκος. «Κοίτα, δεν μοιάζουμε πολύ;». Σε μια άλλη, δυο
όμορφα κορίτσια που γελούν. «Δεν είναι κούκλες; Είναι τα κορίτσια μου σε
κάποιο πάρτι». Ας μεγάλωσαν τα παιδιά του μακριά. Ο Σταύρος Παράβας δεν μπορεί
και δεν θέλει να κρύψει ότι είναι ένας περήφανος πατέρας.
- Πότε θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε μία υπερπανσέληνο – Πότε έρχεται το «Φεγγάρι του Λύκου»
- Θρίλερ με τους δύο ηλικιωμένους αδερφούς που βρέθηκαν νεκροί μετά από φωτιά: Οι πέντε διαθήκες και η άφαντη οικιακή βοηθός
- Νέα Υόρκη: Ισχυρός άνεμος παρέσυρε και σήκωσε στον αέρα γυναίκα έξω από κατοικία (βίντεο)











