Τα βιβλία δεν ανατρέπουν καθεστώτα όμως επηρεάζουν τη ζωή μας, λένε συνήθως οι μεγάλοι των γραμμάτων. Ωστόσο έχουν υπάρξει εξαιρέσεις. Η «Γαλάζια Βίβλος» του Ιρλανδού Ρότζερ Κέισμεντ σχετικά με την υπερεκμετάλλευση των ιθαγενών του Πουτουμάγιο από τις επιχειρήσεις εμπορίας καουτσούκ στον περουβιανό Αμαζόνιο, προκάλεσε το 1913 την κατάρρευση μιας παντοδύναμης οικονομικής αυτοκρατορίας, που χρησιμοποιούσε ως μαριονέτα την κυβέρνηση του Περού και στην οποία είχε συμφέροντα η αφρόκρεμα της βρετανικής αριστοκρατίας. Κι αυτό, με το καλώς έχειν της βρετανικής κυβέρνησης που διέσωσε το ηθικό προφίλ της ενθαρρύνοντας τις επιτόπιες έρευνες του συγγραφέα της, προξένου τότε των Αγγλων.

Γύρω από αυτόν τον άνθρωπο κέντησε το καινούργιο του μυθιστόρημα, «Το όνειρο του Κέλτη» (μτφ. Μαργαρίτα Μπονάτσου, Εκδ. Καστανιώτη), ο Μάριο Βάργκας Λιόσα. Οχι όμως επειδή ο Ιρλανδός ενσάρκωσε το Καλό, αλλά επειδή ενσάρκωσε τις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τους υπερασπιστές των δίκαιων υποθέσεων. Και επέτρεψε στον περουβιανό νομπελίστα που έχει κατηγορηθεί για φιλελεύθερη πολιτική στροφή, να καταδικάσει τους μηχανισμούς τόσο της αποικιοκρατίας και της πλουτοκρατίας όσο και της ένοπλης πάλης.

Οταν τον Δεκέμβριο του 1912 ο Κέισμεντ κλήθηκε να καταθέσει στην Ειδική Επιτροπή της Βουλής των Κοινοτήτων, προκάλεσε σάλο με τις φωτογραφίες και τις μαρτυρίες που παρουσίασε για τις σαδιστικές τιμωρίες (στον κύφωνα λ.χ.), τους ακρωτηριασμούς, τους βιασμούς, τους εμπρησμούς, την πείνα που επέβαλλαν επί μια τριακονταετία οι υπεύθυνοι της «πολυεθνικής», θα λέγαμε σήμερα, εταιρείας στους Ινδιάνους, προκειμένου να συγκεντρώνουν όλο και μεγαλύτερες ποσότητες καουτσούκ, μέχρι που τα τρία τέταρτα του πληθυσμού τους εξοντώθηκαν.

Σαράντα οκτώ χρονών τότε, ο Κέισμεντ ήταν ένας Δον Κιχώτης που πέτυχε τη μεταστροφή της κοινωνίας αλλά και των πολιτικών της εποχής του. Ψηλός, ευθυτενής, ήταν καταπονημένος από την ελονοσία, την αρθρίτιδα και την ομοφυλόφιλη αγωνία του, αλλά παλλόταν από την εσωτερική ένταση των ανθρώπων που τα δίνουν όλα στο όραμά τους. Εναν χρόνο νωρίτερα η Μεγάλη Βρετανία τον είχε χρίσει «σερ». Τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 1916, θα τον χαρακτήριζε «προδότη» και θα τον οδηγούσε στην κρεμάλα. Διότι αυτός ο υπερασπιστής των αδυνάτων είχε αισθανθεί ότι και η ιδιαίτερη πατρίδα του, η Ιρλανδία, βίωνε την καταπίεση της αποικιοκρατικής Αγγλίας. Και την ίδια εκείνη ώρα που δεχόταν τις βρετανικές τιμές, είχε αποφασίσει να πραγματώσει το κέλτικο όνειρό του: να αγωνιστεί σε πολιτικό επίπεδο όχι για την αυτονομία (Home rule) που ζητούσαν οι μετριοπαθείς Ιρλανδοί, αλλά για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας που διεκδικούσαν οι ριζοσπάστες και το Σιν Φέιν.

Με αυτόν λοιπόν τον στόχο, από πατριωτικό φανατισμό, στράφηκε το 1913 προς τον εχθρό του εχθρού του, επενδύοντας στην επίθεση του Κάιζερ εναντίον της Βρετανίας. Κι όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ενώ οι Ιρλανδοί πολεμούσαν μαζί με τους Αγγλους και σκοτώνονταν από τα ασφυξιογόνα αέρια στη Φλάνδρα, εκείνος προσπαθούσε να στρατολογήσει τους αιχμάλωτους συμπατριώτες του στο πλευρό των Γερμανών και να οργανώσει μια αποστολή όπλων στην Ιρλανδία – επιχειρήσεις που υπονομεύτηκαν τελικά από τους «συμμάχους» του και κατέληξαν το 1916 σε φιάσκο και στη σύλληψή του. Αντίστοιχη κατάληξη είχε και η παράλληλη Πασχαλινή Εξέγερση των ριζοσπαστών στο Δουβλίνο, η οποία πνίγηκε στο αίμα. Το ευγενικό όνειρο του Κέλτη (έτσι είχε τιτλοφορήσει ένα ποίημά του) κατέληξε να δηλητηριαστεί. Ο αλλοτινός όμως ήρωας υπήρξε και έτσι χρήσιμος στην αυτοκρατορία. Διότι οι Αγγλοι τον ενοχοποίησαν ως υποκινητή των επαναστατημένων και ως έκφυλο (με βάση τα «Μαύρα σημειωματάριά» του) και τον κατέστησαν αποδιοπομπαίο τράγο μιας υπόθεσης που έκλεισε πια το 1948 με την ανακήρυξη της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας…