Η πολιτική σε κρίση. Ε και λοιπόν; Τόσα έχουν γραφεί για την πολιτική σε κρίση και την κρίση της πολιτικής. Τόσα, αλλά όχι από μια τόσο υψηλή φιλοσοφική ματιά και ανάλυση, όπως αυτού εδώ του βιβλίου του Στέφανου Δημητρίου, καθηγητή Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και βαθέος γνώστη του έργου του Ρουσό και του Διαφωτισμού ευρύτερα. Βιβλία ιδιαιτέρως διεισδυτικά που προσεγγίζουν την κρίση του πολιτικού φαινομένου έχουν όντως γραφεί πολλά. Βιβλία όμως που προσεγγίζουν τη φιλοσοφική όψη της κρίσης της πολιτικής λίγα και σαν αυτό εδώ ακόμη πιο λίγα. Η ανάγνωσή του από τη μια προϋποθέτει επαρκή φιλοσοφική παιδεία, αλλά από την άλλη ενισχύει αυτή την παιδεία.
Τον συγγραφέα δεν τον απασχολεί το φαινόμενο της πολιτικής σε κρίση γενικά, αλλά το πώς αυτή η κρίση αντανακλάται στη σχέση κράτους και πολιτών και πώς ακόμη αυτή θέτει νέους κανόνες και στόχους σ’ αυτό που ο ίδιος αποκαλεί δημοκρατική και μεταρρυθμιστική Αριστερά. Το μείζον ερώτημα είναι το πώς μπορούν να ενισχυθούν και να διευρυνθούν οι θεσμοί της πολιτικής συμμετοχής και όχι μόνο το γιατί αυτοί βρίσκονται σε κρίση. Κατά τον συγγραφέα, η προάσπιση όχι κάποιας άμεσης δημοκρατίας, αλλά της αντιπροσωπευτικής, είναι η αφετηρία και η προϋπόθεση για έναν ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό που θα σέβεται το κράτος δικαίου και τον πλουραλισμό, αλλά ταυτοχρόνως δεν θα παραμελεί το κοινωνικό κράτος. Γι’ αυτό και εν αρχή ήταν η διαρκής επικαιρότητα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Και αυτή δεν μπορεί να πραγματώνεται σε συνθήκες όπου στην πολιτική πραγματικότητα και σκηνικό κυριαρχούν οι ιδέες του νεοφιλελευθερισμού. Ο Στέφανος Δημητρίου διαλέγεται με τον νεοφιλελευθερισμό για να τον απορρίψει με φιλοσοφικώς τεκμηριωμένα επιχειρήματα και όχι με κοινότοπα αναθέματα που συναντούμε στην πολιτική αντιπαράθεση. Ετσι αυτός – με δεδομένο πως η «χρυσή εποχή» της σοσιαλδημοκρατίας έχει τελειώσει, λόγω της παγκοσμιοποίησης και της εξόδου από το καλούπι άσκησης πολιτικής στο εθνικό κράτος αλλά και εξαιτίας της επιτυχημένης ιδεολογικής επίθεσης του νεοφιλελευθερισμού – αναζητεί νέους δρόμους πολιτικών που θα εκφράζουν τη λαϊκή κυριαρχία σε παγκόσμιο και όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο. «Με άλλα λόγια, εφόσον η κεϊνσιανή πολιτική δεν είναι εφαρμόσιμη σε μη εθνικό επίπεδο, η πολιτική υπέρ της κοινωνίας θα μπορούσε να αναζητηθεί σε ένα υπερεθνικό και διεθνικό πεδίο, όπως αυτό της ευρωπαϊκής ενοποίησης» (σ. 23). Η αδυναμία όμως να γίνει κάτι τέτοιο άμεσα οδήγησε τη σοσιαλδημοκρατία να αποδεχθεί τα αξιώματα του οικονομικού φιλελευθερισμού. Από εκεί όπου ξεκινά η ταύτιση και όχι οι «συγκλίσεις» των δύο μεγάλων πόλων, ξεκινά και η κρίση της πολιτικής. Ο συγγραφέας όμως σε πολλά σημεία του βιβλίου τάσσεται υπέρ των επιμέρους συγκλίσεων. Ταυτοχρόνως όμως αυτό που διαπερνά εγκάρσια το βιβλίο είναι η αγωνία της φιλοσοφικής τεκμηρίωσης μιας αριστερής και σοσιαλδημοκρατικής απάντησης στη νεοφιλελεύθερη κυριαρχία επί της πολιτικής ή με άλλα λόγια μια απάντηση στην κυριαρχία των ανεξέλεγκτων αγορών επί του κοινωνικού κράτους.
Η ιδέα ότι η αγορά αποτελεί αυτορρυθμιζόμενο μηχανισμό είναι το πολιορκητικό κανόνι από το οποίο εκτοξεύονται τα πυρά κατά του κοινωνικού κράτους, το οποίο δήθεν αδυνατεί να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός θεώρησε το κοινωνικό κράτος υπεύθυνο για τις υψηλές δαπάνες που υποσκάπτουν την ανάπτυξη, αλλά και απειλή για τις ατομικές ελευθερίες. Και κάτι ακόμη. Και ως ανήθικη στάση, γιατί γεννά τεμπέληδες που ζουν εις βάρος των υπολοίπων. Ο συγγραφέας ανταπαντά πως χωρίς κράτος πρόνοιας δεν έχουμε ούτε κράτος δικαίου. Το κοινωνικό κράτος είναι συνέχεια του φιλελεύθερου κράτους δικαίου. Αυτά τα δύο πάνε πακέτο. Αλλά χωρίς αυτά δεν έχουμε και δημοκρατία, αφού αυτή δεν υπάρχει σε συνθήκες όπου «οι ελευθερίες» υποβαθμίζουν την ισότητα. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι φορτισμένος με το πάθος για τις ατομικές ελευθερίες, και κυρίως αυτή της ιδιοκτησίας, και αποφορτισμένος από το ενδιαφέρον για τη μείωση των ανισοτήτων, αλλά και την ίδια τη δημοκρατία. Απέναντι στην οποία είναι ιδιαιτέρως επιφυλακτικός, αν όχι σαφέστατα αρνητικός. Αντιθέτως, κατά τον συγγραφέα, ο πολιτικός φιλελευθερισμός και η δημοκρατία βλασταίνουν μαζί. Γι’ αυτό δεν «συλλογάται» μεταρρυθμιστική και δημοκρατική Αριστερά, την οποία να μη διαπερνά εγκάρσια το πνεύμα του πολιτικού φιλελευθερισμού.
Μεταρρυθμιστική και δημοκρατική Αριστερά
Αφού πρώτα τονίζει πως δεν υπάρχει δεξιά και αριστερή σοσιαλδημοκρατία, αλλά ότι αυτή ανήκει εν συνόλω στην οικογένεια της Αριστεράς, αναζητεί στη φιλοσοφική πολιτική σκέψη αριστερές απαντήσεις στον νεοφιλελευθερισμό. Αυτή όμως η αναζήτηση δεν γίνεται για να ικανοποιήσει τις δικές του φιλοσοφικές ανησυχίες, αλλά για να χαράξει τις συντεταγμένες των πολιτικών που οφείλει να ακολουθήσει η μεταρρυθμιστική και δημοκρατική Αριστερά για να βγει τόσο αυτή από τα αδιέξοδά της, όσο και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Ετσι εδώ «βουτά» στη διαλεκτική σχέση μεταξύ ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Τα πρώτα απαντούν στο αίτημα των ατομικών ελευθεριών και συγκροτούν την ιδιωτική σφαίρα, αλλά χωρίς τα δεύτερα, που συγκροτούν τη δημόσια σφαίρα, δεν υπάρχει απάντηση στις ανάγκες των αδυνάμων. Και αν για τον νεοφιλελευθερισμό μικρό το κακό, για την κοινωνία και την πολιτική, αλλά και για την προαναφερθείσα Αριστερά, το κακό είναι τεράστιο. Γιατί, όπως παραστατικά γράφει ο συγγραφέας, κράτος δικαίου και κράτος πρόνοιας – και όχι το νεοφιλελεύθερο δίχτυ προστασίας – είναι πυλώνες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Βεβαίως και είναι αλήθεια πως η συλλογική ισότητα των πολιτών χωρίς την ατομική ελευθερία και τα δικαιώματά τους είναι κάτι που πάσχει σοβαρά στις προϋποθέσεις του. Η απολυτοποίηση των ατομικών ελευθεριών οδηγεί σε αντιλήψεις που θέλουν τις εταιρείες να υποκαθιστούν την πολιτική δράση και να οδηγούν κατευθείαν στο στόμα της Ακροδεξιάς. Η αρχή της ελευθερίας είναι έωλη χωρίς να συμπληρώνεται από την αρχή της ισότητας. Αρχή που ξεχνά συχνά ακόμη και η Αριστερά. Τα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες, όπως αυτή της ιδιοκτησίας, αν αφεθούν ανεξέλεγκτα, δημιουργούν συνθήκες πολέμου όλων έναντι όλων. Τα κοινωνικά και συλλογικά δικαιώματα δεν είναι εμπορεύματα, αλλά δικαιώματα που είναι συνταγματικώς κατοχυρωμένα και ως τέτοια πρέπει να εφαρμόζονται.
Για να γίνεται όμως κάτι τέτοιο χρειάζεται να επιστρέψουμε και στη διάκριση Αριστερά – Δεξιά, γιατί χωρίς αυτήν, όπως εμφατικά τονίζει ο Δημητρίου, δεν υπάρχει και η διάκριση πρόοδος – συντήρηση. Ο λόγος γι’ αυτές τις διακρίσεις δεν είναι «φιλολογικός» αλλά ιδιαιτέρως πολιτικός. Χωρίς αυτές κινδυνεύουμε να απολέσουμε την αδιαπραγμάτευτη αξία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Χωρίς αυτήν η πολιτική γίνεται μπίζνες και εκείνοι που καλούνται να υλοποιήσουν αυτή την πολιτική είναι οι μεγάλες εταιρείες, οι techno bosses, οι τεχνοκράτες και εσχάτως – θα πρόσθετα – οι ίδιοι οι πλούσιοι.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί σε πολλά σημεία τον αμφιλεγόμενο όρο «δημοκρατικός σοσιαλισμός». Εχω τις ενστάσεις μου. Βεβαίως από την πρώτη στιγμή σπεύδει να τονίσει πως δεν τον εννοεί ως «αλλαγή πολιτεύματος» ή, όπως πολλοί τον θεωρούν, ως τελικό στόχο. Για να μη τον διαστρεβλώσω, θα μείνω εδώ ακριβώς σε αυτά που ο ίδιος γράφει: «Ο δημοκρατικός σοσιαλισμός έχει ως συντακτική αρχή της ιδεολογικής και πολιτικής του οργάνωσης την πολιτική δημοκρατία με κοινωνική δικαιοσύνη, η οποία θα είναι και οργανωτική αρχή για τη συνάρθρωση της σχέσης τριών πεδίων: εθνικό – ευρωπαϊκό – παγκόσμιο» (σ. 247). Ο δημοκρατικός σοσιαλισμός του Στέφανου Δημητρίου δεν έχει καμία σχέση με τον «δημοκρατικό σοσιαλισμό» εκείνων που τον βλέπουν ως εναλλακτικό σύστημα ή πολίτευμα στον δημοκρατικό καπιταλισμό. Εδώ ο τόνος πέφτει στη δημοκρατία και όχι στον σοσιαλισμό. Αντιθέτως, είναι ο νεοφιλελευθερισμός που αμφισβητεί τη δημοκρατία. Η δημοκρατική και μεταρρυθμιστική Αριστερά, ασκώντας σε παγκόσμιο επίπεδο πολιτικές προοδευτικής φορολογίας κερδών, περιουσιών και κληρονομιών, καλείται να ενισχύει την πολιτική κοινωνική πρόνοια και να προσέχει τους θεσμούς του κράτους δικαίου ως κόρην οφθαλμού. Δίνει όμως μεγάλο βάρος και σ’ αυτό που αποκαλεί οικολογικό πατριωτισμό και δημοκρατικό ρεπουμπλικανισμό ως αναπόσπαστα τμήματα των πολιτικών αυτής της Αριστεράς. Ταυτοχρόνως όμως ο συγγραφέας κάνει έκκληση για την αλλαγή προς το δημοκρατικότερο των πολιτικών κομμάτων και για την αναβάθμιση των κοινοβουλίων αλλά και για την πολιτικοποίηση των παγκόσμιων οικονομικών θεσμών και οργανισμών. Δύσκολα πράγματα; Βεβαίως και δύσκολα, αλλά ποιος ισχυρίζεται πως η πολιτική, και ιδίως η αριστερή πολιτική που θέλει τα πράγματα ν’ αλλάζουν υπέρ των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων, είναι μια απλή εξίσωση; Είναι ένας δύσκολος δρόμος. Και αβέβαιος ως προς τις διαδρομές που οφείλονται να ακολουθηθούν, αλλά και όσον αφορά τον προορισμό, ο οποίος βεβαίως ποτέ δεν είναι νομοτελειακός ούτε τελικός.
Θα περίμενε κανείς ο επίλογος του βιβλίου να αποτελεί μια απλή σύνοψη όλων όσα αναφέρθηκαν στο κύριο σώμα. Ο συγγραφέας και εδώ μας εκπλήσσει. Γράφει για το ποιο δημόσιο σχολείο πρέπει να διεκδικήσει η Αριστερά. Ενα σχολείο που θα βραβεύει όλους όσοι θέλουν να προχωρήσουν, αλλά και δεν θα πετά στο περιθώριο όλους όσοι δεν έχουν τη βούληση ή τις ικανότητες για κάτι τέτοιο. Και εδώ μεγάλος είναι ο ρόλος που καλούνται να παίξουν οι ανθρωπιστικές επιστήμες. Υστερα απ’ όλα αυτά αμφιβάλλω αν υπάρχει κανένας που δεν θα ενδιαφερθεί να διαβάσει αυτό το βιβλίο.
Στέφανος Δημητρίου
Η πολιτική
σε κρίση
Εκδ. Πόλις, 2025, σελ. 304
Τιμή 17,70 ευρώ







