Μπορεί στην Ευρώπη να μας ανησυχούν ο εμπορικός πόλεμος με τις ΗΠΑ, το μέλλον του ΝΑΤΟ και ο πόλεμος στην Ουκρανία, όμως οι δυο παράλληλοι οικονομικοϊδεολογικοί πόλεμοι που διεξάγει αυτήν την περίοδο ο Ντόναλντ Τραμπ με δύο από τις σημαντικότερες περιφερειακές δυνάμεις του παγκόσμιου Νότου, τη Βραζιλία και τη Νότια Αφρική, ενδέχεται να έχουν εξίσου σημαντικές συνέπειες για το μέλλον της διεθνούς πολιτικής.
Αν με την ΕΕ ο Τραμπ χρησιμοποίησε τους δασμούς για οικονομικά κέρδη, με αυτές τις δυο χώρες ο εμπορικός πόλεμος έχει πολιτική στόχευση. Στη Βραζιλία ο Τραμπ τον συνδέει ευθέως με την άρση της δίωξης εναντίον του πρώην προέδρου και φίλου του Ζαΐρ Μπολσονάρο για την εξέγερση εναντίον του αποτελέσματος των εκλογών του 2022. Οι ΗΠΑ επέβαλαν επίσης προσωπικές κυρώσεις στον δικαστή που χειρίζεται την υπόθεση του Μπολσονάρο. Στη Νότια Αφρική, από την άλλη, οι δασμοί επιβλήθηκαν ως τιμωρία στον πρόεδρο Ραμαφόζα, ο οποίος αρνήθηκε τις κατηγορίες του Τραμπ ότι η λευκή μειονότητα της χώρας υφίσταται «γενοκτονία».
Οι ομοιότητες των δύο περιπτώσεων είναι πολλές. Από τη μια μεριά, υπάρχει μια προφανής γεωπολιτική διάσταση, με δεδομένη τη στάση και της Μπραζίλια υπό τον αριστερό πρόεδρο Λούλα και της Πρετόρια σε διάφορα διεθνή θέματα. Και οι δύο χώρες διατηρούν ισχυρές σχέσεις με μη δυτικές δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ινδία, αλλά και με αντιπάλους των ΗΠΑ όπως η Ρωσία και το Ιράν. Η στάση τους στο Παλαιστινιακό επίσης αντίκειται στις αμερικανικές θέσεις.
Υπάρχει όμως και μια ιδεολογική διάσταση στις πράξεις του Τραμπ, ίσως γιατί και οι δύο χώρες αποτελούν μικρογραφίες των ΗΠΑ. Δύο μεταποικιακές κοινωνίες με σκληρό δικτατορικό παρελθόν, στη Βραζιλία και τη Νότια Αφρική συναντάει κανείς βαθιές και επικαλυπτόμενες οικονομικές και φυλετικές ανισότητες και μια κουλτούρα βίας που σε πολλά θυμίζουν τις ΗΠΑ. Είναι επίσης χώρες βαθιά διχασμένες πολιτικά και ιδεολογικά, αν και παραδόξως ίσως λιγότερο από τις ΗΠΑ: οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι στη Βραζιλία υπάρχει ευρεία συσπείρωση γύρω από τον Λούλα κατά του Τραμπ, ενώ στη Νότια Αφρική για πρώτη φορά μετά το 1994 το κυρίαρχο Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο συνυπάρχει σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας με κόμματα που εκπροσωπούν τα συμφέροντα των λευκών.
Δεν είναι λοιπόν παράξενο που στον Μπολσονάρο και σε ριζοσπαστικά στοιχεία της λευκής μειονότητας στη Νότια Αφρική με διασυνδέσεις με τη ρατσιστική Δεξιά στις ΗΠΑ ο Τραμπ βλέπει ένα μέρος του εαυτού του. Ταυτόχρονα αυτή η ιδεολογική σύνδεση έχει και γεωπολιτική σημασία καθώς η φιλοτραμπική Δεξιά (πολύ ισχυρότερη στη Βραζιλία από ό,τι στη Νότια Αφρική) είναι η μόνη δύναμη και στις δύο χώρες που θα τις ήθελε μέρος όχι του ανερχόμενου παγκόσμιου Νότου αλλά μιας φυλετικά οριζόμενης Δύσης υπό την ηγεμονία του Τραμπ. Οσο και αν οι άκομψες ενέργειες του Τραμπ αντιμετωπίζονται από το κατεστημένο των ΗΠΑ με αμηχανία, οι μέθοδοί του δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να προωθούν τα αμερικανικά συμφέροντα.
Κόντρα σε παλαιότερες υποσχέσεις του ότι σέβεται την αρχή της εθνικής κυριαρχίας για όλους, ο Τραμπ επομένως δεν αναιρεί αλλά επανακαθορίζει τους όρους της παγκόσμιας επιρροής των ΗΠΑ. Καθώς η αμερικανική στρατιωτική και οικονομική μονοκρατορία υποχωρεί, υποκαθίσταται από έναν νέο τύπο εξάρτησης που στηρίζεται στην εξαγωγή της εσωτερικής πόλωσης των ίδιων των ΗΠΑ και την ευθεία παρέμβαση στην εσωτερική πολιτική άλλων χωρών, κάτι που είδαμε και στο φλερτ του Τραμπ με την ευρωπαϊκή Ακροδεξιά. Και δεν είναι μόνο ο Τραμπ. Αντίστοιχη εξαγωγή επιρροής από την Αριστερά λαμβάνει χώρα στον χώρο της τέχνης, της διανόησης και της μαζικής κουλτούρας: θανάσιμοι εχθροί του Τραμπ στο εσωτερικό των ΗΠΑ φυσικά, αλλά ανομολόγητοι σύμμαχοι στη διαδικασία ανανέωσης της αμερικανικής ηγεμονίας στο εξωτερικό.
Οι πράξεις του Τραμπ στη Βραζιλία και τη Νότια Αφρική εκ πρώτης όψεως αποτυγχάνουν, καθώς επιταχύνουν τη στοίχιση των δύο χωρών με την Κίνα και την Ινδία. Στο ιδεολογικό πεδίο όμως οι συνέπειες είναι βαθύτερες. Ο Τραμπ χαράσσει νέες γεωπολιτικές διαχωριστικές γραμμές με ιδεολογικούς όρους που διατρέχουν εθνικά σύνορα και εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις. Είναι μια μέθοδος αναπαραγωγής της αμερικανικής ηγεμονίας πολύ διαφορετική από το όραμα ενός πολυπολικού πλουραλισμού που ο Τραμπ προωθούσε στην πρώτη του θητεία και είχε βρει απολογητές ακόμα και σε μερίδα της ευρωπαϊκής Αριστεράς.
Ο Αγγελος Χρυσόγελος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο London Metropolitan University







