Όλα τα δικά του παράθυρα στον κόσμο, το φως, η γνώση κι όλα τα μελλούμενα,
«άνοιξαν» με μιας σε μια πόλη – γκαλερί, τη Φλωρεντία. Το «πηγαίνω μακριά,
πολύ μακριά, καμιά φορά σημαίνει κι επιστρέφω», σήμαινε πολλά πριν
«αναπνεύσει» στο χαρτί και γίνει ένας ακόμη στοχασμός, ένας ακόμη στίχος. Και
σημαίνει πάντα ακόμη περισσότερα για τον Τηλέμαχο Χυτήρη.
|
Φλωρεντία, 1969. Ο Μάης της ζωής του Τηλέμαχου Χυτήρη…
|
ΟΛΑ όσα τον «ακολούθησαν» κι όλα όσα έγιναν ο Μάης της ζωής του ένας Μάης
ολάνθιστος ακόμα εκεί γεννήθηκαν, «εκεί γέλασαν κι εκεί έκλαψαν». Τίποτα δεν
πρόδωσε και τίποτα δεν τον απαρνήθηκε. Εκεί η πρώτη εσωτερική εξέγερση και η
πρώτη διαδήλωση. Εκεί το πρώτο κοίταγμα με την Μαρία Φαραντούρη, η πρώτη
χειραψία με τον Ανδρέα Παπανδρέου, η πρώτη συνάντηση με τον Ουμπέρτο Έκο. Εκεί
η πρώτη συλλογή τα «Ποιήματα εκ προμελέτης» που μύριζαν άνοιξη, έρωτα,
επανάσταση και φρέσκο μελάνι τυπογραφείου…
Η Φλωρεντία είναι ο «σταθμός» του Τηλέμαχου Χυτήρη. Είναι το σταυροδρόμι της
νιότης και της ωριμότητας. Είναι το πρώτο κεφάλαιο μιας «μικρής ανθρώπινης
ιστορίας, που ξετυλίγεται παράλληλα με σπουδαία γεγονότα της Ιστορίας». Είναι
οι μικρότερες ή μεγαλύτερες στιγμές και οι σπουδαίες αποφάσεις που χτύπησαν
και το δικό του «παράθυρο ψυχής» μέσα από ξεσηκωμούς, ανατροπές και
αναθεωρήσεις. Για μια κατοπινή διαδρομή ζωής που μοίρασε σωστά χαρές και πίκρες…
ΟΠΩΣ ΜΙΑ ΔΕΣΜΗ ΦΩΤΟΣ
Αγνοεί «ποιος θα ‘ναι τούτη τη φορά ο Ιησούς», πάντα θα αναρωτιέται, αλλά
γνωρίζει ότι της απόλυτης διαμόρφωσής του ο πυρήνας «είναι μια πόλη όνειρο,
μια πόλη έργο τέχνης». Είναι η πόλη που τον τράβηξε «όπως μια δέσμη φωτός
τραβάει ένα έντομο».
Ο τόπος ήταν πάντα καθοριστικός για τον Τηλέμαχο Χυτήρη. Γεννημένος σε μια
αντίστοιχης ομορφιάς πόλη, την Κέρκυρα, βίωσε στην εφηβεία του τον πολιτικό
και πολιτιστικό οργασμό της δεκαετίας του ’60. Η περίφημη 21η Απριλίου του ’67
τον βρήκε να σπουδάζει Γεωπονική (το όνειρο της Φιλοσοφίας πήρε φτερά
αργότερα) στη Φλωρεντία και γραμματέα στο Σύλλογο Ελλήνων Φοιτητών. Η πρώτη
διαδήλωση των Ελλήνων φοιτητών στην Ιταλία εναντίον της δικτατορίας έγινε στα
μουσειακά καλντερίμια της Φλωρεντίας κι ήταν δική του πρωτοβουλία. Ήταν ένας
φοιτητικός ξεσηκωμός και είχε τόση επιτυχία που μέχρι και το ραδιόφωνο της
χούντας «ασχολήθηκε» μαζί της, ενώ αυτομάτως ο Τηλέμαχος Χυτήρης βρέθηκε δίχως
επίσημα «ντοκουμέντα» και συνάλλαγμα. Και, φυσικά, κατέληξε πρόσφυγας στην Ιταλία.
Έπονται οι δυσκολίες. Δίχως χρήματα και διαβατήριο, κάποιες φορές και δίχως
στέγη: «Βρήκα μια απασχόληση στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ιταλίας, που εδρεύει
στη Φλωρεντία και είχε τότε έναν διανοούμενο φιλέλληνα διευθυντή, τον σπουδαίο
Καζαμασίμα. Ο άνθρωπος αυτός μου στάθηκε πολύ και, επειδή τον πρώτο καιρό δεν
μπορούσε να με εντάξει στις πληρωμές, μου έδινε κουπόνια εργαζομένων να τρώω
σε ένα εστιατόριο, κάτι σαν την Εργατική Εστία…».
Ο κύκλος τη πορείας είχε ήδη διαγραφεί δεν υπήρχε αντιστροφή. Ο πόλεμος στη
χούντα είχε κηρυχθεί στη Φλωρεντία από τον 20χρονο ονειροπόλο, που βρήκε
πολλούς συνοδοιπόρους. Το δελτίο ενημέρωσης των Ιταλών για τα τεκταινόμενα
στην Ελλάδα και το δικό του φλογερό πάθος τον έφεραν στους πολιτικούς και
διανοούμενους της εποχής που άρχισαν να κάνουν δηλώσεις συμπαράστασης. Οι
πρώτες του ομιλίες ήταν σε κοινό ξένων. Για την πρώτη μεγάλη αντιστασιακή
συναυλία, τα Χριστούγεννα του ’67, παραχωρήθηκε στους Έλληνες φοιτητές, για
πρώτη φορά στην ιστορία του, το αναγεννησιακό «Παλάτσο Βέκιο». Εκείνος
παρουσίασε στο κοινό την Μαρία Φαραντούρη και εκείνος την προσκάλεσε και το
επόμενο καλοκαίρι… Ένας «μουσικός» έρωτας έμπαινε στην τροχιά του κι έκτοτε
μια διαχρονική πορεία ζωής.
Η ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ
Τον είδε στο αμφιθέατρο τον Ανδρέα Παπανδρέου έκανε τον δικό του αγώνα στα
φοιτητικά στέκια και αμφιθέατρα της Ευρώπης. Ντυμένος ατημέλητα, με ένα
πουκάμισο κι ένα μπουφάν, εκεί κοντά στα 50 εκείνος, 20 χρόνων και κάτι ο
Χυτήρης. Και δεν ανήκε τότε στο ΠΑΚ αλλά στην αριστερά συσπείρωση του ΠΑΜ:
«Μου ‘κανε τρομακτική εντύπωση από την πρώτη στιγμή. Θυμάμαι ακόμα πόση έντονη
ζωντάνια εξέπεμπε, τη ματιά και την παρατηρητικότητά του, την ευχέρεια και τη
ζεστασιά του λόγου του. Όλους, Έλληνες και Ιταλούς, μας μάγεψε…».
Ήξερε εκείνος να μαγεύει κι όχι μόνο μάγεψε αλλά έγινε και σταθμός ζωής για
τον Τηλέμαχο Χυτήρη. Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν είχαν συνδεθεί πολύ,
μιλούσαν συχνά για την ομιλία του στη Φλωρεντία: «Ο Ανδρέας θυμόταν
λεπτομέρειες από το εκεί πέρασμά του αλλά όχι πρόσωπα, ούτε φυσικά το δικό
μου. Αλλά για μένα ήταν μια καθοριστική στιγμή. Γιατί, τότε, είδα μπροστά μου
ένα ηγέτη….».
Τον «προσηλύτισε» δίχως καν να το καταλάβει. Σύντομα ο αγώνας για το ΠΑΜ έγινε
αγώνας για το ΠΑΚ. Και 13 χρόνια αργότερα ξαναβρίσκονται, εν έτει 1982, στην
ελληνική πρεσβεία στο Βουκουρέστι. Ακόλουθος Τύπου της πρεσβείας ο Τηλέμαχος
Χυτήρης. Πρωθυπουργός της Ελλάδας ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ένα κοίταγμα και
συνεννοήθηκαν. Αλλά η στενότερη σχέση, αυτή που οδήγησε στην προσωπική ζεστή
φιλία, έμελλε να ξετυλιχθεί σε δυσκολότερες στιγμές, στο Λονδίνο…
Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ
Όλα τα είδε και όλα τα έζησε στη Φλωρεντία. Στο Πανεπιστήμιο, μα και στα
μπαράκια, τα κέντρα συναντήσεων της εποχής, συναπαντήθηκε με τον Ουμπέρο Έκο
τον απλό και τότε άσημο μα φωτισμένο καθηγητή που μόλις είχε εκδώσει το πρώτο
του έργο, το «Όπερα Απέρτα», ένα κείμενο που μπορούσε να διαβασθεί με πολλούς
τρόπους αλλά και τόσους άλλους διανοούμενους των χρόνων εκείνων.
«Τριγυρνούσε» μαζί τους στον φτερωτό κόσμο της γνώσης και της εμπειρίας, που
φέρνει ακόμη μεγαλύτερη αμφιβολία και καχυποψία και όλοι μαζί «πέταξαν» μέχρι
το Παρίσι, στη φωτιά του Μάη του ’68, που πυρπολούσε συνειδήσεις. Τον είδε από
κοντά αυτόν τον Μάη, ήταν ένας ανάμεσα στους πολλούς, σ’ έναν φοιτητικό
ξεσηκωμό «που δεν είχε αγριάδα αλλά χαρά, όραμα, αμφισβήτηση, πανηγυρική
συμμετοχή. Να βλέπεις διανοούμενους της εποχής πάνω σε βαρέλια να μιλάνε σε
μια ξεσηκωμένη πόλη και να μην κοιμάται κανείς νύχτα ή μέρα. Ζούσαμε μονάχα,
οσφραινόμασταν τις μυρωδιές κι ήμασταν ένα κομματάκι αυτής της ουτοπίας…».
Ήταν ένα «παραμύθι δίχως όνομα», που αναβιώθηκε αμέσως μετά και στην Ιταλία,
με το δικό της «καυτό φθινόπωρο», μια ακόμα ουτοπία: «Παλεύαμε για κάτι που
ποτέ δεν θα κερδίζαμε και το ξέραμε! Ήταν μια καταπληκτική αίσθηση ανύψωνε,
μεταμόρφωνε τους ανθρώπους, ήταν σαν να πετούσες λίγο από το έδαφος, όλα τα
έβλεπες, σε όλα συμμετείχες, αλλά πετούσες, δεν πατούσες στη γη…».
Έγραφε ποίηση, άλλοτε πετώντας κι άλλοτε περπατώντας. Δεν ξέρει τι τον
παρακίνησε να στείλει λίγα του ποιήματα από τη Φλωρεντία στην Αθήνα, στην
Αθηνά Καλιαρέση, στον «Κέδρο». Το ‘χε σχεδόν ξεχάσει, όταν «πήρα ένα γράμμα
της που έλεγε ότι συνεργάτες του εκδοτικού οίκου (και εννοούσε έναν Ρίτσο και
κάποιους άλλους σπουδαίους) τα διάβασαν και τα βρήκαν καλά, προς δημοσίευση…».
Ήταν απροσμέτρητη η χαρά κι ανείπωτη η λαχτάρα όταν άνοιξε το πακέτο που ήρθε
από τη σκλαβωμένη Αθήνα και είχε τη φρεσκάδα του τυπογραφείου. Ήταν μια
μοναδική στιγμή, καταδική του, που «έκρυβε» και «δυο υπέροχα σημειώματα, από
τον Μανώλη Αναγνωστάκη και τον Ντίνο Χριστιανόπουλο».
Αν δεν ήταν η Φλωρεντία, αυτό το σκαλοπάτι για τα σύννεφα, «η ζωή μου θα ‘ταν
διαφορετική και δεν θα ‘χα τόσο πλουτίσει! Αν δεν ήμουν εκεί, δεν θα γνώριζα
την Μαρία. Κι αν δεν γνώριζα την Μαρία, δεν θα είχαμε έναν υπέροχο Στέφανο…».
Αν δεν βρισκόταν σ’ εκείνο το σταυροδρόμι, την μοναδική εκείνη χρονική στιγμή,
δεν θα σημαδευόταν η ανθρώπινη διαδρομή του από έναν «φλογερό Μάη» κι ένα
«καυτό φθινόπωρο». Δεν θα γνώριζε την αναγκαιότητα της ουτοπίας, ούτε θα
πορευόταν δίπλα σ’ έναν Ανδρέα Παπανδρέου. Θα ‘γραφε, ίσως, στίχους αλλά ποτέ
τους ίδιους. Και δεν θα βίωνε ποτέ με τον ίδιο τρόπο, «τη ζωή εν εγρηγόρσει
μέσα από την ποίηση και μέσα από την πολιτική».








