Χθες ήταν η Παγκόσμια Ημέρα Τρίτης Ηλικίας. Ομως για να υπάρχει «τρίτη ηλικία» θα έπρεπε να υπάρχει και πρώτη και δεύτερη. Ε, δεν υπάρχει. Απλά, είναι ένας πολιτικά ορθός όρος για τους ηλικιωμένους. Τώρα ποιοι θεωρούνται ηλικιωμένοι άλλη ιστορία. Πικρή. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει βιολογικός ή κοινωνικός ορισμός άρα και διαχωρισμός. Θεωρητικά, λένε ότι ο όρος αναφέρεται σε άτομα που πλησιάζουν ή έχουν ξεπεράσει το προσδόκιμο ζωής. Με δεδομένο ότι στην Ελλάδα είναι λίγο πριν τα 82 χρόνια, άτομα τρίτης ηλικίας θα έπρεπε να θεωρούνται οι άνω των 80 ετών. Ερχεται όμως ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και μας λέει ότι η τρίτη ηλικία, στον δυτικό κόσμο, ξεκινά από τα 65, δηλαδή συμπίπτει, περίπου, με την ηλικία της συνταξιοδότησης. Ανω των 65 είναι, σήμερα, όσοι γεννήθηκαν πριν από το 1958. Που σημαίνει ότι ο «αφρός» της τρίτης ηλικίας αντιστοιχεί στους μπούμερς, στην πρώτη γενιά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που γεννήθηκε από το 1946 έως το 1964. Είναι η γενιά στην οποία ανήκω και που αγαπούν να μισούν οι νεότεροι. Επειδή υποτίθεται ότι ενώ εμείς ζήσαμε εύκολη ζωή, αφήσαμε πίσω μας ρημάδια. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα μας.

Αναρωτιέμαι ωστόσο τι σηματοδοτεί σήμερα η ηλικία (εκτός από τα τριξίματα που ακούς όταν σηκώνεσαι το πρωί από το κρεβάτι – και που δεν προέρχονται από το κρεβάτι). Θυμάμαι μια συζήτηση που είχα πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια με το στέλεχος μιας πολυεθνικής εταιρείας (με έδρα το Παρίσι) καλλυντικών. Το θέμα μας ήταν οι έρευνες σε σχέση με τα καταναλωτικά ήθη που έκαναν κάθε τόσο και στις οποίες η ηλικία ήταν, έως τότε, η βασική κατηγοριοποίηση. «Αυτό πλέον δεν ισχύει» μου είχε πει «και εμείς θα αντικαταστήσουμε αυτόν τον διαχωρισμό με κάποιον άλλον. Οι άνθρωποι που είναι σήμερα πενήντα ετών ψωνίζουν από τα ίδια καταστήματα, τα ίδια προϊόντα με τους 25άρηδες. Κι εγώ με τον έφηβο γιο μου, που φοράμε πια το ίδιο νούμερο παπούτσι, μπερδεύουμε πλέον τα Caterpillar μποτάκια μας».

Είκοσι χρόνια μετά, στην Ελλάδα, οι μετρήσεις τηλεθέασης εξακολουθούν να χωρίζουν το τηλεοπτικό κοινό σε δυναμικό και σε κάτι άλλο, «αβάπτιστο» αφού δεν έχει όνομα, απλά συνδιαμορφώνει το γενικό σύνολο – και δημιουργεί μεγάλες ανατροπές. Εως το 2018, το δυναμικό κοινό αντιστοιχούσε στις ηλικίες από 15 έως 44, πλέον ανέβηκε στα 18 έως 54. Ναι, ξέρω αφορά κυρίως τους διαφημιστές. Σε ένα διαφημιστικό περιβάλλον όμως που κυριαρχούν εταιρείες παροχής ενέργειας, αυτοκίνητα, απορρυπαντικά και ψωμιά του τοστ ποιες ηλικίες έχουν μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη; Οι εικοσάρηδες ή οι πενηντάρηδες;

Αχ, πού ‘σαι νιότη που ‘λεγες…

Θυμάμαι, στα δικά μας νιάτα, ότι λέγαμε γερόντια τους 50άρηδες και τους 60άρηδες. Και πριν καλά καλά φτάσουμε στη δεκαετία του 1990 θεωρούσαμε τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τον Λεωνίδα Κύρκο «δεινόσαυρους» της πολιτικής, θέλαμε να φύγουν για να ανατείλει το καινούργιο. Και, κάποτε, ανέτειλε. Και αποδείχθηκε λιγότερο ρηξικέλευθο και πιο συντηρητικό από το παλιό. Και φτάσαμε στο σήμερα, άντε, στο λίγο πριν. Με τον 45χρονο, τότε, Αλέξη Τσίπρα να μιμείται τη φωνή του Ανδρέα Παπανδρέου και τον 35χρονο τώρα Στέφανο Κασσελάκη να λέει ότι πατά πάνω στην παρακαταθήκη του.

Τι είναι τελικά η ηλικία; Βιολογική μέτρηση ή νοοτροπία; Οχι, δεν θα κάνω το χατίρι στους συνομηλίκους μου. Δεν είναι νοοτροπία ή τουλάχιστον μόνο νοοτροπία. Είναι κι εκείνο το τρίξιμο το πρωί που ανέφερα πριν και το μούδιασμα στα δάχτυλά μου ύστερα από μιάμιση ώρα πληκτρολόγησης, που στα νιάτα μου βάραγα επί έξι ώρες κάτι αφόρητα σκληρές γραφομηχανές.

Εψαξα να βρω κάποιον ορισμό της τρίτης ηλικίας και της νιότης, ουδείς με γοήτευσε. Θυμάμαι μόνο ότι, στα νιάτα μου, η γνώση που προερχόταν από μεγάλους, μου έδινε την αίσθηση σοφίας και αυτό ήταν αντιπαθές. Μεγάλωσα αρκετά για να συνειδητοποιήσω ότι η γνώση είναι γνώση απ’ όπου κι αν προέρχεται.