Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 επιδιώκει να μεταμορφωθεί σε καθεστώς

το 1970. Προσκρούει, όμως, στην αδιαφορία και σιωπή της μεγίστης πλειοψηφίας

του ελληνικού λαού, καθώς και στην ενεργό αντίσταση της πνευματικής και

πολιτικής πρωτοπορίας του τόπου. Το 1970, επίσης, η «χούντα της Αθήνας»,

επιδιώκει να εξοφλήσει τα γραμμάτιά της προς εξωελλαδικά κέντρα, τα οποία την

υποβοήθησαν και στη συνέχεια την στήριξαν στην εξουσία. Στην Κύπρο, οι

συνταγματάρχες διασπούν την ενότητα του κυπριακού ελληνισμού. Χρηματοδοτούν

και καθοδηγούν τη δημιουργία του αντι-Μακαριακού «Εθνικού Μετώπου». Οργανώνουν

τη δολοφονία του Μακαρίου, η οποία ευτυχώς απέτυχε, χάρη στην ψυχραιμία του

πιλότου του ελικοπτέρου του αρχιεπισκόπου, ενώ στελέχη του στρατοκρατικού

καθεστώτος της Αθήνας, φέρονται αναμεμειγμένα στη δολοφονία του πρώην υπουργού

Εσωτερικών και Αμύνης της Κύπρου, Πολύκαρπου Γεωρκάτζη. Τα γεγονότα του 1970

θεωρούνται το προπαρασκευαστικό στάδιο, για το έγκλημα εθνικής μειοδοσίας που

συντελέσθηκε τον Ιούλιο του 1974 στη Μεγαλόνησο. Την ίδια περίοδο η διεθνής ­

κυρίως όμως η ευρωπαϊκή ­ αντίδραση για το «ελληνικό έκτρωμα», αρχίζει να

συστηματοποιείται και Ουάσιγκτον και ΝΑΤΟ, προβληματίζονται. Εμμένουν, πάντως,

στη στήριξη της χούντας.

Η μεγάλη δίκη της «Δημοκρατικής Άμυνας», η οποία άρχισε στις 27 Μαρτίου στο

στρατοδικείο της Αθήνας, στρέφει και πάλι τους προβολείς της διεθνούς κοινής

γνώμης στη στρατοκρατούμενη Ελλάδα.

Ταυτόχρονα απογυμνώνει το καθεστώς της Αθήνας από το επιχείρημα ότι «η σιωπηλή

πλειοψηφία του ελληνικού λαού είναι μαζί του», τη στιγμή που η πολιτική ηγεσία

της χώρας στο σύνολό της τίθεται αλληλέγγυος με τους δικαζόμενους και

σφυροκοπεί στην αίθουσα του στρατοδικείου την τυραννία των συνταγματαρχών.

Εντός του στρατοδικείου οι κατηγορούμενοι καταγγέλλουν ανήκουστα βασανιστήρια

στα οποία υπεβλήθησαν.

Κατήγγειλε στο στρατοδικείο ο καθηγητής Γεώργιος Μαγκάκης:

«Κατά την διεξαγωγήν της ανακρίσεως και κατά την πρώτην εξέτασίν μου, λαβούσαν

χώραν την 27 Ιουλίου, ο συνταγματάρχης Ξενοφών Τζαβάρας, διευθυντής της

Αστυνομίας Προαστίων Πρωτευούσης, παρουσία 5-6 ετέρων αξιωματικών της

Χωροφυλακής, μη ικανοποιούμενος προφανώς εκ των απαντήσεών μου, ηγέρθη εκ της

θέσεώς του, με επλησίασε και σύρων με βιαίως από το υποκάμισον με εσήκωσε

όρθιον, με έσπρωξε προς την κατεύθυνσιν του τοίχου, μου αφήρεσε τα γυαλιά μου

και ήρχισε να με υβρίζη χυδαιότατα… διά μιας αποτόμου κινήσεως εκάρφωσε

κυριολεκτικώς το τακούνι του επί των δακτύλων του αριστερού μου ποδός. Το

κτύπημά του δεν με εύρεν επί των ονύχων, αλλ’ επί των δακτύλων. Ήρχισε δ’ εν

συνεχεία να περιστρέφη μετά δυνάμεως το τακούνι του επί των δακτύλων μου, τα

οποία σημειωτέον ήσαν σχεδόν γυμνά. Καθ’ ον χρόνον ακόμη προέβαινεν ούτος εις

αυτήν του την ενέργειαν, ήρχισε να με κτυπά διά των χειρών του εις το πρόσωπον

και εις το άνω μέρος του σώματός μου, ενώ συγχρόνως με ύβριζε σκαιότατα. Αφού

με εκτύπησεν επ’ αρκετόν και μετά μεγάλης σφοδρότητος και δυνάμεως, διότι

ούτος είναι ιδιαιτέρως εύσωμος και δυνατός άνθρωπος, διά του γόνατος του ενός

ποδός του επεχείρησε να μου καταφέρη σφοδρόν κτύπημα εις τα γεννητικά όργανα!

Εγώ ενστικτωδώς έκαμα μίαν μικράν κίνησιν προς τα οπίσω και εδέχθην το κτύπημα

εις το τριχωτόν τμήμα. Ησθάνθην εντόνους πόνους, οι οποίοι εξηπλούντο και προς

την κοιλιακήν χώραν. Εν συνεχεία ούτος με ήρπασε διά των δύο χειρών του από

τον λαιμόν και ήρχισε να με σφίγγη…».

Βασανιστήρια

Ανατριχιαστική και η καταγγελία του καθηγητή Σάκη Καράγιωργα, ο οποίος

βασανιζόταν βαρύτατα τραυματισμένος ­ σχεδόν ακρωτηριασμένο το δεξί χέρι του

από την έκρηξη βομβίδας ­ και μέσα στο νοσοκομείο, που είχε μεταφερθεί για νοσηλεία.

«Αμέσως μετά τον τραυματισμόν του μετεφέρθη εις το νοσοκομείον και μετά από

τας εγχειρήσεις τας οποίας υπέστη, τον επισκέφθησαν δύο πρόσωπα, με πολιτικά,

και τον ηρώτησαν πού ευρήκε τα εκρηκτικά μηχανήματα. Επειδή δεν απαντούσε «τον

τραβούσαν από το στήθος, με αποτέλεσμα να χάση τας αισθήσεις του». Οι

ανακρίσεις συνεχίσθησαν.

Ο καθηγητής Τούντας είπε, μίαν ημέραν, ότι θα πρέπει, λόγω της καταστάσεως εις

την οποίαν ευρίσκετο, να σταματήσουν αι ανακρίσεις. Συνεχίσθησαν όμως, οι δε

ανακριταί του έλεγαν ότι «θα τον παραλάβη η ΕΣΑ και δεν θα βγει ζωντανός». Ένα

πρωί, αξιωματικός της Χωροφυλακής μπήκε εις το κρατητήριο, έξω φρενών, και του

είπε: «Δεν μπορείς εσύ να προσβάλλης το γόητρον της Χωροφυλακής. Μαθαίνουμε

πράγματα από την ΕΣΑ». Τον εκτύπησαν εις το ακρωτηριασμένον χέρι του, έπεσε

κάτω ενώ οι επίδεσμοί του είχαν και πάλι ματώσει…».

Το πρακτορείο Ασσόσιεϊτεντ Πρες σε τηλεγράφημά του την πρώτη ημέρα της δίκης

δίνει την εικόνα της τρομοκρατίας και του φόβου.

* «Οι κατηγορούμενοι, κατά την περιγραφή του πρακτορείου, εις τους οποίους

περιλαμβάνονται δικηγόροι, μηχανικοί, ιατροί, καθηγηταί πανεπιστημίου και

απόστρατος στρατηγός, προσήχθησαν ενώπιον του εξαμελούς στρατοδικείου εν μέσω

αυστηρών μέτρων ασφαλείας. Αστυνομικοί, περιεφέροντο εις ολόκληρον το κτήριον

του στρατοδικείου. Όσοι εισήρχοντο και εξήρχοντο της αιθούσης του

στρατοδικείου υφίσταντο εξονυχιστικήν έρευναν». Η χούντα στο μεταξύ κι ενώ

στην αρχή προσπάθησε να δείξει ένα «φιλελεύθερο πρόσωπο», στη συνέχεια προ της

πανευρωπαϊκής κατακραυγής απαγόρευσε σε ομάδα Σκανδιναβών βουλευτών να

εισέλθουν στη χώρα και να παρακολουθήσουν τη δίκη της «Δημοκρατικής Άμυνας».

Το Ασσόσιεϊτεντ Πρες μετέδωσε στις 27 Μαρτίου 1970:

Απαγόρευση

«Η ελληνική Κυβέρνησις απηγόρευσεν την είσοδον εις την Ελλάδα μιας τριμελούς

κοινοβουλευτικής ομάδας Σκανδιναβών, η οποία συνωδεύετο υπό Δανού

εμπειρογνώμονος διά τας παθήσεις των πνευμόνων. Η ομάς επρόκειτο να

παρακολουθήση την δίκην των 35 και να ζητήση την απόλυσιν του συνθέτου Μίκη

Θεοδωράκη, ο οποίος φέρεται ασθενών σοβαρώς εκ φυματιώσεως.

Την πληροφορίαν ταύτην μετέδωσε το πρακτορείον Ασσόσιεϊτεντ Πρες εξ Όσλο, το

οποίον προσθέτει ότι η τριμελής κοινοβουλευτική ομάς απηρτίζετο εκ του

Νορβηγού βουλευτού Γιενς Χάουγκλαντ, πρώην υπουργού Δικαιοσύνης, του Δανού

συγγραφέως και βουλευτού Χανς Γιόργκεν Λέμπουρν και της βουλευτού της Σουηδίας

κ. Νάνσυ Έρικσον.

Οι βουλευτές

Το πρακτορείον μεταδίδει ότι ο Νορβηγός υπουργός Εξωτερικών κ. Τζων Λονγκ δεν

προτίθεται να προβή εις σχόλιον πριν ή λάβη περισσοτέρας πληροφορίας. Οι

Σκανδιναβοί δημοσιογράφοι που συνώδευον τους βουλευτάς εισήλθον εις το

ελληνικόν έδαφος διά να καλύψουν την δίκην. Το τηλεφράφημα διευκρινίζει ότι οι

τρεις βουλευταί δεν αντεπροσώπευον τας κυβερνήσεις των. Επί του αυτού θέματος,

το πρακτορείον Ασσόσιεϊτεντ Πρες μετέδωσεν εκ Κοπεγχάγης ότι οι τρεις

Σκανδιναβοί βουλευταί εξέφρασαν την κατάπληξίν των διότι «εις την Ελλάδα

έτυχον μεταχειρήσεως εγκληματιών». Ο Δανός βουλευτής Γιόργκεν Λέμπουρν

εδήλωσεν, συμφώνως προς το Ασσόσιεϊτεντ Πρες, ότι «και διά το ΝΑΤΟ επίσης

πρέπει να είναι καταπληκτικόν, ότι ένα κράτος – μέλος του ΝΑΤΟ απαγορεύει εις

βουλευτάς της Δανίας και της Νορβηγίας, δύο ετέρων κρατών – μελών του ΝΑΤΟ, να

εισέλθουν (εις το έδαφός της)». Η κυρία Νάνσυ Έρικσον, εξ άλλου, Σουηδή

βουλευτής, προέβλεψεν ότι η ελληνική στάσις θα αχθή εις την Σουηδικήν Βουλήν,

δηλώσασα ότι «τούτο δε μπορεί να είναι το τέλος (της υπόθεσεως)».

Τέλος, ο Δανός υπουργός Εξωτερικών κ. Πάουλ Χάρτλιγκ εδήλωσεν ότι η

απαγόρευσις της εισόδου της αντιπροσωπείας εις την Ελλάδα δεν πρόκειται να έχη

ως αποτέλεσμα οιανδήποτε κίνησιν εκ μέρους της δανικής Κυβερνήσεως και δεν θα

οδηγήση εις οιανδήποτε αλλαγήν της στάσεως της Δανίας έναντι του ελληνικού καθεστώτος».

Οι «κατηγορούμενοι»

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ι. ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ, ετών 69, αντιστράτηγος έ.α.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Κ. ΤΣΑΓΚΑΡΑΚΗΣ, ετών 45, μηχανολόγος – ηλεκτρολόγος.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΑΝΔΡΙΤΣΑΚΗΣ, ετών 49, λογιστής.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Θ. ΠΡΩΤΟΠΑΠΠΑΣ, ετών 50, δικηγόρος.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ Α. ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, ετών 28, φοιτητής Νομικής.

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΟΝΑΡΗΣ, ετών 29, δικηγόρος.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ Ι. ΖΩΓΡΑΦΟΥ, ετών 35, υπάλληλος ΟΤΕ.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΑΣ, ετών 40, τέως καθηγητής Παντείου.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Σ. ΔΕΛΟΥΚΑΣ, ετών 43, δικηγόρος.

ΧΡΗΣΤΟΣ Κ. ΡΟΚΟΦΥΛΛΟΣ, ετών 39, δικηγόρος.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΑΓΚΑΚΗΣ, ετών 48, υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΙΩΑΝΝΗΣ Β. ΣΤΑΡΑΚΗΣ, ετών 35, δημοσιογράφος.

ΣΠΥΡΙΔΩΝ Λ. ΛΟΥΚΑΣ, ετών 31 χημικός.

ΙΩΑΝΝΗΣ Π. ΚΟΜΠΟΤΙΑΤΗΣ, ετών 34, τέως υπάλληλος ΟΤΕ.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Π. ΚΩΤΣΑΚΗΣ, ετών 36, οδηγός.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ Χ. ΜΙΧΑΛΑΚΕΑΣ, ετών 34, τέως πρωτοδίκης.

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Χ. ΜΙΧΑΛΑΚΕΑΣ, ετών 31, τέως πάρεδρος Πρωτοδικών.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΜΑΝΙΑΤΗΣ, ετών 36, τέως υπάλληλος ΔΕΗ.

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΦΙΛΙΑΣ, ετών 31, μηχανολόγος – ηλεκτρολόγος.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Α. ΤΣΑΚΑΡΕΣΤΟΣ, ετών 24, ηλεκτρονικός.

ΠΕΤΡΟΣ Σ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ετών 24, καθηγητής Γαλλικής.

ΒΕΝΕΤΙΑ – ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, ετών 37, δικηγόρος.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β. ΚΟΣΜΑΣ, ετών 37, τέως εισηγητής Συμβουλίου της Επικρατείας.

ΒΙΚΤΩΡ Α. ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, ετών 33, εκδότης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ν. ΔΡΟΥΤΣΑΣ, ετών 35, τραπεζικός υπάλληλος.

ΘΕΟΦΑΝΗΣ Γ. ΜΑΤΣΙΟΥΛΑΣ, ετών 33, ασκούμενος δικηγόρος.

ΜΙΧΑΗΛ Γ. ΜΙΧΟΠΟΥΛΟΣ, ετών 30, φοιτητής Παντείου.

ΘΕΟΦΑΝΗΣ Β. ΠΑΚΟΣ, ετών 28, φοιτητής Παντείου.

ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ετών 28, βοηθός καθηγητού.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ Φ. ΠΑΡΙΑΝΟΣ, ετών 38, εμπορικός αντιπρόσωπος.

ΠΕΤΡΟΣ Σ. ΚΑΠΑΓΕΡΩΦ, ετών 29, φοιτητής Φυσικομαθηματικής.

ΦΩΤΕΙΝΗ Μ. ΜΙΣΑΗΛΙΔΟΥ, ετών 25, ιδιωτικός υπάλληλος.

ΙΩΑΝΝΗΣ Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ετών 45, ιατρός.

ΘΕΟΧΑΡΗΣ Μ. ΠΑΠΑΜΑΡΓΑΡΗΣ, ετών 32, οικονομολόγος.

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Ε. ΝΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, ετών 33, τέως υπάλληλος ΟΤΕ.