«Δεν λέω πως οι θάλαμοι αερίων δεν υπήρξαν. Εγώ ο ίδιος δεν μπόρεσα να τους δω. Δεν έχω μελετήσει ειδικά το θέμα. Πιστεύω όμως πως είναι μια ασήμαντη λεπτομέρεια στην ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου». Αυτό το ανατριχιαστικό απόσπασμα, που καθιερώθηκε κατόπιν να αναφέρεται ως η «Υπόθεση της Λεπτομέρειας», διαβάστηκε στη γαλλική τηλεόραση, στις 13 Σεπτεμβρίου του 1987, από τον διαβόητο Ζαν Μαρί Λεπέν, αρχηγό του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου (Front National). Ο ίδιος ο Λεπέν, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, κατά τις προεδρικές εκλογές του 2002, προσπέρασε τον σοσιαλιστή υποψήφιο Λιονέλ Ζοσπέν και κόντραρε με τον κεντροδεξιό Ζακ Σιράκ στον δεύτερο γύρο. Η Ευρώπη κράτησε την ανάσα της. Πρώτη φορά, από το τέλος του Πολέμου, η Γηραιά Ηπειρος αντιμετώπισε πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο η Γαλλική Δημοκρατία – το καμάρι της, για φαντάσου, η κληρονόμος της Γαλλικής Επανάστασης – να βρεθεί με έναν φιλοναζιστή στον προεδρικό θώκο. Ευτυχώς, τα αντανακλαστικά του «συνταγματικού τόξου» λειτούργησαν την υστάτη, σοσιαλιστές και φιλελεύθεροι τα βρήκαν μεταξύ τους και η ύβρις απετράπη. Ξεμπερδέψαμε; Οχι ακριβώς. Ολες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι, στις ευρωεκλογές του ερχόμενου Μαΐου, η κόρη του Λεπέν και ο ιταλός ομοϊδεάτης της, ο Ματέο Σαλβίνι, θα έχουν μια νέα ευκαιρία για να τινάξουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα στον αέρα. Το κτήνος λαβώθηκε, αλλά δεν πέθανε. Βρυχάται.

Πώς γίνεται όμως να υπάρχουν άνθρωποι καλόπιστοι και με σώας τας φρένας που να αποδέχονται την «Υπόθεση της Λεπτομέρειας»; Οσο και αν ακούγεται εξωφρενικό ή οξύμωρο, το τερατώδες ναζιστικό έγκλημα δεν δίνει λαβή μόνο στην απέχθεια, αλλά και στη δυσπιστία. Τον Οκτώβριο του 2008, με αφορμή τη συγκλονιστική μαρτυρία του Σλόμο Βενέτσια «Sonderkommando: Μέσα από την κόλαση των θαλάμων αερίου» (εκδόσεις Πατάκη), έγραφα μεταξύ άλλων στα «ΝΕΑ»: «Κατά βάθος κατανοώ τους αρνητές του Ολοκαυτώματος – τους αφελείς τουλάχιστον – μια και, εξήντα χρόνια αργότερα, ακόμη δυσκολευόμαστε να χωνέψουμε το θηριώδες μέγεθός του. Ενας από τους ελληνοεβραίους επιζήσαντες έρχεται να μας υπενθυμίσει τι μπορεί να προκύψει από την πρόσμειξη ορθολογισμού και απανθρωπιάς…». Πάνω σε αυτή τη δυσανεξία να χωνέψουμε το «θηριώδες» εδράζουν την επιρροή τους οι αρνητές του Ολοκαυτώματος, γνωστοί ανά την υφήλιο ως «αναθεωρητές» (καμία σχέση με τους δικούς μας «αναθεωρητές», αυτήν την παραφυάδα της ελληνικής κομμουνιστικής Αριστεράς που έφθασε στο σημείο, ύστερα από απίστευτες καραμπόλες και στρεβλώσεις της Ιστορίας, να συγκυβερνάει επί τέσσερα χρόνια με τους ακροδεξιούς στην πατρίδα μας).

Ο,τι λείπει από τους «αναθεωρητές» σε υλικό τεκμηρίωσης, το αναπληρώνουν και με το παραπάνω εκμεταλλευόμενοι την εύλογη απορία/δυσανεξία μας για την «αποδοχή» της ιδέας του Ολοκαυτώματος: είχαν οι ναζιστές την «τεχνική δυνατότητα» να εξολοθρεύσουν τόσα εκατομμύρια και, εάν την είχαν, μπορεί να φτάσει σε τέτοιο σημείο κτηνωδίας ο καθημερινός συνηθισμένος άνθρωπος; «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος», απαντούσε στο σπαραχτικό ομότιτλο βιβλίο του ο Ιταλοεβραίος Πρίμο Λέβι.

Βεβαίως, εάν είσαι αρκετά επιδέξιος ή αρκετά αδίστακτος (πόσο μάλλον, εάν είσαι και τα δύο) μπορείς να πείσεις για τα πάντα τους πάντες. Σχεδόν. Δεν μπορείς να πείσεις εκείνους που τα έζησαν στο πετσί τους, όπως δεν μπορείς να πείσεις και στην πόκα ότι έχεις τον τέταρτο άσο εκείνον που… τον έχει. Ο γαλλοεβραίος ιστορικός της αρχαιότητας Πιέρ Βιντάλ-Νακέ (1930-2006) ήταν ένας από αυτούς. Ο πατέρας του και η μητέρα του συνελήφθησαν από την Γκεστάπο τον Μάιο του 1944, οδηγήθηκαν στο Αουσβιτς και δεν επέστρεψαν ποτέ. Παρότι δεν ήταν η ιστορική περίοδος της ειδικότητάς του (επ’ ευκαιρία ο Βιντάλ-Νακέ ρίχνει και μερικές μπηχτές για την υπερβολική «εξειδίκευση» των ιστορικών που τους εμποδίζει ενίοτε να βλέπουν το… δάσος), ένιωσε επιτακτική την ανάγκη να μελετήσει τα επιχειρήματα των «αναθεωρητών» και να τους απαντήσει σε ένα προς ένα. Προσέξτε ωστόσο τη λεπτή διαφορά, όπως την επεξηγεί ο ίδιος: «Ορισα, λοιπόν, στον εαυτό μου τον ακόλουθο κανόνα: μπορούμε και πρέπει να συζητάμε για τους «αναθεωρητές», μπορούμε να αναλύουμε τα κείμενά τους, κάνοντας την ανατομία ενός ψέματος· μπορούμε και πρέπει να αναλύουμε την ακριβή τους θέση στον χάρτη των ιδεολογιών, να αναρωτιόμαστε το γιατί και το πώς εμφανίστηκαν, αλλά δεν συζητάμε με τους «αναθεωρητές». Ελάχιστα με ενδιαφέρει αν οι «αναθεωρητές» είναι του τύπου των νεοναζί ή του τύπου της υπεραριστεράς, αν, σε ψυχολογικό επίπεδο, είναι ως είδος ύπουλοι, διεστραμμένοι, παρανοϊκοί ή απλώς ηλίθιοι. Δεν έχω τίποτα να τους απαντήσω και δεν θα τους απαντήσω. Αλλιώς χάνεται η διανοητική συνοχή».

Στη συλλογή δοκιμίων του «Οι δολοφόνοι της μνήμης», που κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Καπόν, ο Βιντάλ-Νακέ δανείζεται τον τίτλο από μια έκφραση που χρησιμοποίησε πρώτος ο συγγραφέας Yosef Yerushalmi, ούτως ώστε να στηλιτεύσει τη στάση των «αναθεωρητών» στην αέναη πάλη της μνήμης εναντίον της λήθης. «Ως ιστορικός που είμαι», υπογραμμίζει ο Βιντάλ-Νακέ, «γνωρίζω κι εγώ ότι η μνήμη δεν είναι η ιστορία, όχι επειδή η ιστορία έρχεται να πάρει τη θέση της μνήμης χάρη σε κάποιον άγνωστο αυτοματισμό, αλλά επειδή ο τρόπος επιλογής που υιοθετεί η ιστορία λειτουργεί διαφορετικά από το πώς επιλέγουν η μνήμη και η λήθη. Μεταξύ μνήμης και ιστορίας μπορεί να υπάρξει ένταση, ακόμα και αντίθεση. Μια ιστορία όμως του ναζιστικού εγκλήματος, που δεν θα συμπεριλάμβανε τη μνήμη ή μάλλον τις μνήμες και δεν θα απέδιδε τις μεταμορφώσεις της μνήμης, θα ήταν μια πολύ φτωχή ιστορία».

Με όρους αστυνομικής λογοτεχνίας, θα προσφεύγαμε στο κλασικό «διαμαντάκι» του Τζέιμς Κέιν και θα λέγαμε ότι οι «δολοφόνοι της μνήμης»… χτυπάνε πάντα δυο φορές. Διαπράττουν ένα έγκλημα προκειμένου να συγκαλύψουν ένα προηγούμενο. Εάν το δεύτερο έγκλημά τους διαπραχθεί και περάσει αβρόχοις ποσίν, χωρίς συνέπειες και χωρίς απάντηση, θα σβηστούν άπαξ και διά παντός τα ίχνη και από το πρώτο έγκλημά τους. Είναι αυτός ο λόγος που, όταν αντικρίζουμε έναν κατά τεκμήριο νέο άνθρωπο, όπως τον βουλευτή της Χρυσής Αυγής Ηλία Κασιδιάρη, να ανεβαίνει στο βήμα της ελληνικής Βουλής (6 Ιουνίου 2013) και να συγκαταλέγει περήφανα τον εαυτό του στους «αρνητές του Ολοκαυτώματος», δεν νιώθουμε μονάχα αποτροπιασμό για την αναβίωση του ναζισμού στη χώρα όπου εβδομήντα χρόνια νωρίτερα – πολλά χρόνια πριν ο Κασιδιάρης γεννηθεί καν – ο ναζισμός διέπραξε τρομερά και απαράγραπτα εγκλήματα. Νιώθουμε επίσης βαθιά αποστροφή διότι βλέπουμε, διά χειλέων ενός ανίδεου φανατικού υπερόπτη, να επαίρονται οι «δολοφόνοι της μνήμης» για το ανόσιο επίτευγμά τους: μια γενιά χωρίς μνήμη· μια γενιά χειραγωγήσιμη· μια γενιά αναλώσιμη.