Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Το θεωρητικό έργο του Νικολάου Ανδρουλάκη θησαύρισε τη νεότερη δογματική του ποινικού δικαίου και φώτισε τη σκέψη γενεών ποινικολόγων της θεωρίας της πράξης. Τα στοιχεία της διδασκαλίας του, που καθιστούν διακριτή τη συμβολή του, είναι η κριτική και αναστοχαστική προσέγγιση των προβλημάτων ερμηνείας και εφαρμογής του ποινικού δικαίου. Η μετριοπάθεια και η σοβαρότητα καθιστούν το έργο του κανόνα και μέτρο ευθύνης για όσους τιμούν το πνεύμα που το διέπει. Ο Νικόλαος Ανδρουλάκης συνομιλεί με το παρελθόν των θεωριών, με το παρόν της καθημερινής δοκιμασίας τους και το μέλλον στο οποίο, όπως πιστεύει, οφείλει να συμβάλει η φιλοσοφία και η επιστήμη.
Από τη σκιαγράφηση ενός σοφού της σύγχρονης ποινικής σκέψης προκύπτει η ιστορική αξία της δημιουργού παρουσίας του στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, στην πλούσια βιβλιογραφική προσφορά του και στην ήπια αλλά σταθερή υπεράσπιση των αξιών του στα ακροατήρια των ποινικών δικαστηρίων. Στο πεδίο της επιβολής της ποινής, όπως έλεγε, «εμφανίζονται με μιαν οξύτητα που δεν απαντάται σε καμιάν άλλη περιοχή του πολιτικού βίου οι θεμελιώδεις αντιθέσεις: δύναμη και δίκαιο, ασφάλεια και ελευθερία, κράτος και άτομο». Γι' αυτό θεωρούσε ως πολιτισμικής σημασίας το γεγονός, ότι η τιμώρηση των εγκλημάτων γίνεται «μονάχα από ορισμένα κρατικά όργανα που παρέχουν ιδιαίτερες εγγυήσεις για μια αμερόληπτη και ασφαλή κρίση, δηλαδή από τους δικαστές, και μόνο κατά την οργανωμένη και πειθαρχημένη μορφή της δίκης». Η θεμελιώδης αρχή nullum crimen nulla poena sine processu. «Αυτή η θεμελιώδης αρχή αποτελεί ιστορικά μια από τις πρώτες κατακτήσεις του φιλελεύθερου πνεύματος στην περιοχή της ποινικής δικαιοσύνης και της δικαιοσύνης καθόλου».
Ο ήρεμος άνθρωπος και σκεπτόμενος δάσκαλος με την παρρησία που ασκούσε τα έργα του έλαβε σαφή θέση απέναντι σε μείζονα πολιτικά ερωτήματα, όπως είναι η εξουσία, η δημοκρατία και ο αναρχισμός. Σχετικά με τη νομιμοποίηση της «αυθεντίας» των κρατικών αρχών και οργάνων η τοποθέτησή του είναι κατηγορηματική: «η αναγνώριση της κρατικής εξουσίας (...) αποτελεί θυσία ελευθερίας (...). Η εξουσία είναι δικαιωμένη στο μέτρο που είναι αναγκαία (...). Η δικαιωμένη εξουσία είναι μια περιορισμένη εξουσία». Ο περιορισμός της εξουσίας συντελείται «μόνο με τη θέσπιση νομικών κανόνων που διαγράφουν φραγμούς, όρους και πλαίσια στην άσκησή της» και μέσα στα καθορισμένα πλαίσια «πρέπει να καταβάλλεται προσπάθεια ώστε να μην έχουμε περισσότερο Κράτος, δηλαδή εξουσία, απ' όσο είναι απαραίτητο, ούτε λιγότερη ελευθερία απ' όσο είναι εφικτό».
Ο ουσιαστικός σεβασμός της δημοκρατικής αρχής από τον Νικόλαο Ανδρουλάκη τον οδηγεί στην παραδοχή, ότι η ελευθερία της πολιτικής άποψης εκφράζει «το δημοκρατικό δικαίωμα του πολίτη να συμβάλει με τη γνώμη του στην κριτική εκτίμηση της διαχείρισης και καθόλου πορείας των κοινών και να συμμετέχει έτσι στην αέναη διακίνηση και διαπάλη των πολιτικών θέσεων και ιδεών, στην ελεύθερη και ανοιχτή πολιτική διαδικασία που αποτελεί ζωτικό στοιχείο της φιλελεύθερης πλουραλιστικής δημοκρατικής τάξεως (…) και αποτελεί καθαυτό συστατικό της μορφής του Πολιτεύματος μας σαν δημοκρατικού, στηριγμένου πάνω στο στέρεο έρεισμα της λαϊκής κυριαρχίας».
Η πεποίθηση για το απαραβίαστο της πολιτικής γνώμης επέτρεψε στο Νικόλαο Ανδρουλάκη να παραμείνει νηφάλιος και στο οριακό ζήτημα της ποινικής αντιμετώπισης των αναρχικών ιδεών: «Ο αναρχισμός είναι και αυτός μια πολιτική ιδεολογία, με κάποιες θετικές - ανθρώπινες όψεις και περισσότερες αρνητικές. Μια μακρυσμένη ουτοπία που η (ανέφικτη) πραγμάτωσή της διέρχεται από την πλήρη άρνηση των παραδεδομένων πολιτειακών και συνταγματικών δομών. Καμιάς πολιτικής ιδέας, ακόμη και της "ανατρεπτικότερης" η έκφραση και υποστήριξη δεν επιτρέπεται, στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατικής και πλουραλιστικής μας τάξεως, να καταπνίγεται με την απειλή και την επιβολή ποινής. Για τιμώρηση θα μπορούσε να γίνει λόγος μόνο μετά το "πέρασμα από την πράξη" από την πλευρά του αναρχικού».
Ο Νικόλαος Ανδρουλάκης υπήρξε η ασυμβίβαστη συνείδηση του νομικού απέναντι στη γενικευμένη αμφισβήτηση μιας εποχής οικουμενικών αλλαγών, απειλών και αναζητήσεων. Ο νομικός δεν αποδέχεται τις εύκολες απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα: δεν είναι η φυσική ατέλεια του έλλογου όντος, αλλά η συνείδηση της ευθύνης του, που ορίζει την ανθρώπινη συνθήκη. Ο Γεώργιος - Αλέξανδρος Μαγκάκης - «εν όπλοις δικαίου» πνευματικός σύντροφος και συνομιλητής του - γράφει τα ακόλουθα για να υποστηρίξει τη θέση του για το δικαίωμα αμφισβήτησης στη δημοκρατική διάσταση: «όπως τονίζει ο Ανδρουλάκης η δημοκρατία ακούει και απαντά, προσπαθεί να πείσει τον αρνητή της ότι η προσφυγή του στη βία είναι αδικαίωτη γιατί οι θεσμοί της είναι αναλλοίωτοι και ζωντανοί».
Ας συμμεριστούμε την έλλογη, αλλά αισιόδοξη πεποίθηση του δασκάλου, που αποχαιρετήσαμε με οδύνη. «Ο θάνατος δεν εκλογικεύεται, ούτε παρηγορείται». Διότι η ουσία του για τους επιζώντες είναι το απλήρωτο κενό της ζωντανής απουσίας. Θα μας λείψει η ελεύθερη, φιλοσοφική σκέψη του, η φωτισμένη και πεπαιδευμένη συνείδηση, ο ευθύς τολμηρός λόγος - που δεν έχει ανάγκη της προκλητικότητας ή της αλαζονείας. Προσφεύγουμε στον λόγο του, στο σπουδαίο έργο του και στις λαμπρές ιδέες του. Μεγάλο μέρος του έργου του ως θεωρητικού του ποινικού δικαίου αποτέλεσε η ενασχόλησή του με την ποινική δικονομία. Το ενδιαφέρον του εξηγείται από την ευαισθησία του συνειδητοποιημένου πολίτη - επιστήμονα.
Ο δάσκαλος, που απήλθε με την ευγένεια και τη διακριτικότητα που τον διέκρινε σε όλη τη ζωή του, μας άφησε τη σπουδαία παρακαταθήκη του, τις «θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης». Για την οποία διέγνωσε, ότι τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού (κυρίως η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου) επιτελούν μια διπλή λειτουργία, αφενός τη δικονομική και αφετέρου την ουσιαστική - «προποινική», που χαρακτηρίζεται «από μια ιδιόρρυθμη «ανομολόγητη» τιμωρητική απόχρωση». Αυτό του επέβαλε να υπογραμμίσει, ότι αντιθέτως «οι δικονομικές πράξεις οφείλουν να απαλλαγούν από κάθε προτιμωρητικό φορτίο και να παύσουν, όσο αυτό είναι δυνατό, να φέρουν το χαρακτήρα κακού που πλήττει άκαιρα δικαίους και αδίκους, ενόχους και αθώους». Το ποινικό δίκαιο παραμένει η διαχωριστική γραμμή μεταξύ αθώου και ενόχου. Οπως έλεγε και ο μακρινός πνευματικός συγγενής του, ο Μοντεσκιέ, «η ελευθερία του πολίτη εξαρτάται κυρίως από την ποιότητα της ποινικής νομοθεσίας».