Τα τελευταία χρόνια διαμορφώνεται μέσα στη διεθνή μαρξιστική συζήτηση μια έντονη κριτική στον «δυτικό μαρξισμό», συχνά σε συνδυασμό με την πολεμική ενάντια στη «μεταμοντέρνα θεωρία», τον «ανορθολογισμό» και τον «αριστερό νιτσεϊσμό». Συχνά αυτό συνδυάζεται με έναν «στρατοπεδισμό» που θεωρεί ότι σήμερα ο κόσμος είναι διαιρεμένος στον δυτικό ιμπεριαλισμό και όσους αντιστέκονται σε αυτόν που περιλαμβάνουν τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και τον «άξονα της αντίστασης», ενώ δεν λείπει η θετική αποτίμηση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» (συμπεριλαμβανομένης σταλινικής περιόδου). Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στο πρόσφατο βιβλίο του Γκάμπριελ Ρόκχιλ (Who Paid the Pipers of Western Marxism) αυτή η τοποθέτηση αποκτά μια σχεδόν συνωμοσιολογική χροιά, όπου οι μελετημένες από χρόνια προσπάθειες της CIA να διαμορφώσει στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου μια αντικομμουνιστική Αριστερά, παρουσιάζεται ως επαρκής εξήγηση των θεωρητικών ορίων της Σχολής της Φρανκφούρτης.
Ομως, πέρα από παρεμβάσεις που αποπνέουν τον ζήλο του νεοφώτιστου, έχει σημασία να δούμε τις απαρχές μιας τέτοιας προβληματικής. Εκεί θα συναντήσουμε το βιβλίο του ιταλού φιλοσόφου Ντομένικο Λοζούρντο για τον δυτικό μαρξισμό (Western Marxism. How it was Born, How it Died and How it can Be Reborn) που κυκλοφόρησε στα ιταλικά το 2017 και στα αγγλικά το 2024 από τις εκδόσεις Monthly Review Press, σε επιμέλεια του Γκάμπριελ Ρόκχιλ. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ουρμπίνο και προερχόμενος από μια αρκετά «ορθόδοξη» κομμουνιστική παράδοση, ο Λοζούρντο, που πέθανε το 2018, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του Μαρξ στην Ιταλία, με βαθιά γνώση του Χέγκελ, εξαιρετικά διεισδυτική κριτική στον φιλελευθερισμό, και μονογραφίες πάνω σε στοχαστές όπως ο Νίτσε που είναι βιβλία αναφοράς.
Στο βιβλίο για τον δυτικό μαρξισμό, που ήταν το τελευταίο μεγάλο γραπτό πριν απ’ τον θάνατό του, ο ιταλός στοχαστής αναπτύσσει ένα συνολικό σχήμα για την εξέλιξη του μαρξισμού, αλλά και τελικά τον ίδιο τον πυρήνα του ιστορικού υλισμού ως αναλυτικού και πολιτικού εργαλείου. Για τον Λοζούρντο, την επαύριον της Οκτωβριανής Επανάστασης έχουμε μια διχοτόμηση στο εσωτερικό της μαρξιστικής σκέψης. Η Ρωσική Επανάσταση και η κλιμάκωση των αντιαποικιακών αγώνων, έκαναν τον «ανατολικό μαρξισμό» να συνειδητοποιήσει τη σημασία της αντιαποικιακής ρήξης, της διαμόρφωσης όρων για ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και έξοδο από την καταστροφική υπανάπτυξη που είχε επιβάλει η καπιταλιστική αποικιοκρατία, και της συγκρότησης ισχυρών και αποτελεσματικών κρατικών μορφών, ως προϋποθέσεων για την κοινωνική χειραφέτηση. Ο Λοζούρντο αναγνωρίζει ότι υπήρξαν αυταρχικές πλευρές, αλλά στο τόξο από τη Ρωσική Επανάσταση στην Κινεζική Επανάσταση, τη μεγαλύτερη αντιαποικιακή επανάσταση στα δικά του μάτια, βλέπει την ιστορική πρόοδο.
Αντιθέτως, για τον Λοζούρντο ο «δυτικός μαρξισμός» δεν συνειδητοποίησε τη σημασία των αντιαποικιακών αγώνων και της ρήξης με τον ιμπεριαλισμό και υποτίμησε την ανάγκη διαμόρφωσης ισχυρών κρατικών μορφών και τη σημασία της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Με μια ομολογουμένως επιλεκτική παράθεση των παρεμβάσεων στοχαστών όπως ο Μπλοχ, ο Χορκχάιμερ, ο Αντόρνο και ο Αλτουσέρ, ο Λοζούρντο παρουσιάζει μια εικόνα του «Δυτικού Μαρξισμού» που την ώρα που το διακύβευμα ήταν ισχυρά κράτη που αναλάμβαναν το βάρος της ρήξης με τον ιμπεριαλισμό και του εκσυγχρονισμού, προέκριναν αβάσιμα κατά τη γνώμη του οράματα για την «απονέκρωση του κράτους». Σε αυτή τη βάση είναι επικριτικός και για το σχήμα του Πέρι Αντερσον για τον «Δυτικό Μαρξισμό», θεωρώντας ότι δεν αρκεί η απλή επίκληση της ρήξης ανάμεσα σε θεωρία και πράξη και η στροφή στη φιλοσοφία ή την πολιτισμική κριτική, οι παράμετροι που ο Αντερσον θέτει ως όριο ανάμεσα στη «Δύση» και την Ανατολή», καθώς το καθοριστικό είναι η πρόκριση ή όχι της αντιαποικιακής ρήξης.
Χωρίς αμφιβολία ο Λοζούρντο έχει δίκιο να υπογραμμίζει τη σημασία των αντιαποικιακών αγώνων και τη σύνδεση ανάμεσα σε αποικιοκρατία και ιμπεριαλισμό, συμπεριλαμβανομένου του αποικιακού χαρακτήρα που είχε σε τελική ανάλυση η ναζιστική προσπάθεια για επέκταση προς τα ανατολικά. Ομως, η ανάλυση του Μαρξ δεν περιοριζόταν ποτέ στην επίκληση ενός ισχυρού, εκσυγχρονιστικού και αναπτυξιακού κράτους, ιδίως εάν σκεφτούμε τον έντονο αντικρατισμό που αποπνέουν κείμενα όπως η «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα» και το ίδιο ισχύει για τον Λένιν στο «Κράτος και Επανάσταση» ή τον Γκράμσι και την κριτική της «κρατολατρίας». Ακόμη και ο Μάο στην περίοδο της Πολιτιστικής Επανάστασης φάνηκε να ευνοεί μια «επανάσταση μέσα στην επανάσταση» με έμφαση σε θεσμούς εκτός κράτους. Και βέβαια αρκετά μαρξιστικής έμπνευσης ρεύματα, από τα κινήματα του 1968 έως σύγχρονες μορφές ριζοσπαστικής σκέψης, επέμειναν ότι μπορεί να συνδυαστεί η πολιτισμική κριτική, η αμφισβήτηση της κρατικής λογικής και η αποαποικιακή διάσταση. Είναι ως εάν ο Λοζούρντο να παλινδρομεί προς μια κρατοκεντρική λογική που είναι ίσως εγελιανή αλλά δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί μαρξική.
Αντίστοιχα, το σχήμα του Λοζούρντο για την προτεραιότητα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, τον επανασυνδέει με μια μαρξιστική παράδοση που ξεκινά από τον οικονομισμό της Β’ Διεθνούς, περνά στα οικονομικά της σταλινικής περιόδου και καταλήγει στη λογική του Ντενγκ Σιαοπίνγκ, όταν το «άσπρος γάτος μαύρος γάτος αρκεί να πιάνει ποντίκια» μετέτρεψε την Κίνα σε καπιταλιστική οικονομική υπερδύναμη, όμως απέχει από τη θέση του Μαρξ για την προτεραιότητα των σχέσεων παραγωγής έναντι των παραγωγικών δυνάμεων (ο Λοζούρντο μάλιστα προσπερνά ότι και ο Μάο συμμεριζόταν αυτή τη θέση), ιδίως όταν προκλήσεις όπως η κλιματική καταστροφή υπογραμμίζουν ότι η ανεξέλεγκτη επένδυση στην «ανάπτυξη», χωρίς τον αναγκαίο κοινωνικό μετασχηματισμό, μπορεί να έχει καταστροφικά αποτελέσματα.







