Πήγα για πρώτη φορά στην Επίδαυρο το 1954, ταξιδεύοντας από τη γενέθλια Λαμία με φορτηγό αυτοκίνητο που στην καρότσα του είχαν τοποθετηθεί τάβλες για καθίσματα. Συνταξιδεύσαμε περίπου δώδεκα άτομα, δύο κυρίες και μεταξύ των συνεπιβατών δύο φιλόλογοι. Ημουν τότε τελειόφοιτος Λυκείου με πατέρα φιλόλογο, τότε εκτός υπηρεσίας για τη συμμετοχή του στην Αντίσταση εναντίον των Γερμανών ως εφοδιάζων τους αντάρτες του Βελουχιώτη με τρόφιμα και φάρμακα που συνέλεγε με συνδρομές μυημένων πατριωτών. Ο πατέρας μου εξορίστηκε στην Ικαρία, διότι συνέδραμε τους μαχητές εναντίον των χιτλερικών τεράτων! Ο πατέρας μου δεν ήταν ιδεολογικά κομμουνιστής, αντίθετα, ήταν αφοσιωμένος ως εκπαιδευτικός (και το εξέφραζαν για χρόνια οι μαθητές του, επιστήμονες πια) στην αρχαία ελληνική ιδέα της Δημοκρατίας. Ευαγγέλιο του πατέρα μου (έτυχε να τον έχω και καθηγητή στο Γυμνάσιο Λαμίας) ήταν οι ιδέες του Περικλή στον «Επιτάφιο», τον οποίο και είχε μεταφράσει σε μια αναλυτική, ερευνητική μετάφραση, εγχειρίδιο διδασκαλίας του. Και η δική μου πρώτη μεταφραστική δοκιμή (σήμερα έχω μεταφράσει σχεδόν όλους τους τραγικούς και τον Αριστοφάνη) για χρόνια στην τάξη ως καθηγητή ήταν ο «Επιτάφιος».
Πρέπει κάποτε να τιμήσουμε γενναία πολιτικούς και φιλολόγους, σκηνοθέτες και ηθοποιούς που, κυρίως στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο, δημιούργησαν μια έξοχη παράδοση της σκηνικής ερμηνείας των τραγικών και του Αριστοφάνη. Οταν βρέθηκα φοιτητής στο Παρίσι, καθηγητές του Πανεπιστημίου χλεύαζαν τους έλληνες θεατρικούς δημιουργούς που τολμούσαν να πιστέψουν πως ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης παίζονται! Θυμάμαι σε ένα πάρτι φοιτητών στη Λυών, παρουσία καθηγητών, ένας ενήμερος φοιτητής, προς το τέλος του πάρτι, με παρακάλεσε να απαγγείλω τραγικούς. Είχα ήδη αριστεύσει χρόνια πριν με δάσκαλο τον Ροντήρη στην αγγελική ρήση των «Περσών» του Αισχύλου, στη μετάφραση του Γρυπάρη. Αυτόν έπαιξα στο πάρτι και οι καθηγητές και οι φοιτητές έμειναν άφωνοι που διαπίστωναν πως ο Αισχύλος, με γλώσσα ανάλογη με το ύφος και το κύρος της δικής του, μπορούσε να παρασταθεί ως μίμησις πράξεως!
Εκείνη την εποχή, γύρω στο 1950-55, τραγωδία παιζόταν από φοιτητές στο αρχαίο κείμενο σε εκδηλώσεις των πανεπιστημίων. Ενας «Οιδίπους τύραννος» που έφτασε στην Επίδαυρο το 1956, αν θυμάμαι καλά, ήταν μια αισθητικά φασίζουσα ερμηνευτική άποψη. Ο Χορός απάγγελνε και τραγουδούσε, όπως τα γερμανικά στίφη όταν έμπαιναν στην Αθήνα το 1941. Οταν το 1954 ο Ροντήρης, με «Ιππόλυτο» και «Ορέστεια», άνοιξε το Φεστιβάλ Επιδαύρου, οι ξένοι φιλόλογοι, και από κοντά οι δημοσιογράφοι, χλεύαζαν στην Ευρώπη.
Ημουν μαθητής του Ροντήρη και παρών στην Επίδαυρο και το 1954 και το 1955, όταν άρχισε ο θεσμός των Επιδαυρίων. Οι ξένοι τουρίστες ήταν όσοι έφερναν οι πράκτορες των τουριστικών γραφείων μετά τις επισκέψεις στην Ολυμπία και την Ακρόπολη. Και όσοι ξένοι έφταναν στην Επίδαυρο έγιναν θερμοί αγγελιαφόροι στη χώρα τους για το θαύμα της αναβίωσης του αρχαίου θεάτρου. Ο Ροντήρης με υποτροφία είχε σπουδάσει στη Γερμανία σκηνοθεσία, αλλά και αρχαία ελληνική φιλολογία με έξοχους ελληνιστές Γερμανούς. Εγραψα ήδη πως σε μια πανεπιστημιακή χρήση γίνονταν επιδείξεις με φοιτητές υποκριτές στο αρχαίο πρωτότυπο (στην ερασμιακή προφορά!) αρχαίων τραγωδιών. Ακόμη και σοφοί ελληνιστές δήλωναν σε μένα με πείσμα πως οι αρχαίοι τραγικοί δεν μπορούν να παίζονται σήμερα!
Στην Ελλάδα η απόπειρα σκηνικής δημιουργίας των τραγικών είχε δύο στην αρχή σχολές. Ο αρχαιομανής Λίνος Καρζής προσπαθούσε με αρχαιολογικά τεκμήρια να αναπλάσει μια αρχαία παράσταση, παίζοντας το έργο στο πρωτότυπο και αργότερα σε ένα μεταφραστικό ΑΝΑΛΟΓΟ. Ο Καρζής μετέφραζε Αισχύλο στα νέα ελληνικά του Ψυχάρη, αλλά «έπαιζε» μουσικά με αναλογίες φωνηέντων, προσπαθώντας να προφέρει ένα άλφα, π.χ., ως βραχύ ή ως μακρό, ανάλογα με τη θέση του στον στίχο και στο μέτρο. Μια μεταφραστική, θαυμαστή και συνάμα περιττή, ουτοπία που βασάνιζε κυρίως τους συνθέτες που εκαλούντο να γράψουν μουσική πάνω σε στίχους, άλλοτε με μακρό, άλλοτε με βραχύ άλφα, ύψιλον και γιώτα! Το ακουστικό αποτέλεσμα στο θέατρο για τον θεατή; Μια ανοίκεια μουσική εμπειρία. Καταλαβαίνει κανείς γιατί έγιναν λίγα χρόνια μετά λαϊκά τραγούδια στην Πλάκα οι μελοποιήσεις του Μάνου Χατζιδάκι στους «Ορνιθες» στην ερμηνεία του Κουν!
Ο Ροντήρης χαρακτηρίστηκε από τους αιφνιδιασμένους κριτικούς της εποχής ως γερμανομαθής και κανείς δεν αντελήφθη ότι οι ρυθμοί των χορικών στην «Ορέστεια» και στους «Πέρσες» έρχονταν από τους ρυθμούς της αρχαίας λειτουργίας της Ορθοδοξίας, όπως τους εκτελούσαν στις θρησκευτικές τελετές, στις κηδείες και στους Χαιρετισμούς, στα Αναστάσιμα και στον Επιτάφιο κάθε γειτονιάς της Ελλάδας. Αυτό το αντελήφθη ο Κουν και όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με το αρχαίο θέατρο, κατέφυγε σε παράλληλη με τον Ροντήρη παράδοση, στο δημοτικό τραγούδι και στις τελετές των πανηγυριών και της λιτανείας. Ιδού γιατί οι Ευρωπαίοι θεατράνθρωποι δεν έβρισκαν φόρμες για παράλληλες εμπειρίες στη θεατρική πρακτική. Η παιδεία τους είχε πίσω τα χορικά του Μότσαρτ, του Μπετόβεν και αργότερα του Βάγκνερ, ο οποίος, ως γνωστόν, την αρχαία φόρμα προσπάθησε επί ματαίω να μιμηθεί. Εξάλλου η ευρωπαϊκή παράδοση δεν μπορούσε να εμπνεύσει ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ με το ύφος και το ήθος του αρχαίου θεάτρου, όπως το μετέφερε το κείμενο στο πρωτότυπο. Μεταφρασμένη τραγωδία για χρόνια δίσταζαν να παρουσιάσουν οι Ευρωπαίοι, κι αυτό μόνο όταν «ζήλεψαν» τις ελληνικές παραστάσεις που ταξίδεψαν στα μεγάλα ευρωπαϊκά αμφιθέατρα. Οταν κάποιοι τολμηροί σκηνοθέτες το αποφάσισαν, ανέβασαν Αισχύλο και Σοφοκλή, όπως οι «Βαλκυρίες» του Βάγκνερ και η «Αλκηστη» του Γκουνό!
Ο Ροντήρης με καταγωγή από το Μεσολόγγι και ο Κουν με δάσκαλο τον Ρώτα, ο Ροντήρης με αναφορά στη λειτουργία και ο Κουν στο λαϊκό πανηγύρι, μας κληροδότησαν δύο λεωφόρους κυριολεκτικά, φόρμες της λαϊκής και θρησκευτικής τελετής.
Κάποιοι «Πέρσες» γερμανού σκηνοθέτη που ήρθαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του ΄60 στους παλαιότερους συμπολίτες μας θύμισαν με ανατριχίλα εμβατήρια Γερμανών, όταν μπήκαν ως κατακτητές στην Αθήνα. Βλέπετε, η ευρωπαϊκή θεατρική και μουσική παράδοση χάρισε τις λαϊκές φόρμες στη λαογραφία, ενώ στην Ελλάδα ένας Χορός της «Αντιγόνης» ή του Αριστοφάνη μπορούσε να χορέψει και συρτό και τσάμικο και χασάπικο, χωρίς να προδώσει τη λαϊκότητα της αρχαίας αισθητικής φόρμας. Ετσι σήμερα, από την Αμερική ως τη Σαχαλίνη, οι σκηνοθέτες δημιουργικά μιμούνται τον Καρζή, τον Ροντήρη, τον Κουν, τον Μουζενίδη και τον Βολανάκη.







