Στο μεσαιωνικό χωριό Νόμπερ η πανούκλα ωθεί τους ανθρώπους να κλειστούν στα σπίτια τους και να «απελευθερώσουν» πάθη και ορμές. Πίσω από τοίχους, μέσα σε κλειστοφοβικά δωμάτια τα ζώα υφίστανται τη βία, οι αδύνατοι υποτάσσονται στους ισχυρούς, τα κόκαλα των νεκρών πωλούνται για λίπασμα στους Κέλτες. Παράλληλα ο Οσπρεϊ ντε Φουνκλ πλησιάζει στο χωριό με την κουστωδία του για να αγοράσει τα εδάφη εκμεταλλευόμενος τη συγκυρία της επιδημίας – εισαγωγή στην εποχή της αυτοκρατορίας που θα ακολουθήσει. Ο Φέιγκαν στήνει ένα σύμπαν στα όρια του ιστορικού χρόνου, των θρύλων, του φανταστικού και γκροτέσκου, όπου τα σύμβολα κυριαρχούν και ταυτόχρονα παρερμηνεύονται. Με τα λόγια της ηρωίδας Νάσα: «Ο κόσμος όλος πεθαίνει, κι όταν πεθαίνει ο κόσμος, η μαγεία και τα πνεύματά του εξαϋλώνονται πιο γρήγορα απ’ ό,τι τα σάρκινα πλάσματα. Παρ’ όλα αυτά, τα πάντα είναι γεμάτα σύμβολα, που πολλαπλασιάζονται γύρω μας και επιμένουν, αλλά ακόμα κι έτσι είναι όλα νεκρά».
Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από εικόνες ενός μυθικού τόπου, όπου η πραγματικότητα συνδυάζεται με το ανοίκειο, η βία κυριαρχεί, οι χαρακτήρες μεταχειρίζονται τη γλώσσα σαν «όπλο». Τι σου άρεσε να διαβάζεις όταν ήσουν μικρότερος;
Διάβαζα πολλές περιπέτειες και λογοτεχνία του φανταστικού. Τα κλασικά έργα μπήκαν στη ζωή μου την περίοδο της εφηβείας – ήταν τότε, ας πούμε, που ανακάλυψα τους μοντερνιστές. Κράτησα προφανώς αρκετά στοιχεία από εκεί και σήμερα αναρωτιέμαι γιατί μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης λογοτεχνίας είναι τόσο «στεγνό», αν μπορώ να το πω έτσι. Αναζητώ λοιπόν πάντα το μυθιστόρημα όπου κάτι συμβαίνει, όπου υπάρχει δράση, ένταση ή χιούμορ. Γι’ αυτό ένας φίλος μου μού είπε πρόσφατα ότι «κατά βάθος παραμένεις ρομαντικός». Διάβασα, για παράδειγμα, Σαίξπηρ πρώτη φορά στα 14 μου και από τότε αναρωτιέμαι γιατί δεν ψάχνουμε όλοι αυτή τη γλώσσα όπου όλα συμβαίνουν σε ένα ανώτερο επίπεδο φαντασίας και μαγείας. Γιατί, αντιθέτως, φοβόμαστε τη δραματικότητα, την οποία κάποιοι αισθάνονται σαν ντροπή; Σίγουρα πάντως κρατάω και στοιχεία από τον κινηματογράφο, που με έναν τρόπο είχαν επίδραση πάνω μου όλα αυτά τα χρόνια: το «Alien» και το «The Thing», σίγουρα. Πολύ «κλειστά» κάδρα και πολλή δράση. Ξαναείδα μάλιστα τις ταινίες δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του «Νόμπερ» και είπα μέσα μου ότι προφανώς είχαν μεγάλη επίδραση.
Η δράση λοιπόν στο βιβλίο τοποθετείται στον 14ο αιώνα. Προφανώς θα έχεις κάνει έρευνα για να αποδώσεις το ιστορικό περιβάλλον, αλλά φαίνεται ότι δεν επιμένεις σε λεπτομέρειες. Σαν να μην ήθελες να παραφορτώσεις με πληροφορίες το μυθιστόρημα. Ισχύει;
Δεν γνώριζα τίποτε για την πανώλη στην Ιρλανδία του 1348. Αλλά διάβασα το ομότιτλο βιβλίο του Φίνμπαρ Ντουάιερ κι έμεινα κατάπληκτος. Συνέχισα φυσικά με αρκετά βιβλία, επειδή στην Ιρλανδία υπάρχει ένα παράδοξο: δεν διαθέτουμε πολλά αρχεία, επειδή καταστράφηκαν στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου. Ο κανόνας για μένα είναι να μη διαβάζω πολλή Ιστορία γιατί καταστρέφει τη φαντασία και να αντλώ πληροφορίες από θρύλους και παραμύθια ή βιβλία για την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Δεν μου αρέσουν τα ιστορικά μυθιστορήματα, παρόλο που κάποιος θα μπορούσε να πει ότι και το «Nόμπερ» και το επόμενο που γράφω ανήκουν στο είδος.
Τι είναι αυτό που σε απωθεί στο ιστορικό μυθιστόρημα;
Προσπαθεί να πάρει θέση – πολιτική θέση, για παράδειγμα. Εχει πολύ διδακτισμό, ο οποίος απλώς μεταμορφώνεται και «μεταφέρεται» σε μια ιστορική εποχή. Αυτό που ένιωσα ότι μπορούσα να καταφέρω με το «Νόμπερ» είναι μια αίσθηση παρόντος χρόνου. Σαν να μπορούσε ο αναγνώστης να μεταφερθεί και να ζήσει μέσα στον μυθιστορηματικό κόσμο, όπου, μεταξύ μας, λίγα πράγματα συμβαίνουν. Αν υπήρχε μια επιρροή, ήταν μάλλον από θεατρικά παρά από ιστορικά κείμενα. Μου φάνηκε ξαφνικά πολύ ενδιαφέρον το θέατρο Νο της Ιαπωνίας για πράγματα που ήθελα να αποδώσω, αλλά και το κείμενο του Αντονέν Αρτό «Το θέατρο και το είδωλό του» – εξαιρετικό! Σήμερα λοιπόν ξέρω πολλά για τον 14ο αιώνα στην Ιρλανδία, αλλά δεν θα τα χρησιμοποιούσα για να γράψω ένα μυθιστόρημα. Αν μάλιστα είχα τη δυνατότητα – που δεν την έχω, επειδή αφορά τον εκδότη -, δεν θα έγραφα στο οπισθόφυλλο ότι η δράση εξελίσσεται στον 14ο αιώνα.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2019, οπότε κανένας δεν μπορεί να σε «κατηγορήσει» ότι εκμεταλλεύτηκες την πανδημική κρίση. Προφανώς θα πήρε μια τέτοια διάσταση, αλλά και πάλι δεν φαίνεται να σε αφορά η προσαρμογή του ιστορικού χρόνου ώστε να «σχολιάζει» το παρόν.
Εγραψα το βιβλίο το 2016-2017, μια περίοδος που έμοιαζε ταραχώδης και φρενήρης. Ο δημόσιος λόγος είχε ένταση, αλλά την ίδια στιγμή δεν διακρινόταν για κάτι ουσιώδες. Ενιωσα κάπως απογοητευμένος από τη δημόσια συζήτηση, όπως και από τον διάλογο για την τέχνη. Εγραψα λοιπόν το «Νόμπερ» για θέματα που κατατάσσουμε στα «διαχρονικά» – πώς αντιμετωπίζεις, για παράδειγμα, την έννοια του θανάτου για να δώσεις νόημα στη ζωή. Σαν να έπαιρνα απόσταση από την εφήμερη συζήτηση. Αλλά ύστερα έφτασε η COVID. Και το βιβλίο αναπόφευκτα απέκτησε μεγαλύτερη σύνδεση με την πανδημία. Δεν μπορούσα να το ελέγξω.
Η ιστορία μετατοπίζεται συνεχώς από τον ανοιχτό χώρο της φύσης σε στενά δωμάτια ενός χωριού δημιουργώντας την αντίστοιχη κλειστοφοβική ατμόσφαιρα. Πώς έφτασες σε αυτή τη «σκηνογραφία»;
Το βασικό στοιχείο προέρχεται από την πραγματικότητα του παρελθόντος: ο εγκλεισμός στα σπίτια ήταν ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασαν οι άνθρωποι στην επιδημία του 14ου αιώνα. Αλλά προφανώς υπάρχει και μια αίσθηση που με αφορά προσωπικά ως συγγραφέα. Το γεγονός ότι νιώθω ολοένα και πιο μόνος με την επέλαση του Διαδικτύου και των smartphones. Γι’ αυτό δεν μπορούσα να διαχειριστώ όλη αυτή τη δημόσια συζήτηση που επανερχόταν. Εκλεισα λοιπόν τους διαύλους και απομονώθηκα στον εαυτό μου. Ούτε κι αυτό το ήξερα, φυσικά! Επρεπε να μάθω από την αρχή πώς ζεις μόνος.
Ενας από τους «πρωταγωνιστές» του βιβλίου είναι προφανώς το ίδιο το Νόμπερ. Ποιοι είναι οι δικοί σου αγαπημένοι λογοτεχνικοί τόποι, αυτοί που ανήκουν στους συγγραφείς τους;
Αλλάζουν πάντα. Στα 20 μου ανακάλυψα τη λογοτεχνία της Καραϊβικής και με είχε συναρπάσει. Στη συνέχεια με τράβηξε η «λογοτεχνία της θάλασσας». Σήμερα θα έλεγα ότι με ελκύει περισσότερο απ’ όλα η «americana» – το τοπίο της Φλόριντα με την υγρασία και τα τζουκ μποξ. Σε γενικές γραμμές θα έλεγα ότι η βορειοαμερικανική λογοτεχνία δεν έλειψε ποτέ από τα ενδιαφέροντά μου. Οπως και για πολλούς Ιρλανδούς. Αλλά ειδικά το φανταστικό τοπίο της ερήμου με τους ακροβολισμένους καουμπόι μπορεί να σε καθηλώσει. Ενα διαφορετικό, ωστόσο, τοπίο που αγαπώ είναι η Ιταλία των sixties, και μάλιστα το κινηματογραφικό.
Εχεις διαβάσει τον «Ματοβαμμένο μεσημβρινό» του Κόρμακ ΜακΚάρθι;
Δίκαιη ερώτηση! Λοιπόν, θα το πάρουμε απ’ την αρχή. Διάβασα όλα τα βιβλία του ΜακΚάρθι στα 17 μου και τον συνέκρινα μονίμως με τον Φόκνερ, τον οποίο υπεραγαπούσα. Εγραψα λοιπόν το “Νόμπερ” και πολλοί άνθρωποι μου έλεγαν ότι υπάρχει κάτι από ΜακΚάρθι. Στην αρχή αντιστεκόμουν. Ξαναδιάβασα όμως τον «Ματοβαμμένο μεσημβρινό» στα 30ά μου γενέθλια και, ναι, τώρα μπορώ να το πω: υπάρχει σίγουρα μεγάλη, ασυνείδητη, επιρροή. Χωρίς αμφιβολία, ο «Μεσημβρινός» είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί ποτέ. Είναι αυτό που λέμε: το μισώ που είναι τόσο καλό. Και αν υπάρχει μια συγγένεια, αφορά περισσότερο τον τρόπο που ο ΜακΚάρθι εστιάζει στα θέματα που θεωρεί ουσιώδη. Αυτό θέλω να κάνω κι εγώ, αν πρέπει να αφιερώσω τη ζωή μου στη λογοτεχνία.
Διόρθωσέ με αν κάνω λάθος, αλλά ο αφανής ήρωας είναι ο νεαρός Σίντζεν του Μπάροου: ένας ήρωας που δεν φέρεται με εγωισμό επειδή δεν έχει αυτογνωσία. Ποια είναι η σχέση σου με αυτόν τον ήρωα;
Θέλω να γίνω ο Σίντζεν! Νομίζω ότι έχετε δίκιο. Αυτός είναι ο ήρωάς μου. Είναι ο αθώος, ο “ηλίθιος” της λογοτεχνίας. Κατά την άποψή μου, ο Ντοστογέφσκι, για παράδειγμα, έπαιρνε ως πρότυπο αυτού του χαρακτήρα τον Ιησού – προσωπικά δεν το καταλαβαίνω όταν διαβάζω τη Βίβλο αλλά το ανακαλύπτω συνεχώς στα έργα του Ντοστογέφσκι. Είναι ένας τύπος στη ρωσόφωνη ανατολική λογοτεχνία και όχι μόνο: ο «ασταθής» ήρωας που δεν καταλαβαίνει πολλά από τις κοινωνικές νόρμες αλλά όταν μιλάει λέει κάτι σωστό.
Παρακολουθείς τη λογοτεχνία της γενιάς σου ή τις τάσεις της σύγχρονης παραγωγής;
Για τις τάσεις θα έλεγα όχι. Προσπαθώ να ακολουθώ, έτσι κι αλλιώς, τον δικό μου δρόμο: να αντιμετωπίζω τα μεγάλα ζητήματα στη διαχρονία τους. Οπως το έκανε ο Σαίξπηρ, αλλά προφανώς δεν θα γίνω Σαίξπηρ. Τα υπόλοιπα, με τις «σύγχρονες τάσεις», αντιστοιχούν κατά την άποψή μου στην έννοια της «κουλτούρας» – από την οποία θα προτιμούσα, για παράδειγμα, το χιπ χοπ. Διαβάζω όμως και γνωρίζω προσωπικά τους Ιρλανδούς της γενιάς μου. Ενα από τα καλύτερα βιβλία που είδα ήταν η συλλογή δοκιμίων «Minor Monuments» του Ιαν Μαλένεϊ. Αφορά την άνοια του παππού του, ο οποίος χάνει σταδιακά την επαφή με την πραγματικότητα. Την ίδια στιγμή ο συγγραφέας «αναπλάθει» την ιστορία του τόπου από τον οποίο κατάγεται ο παππούς. Ο τρόπος με τον οποίο εξισορρόπησε το στοιχείο της αληθοφάνειας με τον σεβασμό προς την οικογένειά του ήταν εκπληκτικός. Επειδή αρκετά συχνά σε αυτό το είδος του προσωπικού δοκιμιακού λόγου εντοπίζεις κείμενα απλώς αυτοαναφορικά, με τάση επιδειξιμανίας.
«Θα διαβάσω σοβαρά τον Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον»
Τι θα διαβάσεις στη συνέχεια;
Για πρώτη φορά θα διαβάσω μάλλον σοβαρά τον Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον. Και νιώθω τυχερός επειδή τον διαβάζω μετά την ολοκλήρωση του δεύτερου μυθιστορήματός μου. Αν τον είχα προλάβει νωρίτερα, θα έλεγα πάλι ότι με επηρέασε, όπως ο ΜακΚάρθι! Ηδη στην πρώτη επαφή νιώθω έκπληκτος με το πόσο καλός είναι. Σε μια εποχή μάλιστα και ένα είδος – περιπέτειες για παιδιά και νέους – που δεν χρειαζόταν να είναι τόσο καλός. Ενας άλλος συγγραφέας τον οποίο ξαναδιαβάζω είναι ο Γάλλος Μαρσέλ Σβομπ (σ.σ.: βιβλία του έχουν εκδοθεί από την «Αγρα» και την «Ερατώ»): ίσως ο καλύτερος συγγραφέας σύντομων ιστοριών που διάβασα τον τελευταίο καιρό.
Ανέφερες ήδη ότι και το δεύτερο μυθιστόρημά σου είναι «ιστορικό» με μία έννοια. Πάλι για την Ιρλανδία;
Οχι. Διαδραματίζεται στην ενδοχώρα της Λατινικής Αμερικής στα 1780-1790 και αφορά και την Καραϊβική. Το ολοκλήρωσα πέρσι τον Ιούνιο και επειδή ήταν μεγάλο έπρεπε να το κόψω. Περιμένω πλέον τις τελικές διορθώσεις του επιμελητή και ελπίζω να πουλήσω τα δικαιώματα. Αλλά δεν δουλεύω με συμβόλαιο, οπότε ξεκινάει από την αρχή η περιπέτεια…
Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον όντως: ποια είναι η θέση
ενός νεαρού συγγραφέα, κατά βάση ανεξάρτητου, μέσα στο σύστημα της εκδοτικής παραγωγής στη Βρετανία; Πώς επιβιώνει δηλαδή;
Οικονομικά δεν μπορεί να επιβιώσει κανείς μόνο από τα βιβλία. Οι άνθρωποι των εκδόσεων είναι καλοί μαζί μου, αλλά έρχομαι σε επαφή μαζί τους μόνο για την έκδοση και μετά εξαφανίζομαι. Η βιομηχανία έχει τα δικά της στάνταρ – «να ακολουθούμε τις τάσεις» -, αλλά έχω κι εγώ τα δικά μου, τα οποία θέλω να υπερασπιστώ. Οπότε δεν μπορώ να της χρεώσω όλα τα λάθη. Φτάνει κάποτε η στιγμή που πρέπει να ρωτήσεις τον εαυτό σου εάν επιδιώκεις τη μαζικότητα ή τους δικούς σου κανόνες. Και σε αυτό το πλαίσιο είναι δύσκολη μια έκδοση όπως το «Νόμπερ». Μπορεί να ακουστεί κάπως, αλλά η ζωή μας την ώρα της συγγραφής είναι σαν θυσία στον βωμό της λογοτεχνίας. Τώρα που δεν γράφω πρέπει να μάθω να ζω στην καθημερινότητα. Να αποκτήσω μια ρουτίνα. Είναι κι αυτό δύσκολο: τι κάνεις όταν τελειώσει ένα βιβλίο. Ειδικά όταν γράφεις τη μισή ζωή σου και η σύνδεση που έχεις αποκτήσει με τη λογοτεχνία είναι βιωματική και συναισθηματική.







