|
|
|
|
Για τη σκοπιμότητα και την αποτελεσματικότητα της θανατικής ποινής ως μέτρου
αντεγκληματικής πολιτικής έχουν ήδη γραφτεί πολλά. Από μεταφυσικές αναλύσεις
(όπως π.χ. ποιος ορίζει και σε ποιον «ανήκει» η ανθρώπινη ζωή) έως
οικονομετρικές εκτιμήσεις για την «οικονομία» της θανατικής ποινής συγκριτικά
με τον εγκλεισμό.
ΕΙΝΑΙ πια θεωρητικά και ερευνητικά τεκμηριωμένο ότι η θανατική ποινή όπου και
όταν εφαρμόστηκε δεν συνέβαλε στην πρόληψη ή/και την αντιμετώπιση του
εγκληματικού ζητήματος.
Τα ερωτήματα επικεντρώνονται πλέον στην πρόσφατη αναμόχλευση του θέματος.
Ο σχετικός με την επαναφορά της θανατικής ποινής διάλογος αποτελεί καθαυτός
ένα αντικείμενο μελέτης. Γιατί σήμερα μιλάμε για τη θανατική ποινή; Γιατί μία
μερίδα πολιτικών εκτιμά ότι η θανατική ποινή θα μειώσει την εγκληματικότητα;
Η ατζέντα των θεμάτων που έρχονται στο προσκήνιο δεν διαμορφώνεται ξαφνικά.
Συχνά προκύπτει ως αποτέλεσμα σύνθετων κοινωνικοπολιτισμικών διαδικασιών.
Η εικόνα της εγκληματικότητας σήμερα, οι τρόποι αντιμετώπισής της, καθώς και η
ανάληψη των ευθυνών από την πλευρά της πολιτείας στη χάραξη και την υλοποίηση
της αντεγκληματικής πολιτικής, αποτελούν μερικές μόνο από τις παραμέτρους που
συνδέονται με την επικαιρότητα της επαναφοράς της θανατικής ποινής.
Οι στάσεις μας για την εγκληματικότητα επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τον
τρόπο παρουσίασής της από τα ΜΜΕ.
Τα «κύματα εγκληματικότητας» αφορούν τη συστηματική παρουσίαση μιας μορφής
εγκληματικότητας για ένα χρονικό διάστημα. Παιδεραστές, βιαστές και έμποροι ή
διακινητές ναρκωτικών αποτελούν μερικά πρόσφατα παραδείγματα.
Αν και αυτή η εικόνα της εγκληματικότητας δεν συνάδει πάντοτε με τις
πραγματικές τάσεις της εγκληματικότητας, ωστόσο έχει ως αποτέλεσμα την
καλλιέργεια ενός κλίματος πανικού, ανασφάλειας και φόβου γύρω από το έγκλημα
και τον εγκληματία.
«ΗΘΙΚΟΣ ΠΑΝΙΚΟΣ»
Η πολιτεία καλείται να παρέμβει και να απαντήσει στην κατασκευασμένη έως ένα
βαθμό απαίτηση του κοινού για ποινικοποίηση νέων συμπεριφορών και επιβολή
αυστηρότερων ποινών.
Η επαναφορά της θανατικής ποινής σε αυτό το πλαίσιο προβάλλεται από όσους
την προτείνουν ως λύση στο πρόβλημα της εγκληματικότητας.
Στην ουσία της όμως αποτελεί μια πολιτική και πυροσβεστική απάντηση στον
«ηθικό πανικό» για την αύξηση της εγκληματικότητας.
Μια τέτοια πρόταση φαίνεται να εξυπηρετεί διττά: αφενός δείχνει ότι οι
πολιτικοί ασχολούνται με τα προβλήματα της κοινωνίας όπως είναι το έγκλημα και
αφετέρου ότι ακροάζονται και μεταφέρουν τα αιτήματα του κοινού.
Έτσι, το έγκλημα, το θύμα και ο εγκληματίας γίνονται αντικείμενα πολιτικής
εκμετάλλευσης.
Προτείνεται η περιορισμένη εφαρμογή της θανατικής ποινής σε ακραία και ειδεχθή
εγκλήματα.
Ωστόσο αυτά δεν αντιπροσωπεύουν το σύνολο της εγκληματικότητας. Έτσι, το
πρόβλημα εξατομικεύεται, μετατοπίζεται και προσωποποιείται στον παιδεραστή και
τον βιαστή.
Μια ολόκληρη κοινωνία αποπροσανατολίζεται και ενίοτε αποενοχοποιείται από
τις βαθύτερες κοινωνικοπολιτισμικές αιτίες που παράγουν το έγκλημα και τον εγκληματία.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΛΗΨΗΣ
Είναι γνωστό ότι η πολιτική πρόληψης του εγκλήματος είναι στη βάση της
κοινωνική και πολιτισμική. Προϋποθέτει μακρόχρονες και υψηλού κόστους
παρεμβάσεις στο θεσμικό επίπεδο.
Η ουμανιστική αντίληψη για την επανακοινωνικοποίηση του εγκληματία είναι
δείγμα πολιτισμού και κοινωνικής προόδου.
Δεν αποτελεί κατά τη γνώμη μου αξία διαπραγματεύσιμη και υπό αίρεση.
Πρέπει να αποτελεί τον στόχο και ταυτόχρονα το μέσο για τους τρόπους
αντιμετώπισης του εγκληματικού φαινομένου.
Ακόμα κι αν το σωφρονιστικό σύστημα έχει αποτύχει σε αυτόν τον στόχο, αυτό δεν
πρέπει να αποτελεί άλλοθι για παλινδρόμηση σε τιμωρητικά και ανταποδοτικά
πρότυπα μεταχείρισης, αλλά το έναυσμα για την εφαρμογή εναλλακτικών μορφών
μεταχείρισης του εγκληματία και τη δημιουργία υποστηρικτικών δομών
μετα-σωφρονιστικής μέριμνας, με άξονα πάντοτε την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η Βάσω Αρτινοπούλου είναι επίκουρη καθηγήτρια της Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.









