Ο μοντερνισμός εισήγαγε τη θραυσματικότητα του κόσμου μας, εσωτερικού και εξωτερικού. Η τεμαχισμένη αφήγηση της καθημερινότητας στο Δουβλίνο του Τζόις αποτύπωσε τα πολύγλωσσα ερείπια της σύγχρονης πόλης σε έναν Οδυσσέα που δεν καταφέρνει καν να αποτελειώσει την αφήγησή του καθώς διακόπτεται από εκείνον της συμβίας του Μόλι. Πρόκειται για την αποφασιστική στιγμή στη λογοτεχνική στροφή που γέννησε τη συνειδησιακή ροή. Από κει και πέρα οι εσωτερικοί μονόλογοι της Βιρτζίνια Γουλφ κατέδειξαν το εύθραυστο χάος του μυαλού μας, παρέα με τα ερείπια του Τ.Σ. Ελιοτ, ενώ η Γερτρούδη Στάιν κατασκεύαζε πορτρέτα από κυβιστικά παζλ. Τώρα βέβαια, αν κάποιος σας έλεγε ότι ένας σύγχρονος πενηντάρης Ιρλανδός επιχειρεί στα ίδια μονοπάτια, πιθανόν να ανασηκώνατε τους ώμους. «Ουφ, μας τα ξανάπαν όλα τούτα». Ή «εντάξει, ο κόσμος (η λογοτεχνία) πήρε ό,τι ήταν να πάρει από τον μοντερνισμό, παρέκαμψε τους υφάλους του και πήγε παραπέρα».

Ωστόσο ο Μάικ ΜακΚόρμακ αποδεικνύει ότι υπάρχει πάντα ο αναγκαίος χώρος για κατάδυση στα διδάγματα της εποχής, υπό τον όρο ότι καθ’ οδόν θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της σύνθεσης. «Ο κόσμος είναι ενιαίος ακόμη κι όταν κείται σε ερείπια» μου φαίνεται πως ισχυρίζεται εδώ ο ΜακΚόρμακ. Ακόμα κι όταν τα μέσα για να τον συλλάβουμε είναι αποσπασματικά και ανεπαρκή, θα πρόσθετα εγώ. Κουραστήκαμε να καταδεικνύουμε πόσο αποσπασματικός είναι, ας προσπαθήσουμε τώρα να τον συλλάβουμε στην ολότητά του. Τα μέσα που χρησιμοποιεί προς αυτή την κατεύθυνση είναι σχετικά απλά: Ο εσωτερικός μονόλογος ενός μηχανικού (ή καλύτερα του φαντάσματός του) που καθισμένος στην κουζίνα του, ανάμεσα στους χτύπους μιας κοντινής καμπάνας για τη 12η και την 1η μεταμεσημβρινή ώρα, αναστοχάζεται τη ζωή του περιμένοντας τη γυναίκα του να επιστρέψει από τη δουλειά. Σε ένα κείμενο χωρίς διόλου στίξη, με προτάσεις που συνδέονται από κάποιο συμπερασματικό ή άλλον σύνδεσμο που φτιάχνει τις συνάψεις του μυαλού του, με παραγράφους που δίνουν κάποιον αέρα στο κείμενο (και ανάσες στον αναγνώστη), χωρίς αναγκαστικά να υπόκεινται σε νοηματικές αναγκαιότητες, ο Μάρκους Κόνγουεϊ συλλαμβάνει τον κόσμο σε επάλληλους κύκλους μέσω αναδρομών στο παρελθόν.

Τέχνη με αίμα

Τόπος είναι η Κομητεία του Μάγιο στη δυτική εσχατιά της Ιρλανδίας, κάποτε γραφικός και γοητευτικά οπισθοδρομικός, τώρα σπαρμένος από έργα υποδομής και παραθεριστικούς ή μόνιμους οικισμούς, στο πλαίσιο του αναπτυξιακού «μπουμ» της χώρας. Ο Μάρκους, κάποτε αγροτόπαιδο και παπαδοπαίδι, είναι τώρα μηχανικός στον μικρό Δήμο Γουέσπορτ, αλλά κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα ζει με την οικογένειά του σε ένα μικρότερο χωριό (ακριβώς όπως και ο συγγραφέας). Αγαπά ιδιαιτέρως τη γυναίκα του και της συμπαραστέκεται με αφοσίωση όταν τη χτυπούν ιογενείς διάρροιες, όπως και όλη την κοινότητα, λόγω μόλυνσης του δικτύου ύδρευσης (η σύνδεση με τον «Λευκό θόρυβο» του Ντον Ντελίλο είναι κάτι περισσότερο από εμφανής). Τα δυο παιδιά τους, μεγάλα πλέον, έχουν φύγει από το σπίτι: η ζωγράφος κόρη, η Αγκνες, κάνει την πρώτη της έκθεση σε γκαλερί χρησιμοποιώντας ως υλικό όχι λάδι, αλλά δυο λίτρα από το ίδιο της το αίμα. Ο ευφυέστατος γιος, ο Ντάρα, βρίσκεται σε μακρύ ταξίδι ενηλικίωσης στην Αυστραλία έχοντας παρατήσει στη μέση τις σπουδές του. Συνομιλεί με τον πατέρα του κάθε βράδυ μέσω Skype. Ο ίδιος ο Μάρκους προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο τους, μάλλον ανεπιτυχώς, με αποκορύφωμα τη στιγμή που οι κάτοικοι της χτυπημένης από τον ιό πόλης οργανώνουν μια μεταμοντέρνου τύπου διαδήλωση με την κόρη του να βουτάει στο κενό από τη στέγη του δημαρχείου (ευτυχώς έχει προβλεφθεί προστατευτικό στρώμα).

Το μακρύ μέρος του βιβλίου που ασχολείται με την επιδημία τελειώνει ευφυώς με την αδυναμία απόδοσης ευθυνών: τελικά δεν υπάρχουν προσωποποιημένοι ένοχοι, αλλά ένα ολόκληρο αναπτυξιακό δίκτυο συμφερόντων, η απρόσκοπτη οικονομική μεγέθυνση, οι πολιτικές φιλοδοξίες, οι καταναλωτικές απαιτήσεις κ.λπ. δίπλα στην αβλεψία και την ανεπάρκεια των υποδομών. Πριν ωστόσο από αυτό το περιστατικό ο Μάρκους μάς έχει ξεναγήσει μετά λόγου γνώσεως στον δύσβατο κόσμο της λήψης αποφάσεων σχεδιασμού, στη σύγκρουση συμφερόντων εκλεγμένων πολιτικών και τεχνοκρατών, στον λαϊκισμό, αλλά και στη γοητεία που ασκούν στον ήρωα και αφηγητή τα μυστικά της μηχανικής. Γιατί ο Μάρκους πιστεύει στη δουλειά του. Από όταν ήταν παιδί παρακολουθούσε τη γοητεία που ασκούσαν οι ποικίλες τεχνολογίες στους αγρότες και θαύμαζε τον τρόπο που ο πατέρας του αποσυναρμολογούσε (και το ανάποδο) τα μηχανικά μέρη ενός τρακτέρ – την κομψότητα και επάρκεια ενός εργαλείου που μπορούσε να ανακατασκευάσει τον θρυμματισμένο κόσμο. Στα μάτια του ο Θεός είναι ο πρώτος μηχανικός και στους ανθρώπους ανατέθηκε απλώς η συνέχιση του έργου του. Κάποια στιγμή που μια τεράστια νταλίκα μεταφέρει μια ανεμογεννήτρια διασχίζοντας τον κεντρικό δρόμο της πόλης, ο Μάρκους σκέφτεται με δέος πως το τέχνημα αυτό συμπυκνώνει την ιδέα του Θεού.

Η τέχνη που εξημερώνει

Παρά τον λυρισμό του, το έργο είναι εξαιρετικά ριζωμένο στη σύγχρονη κουλτούρα και στην περιρρέουσα πραγματικότητα της τρίτης χιλιετίας. Το φάντασμα του Μάρκους αναστοχάζεται το παρελθόν, αλλά μέσω της μνήμης θέτει σε παρένθεση τον ίδιο τον θάνατο, υπερβαίνοντας τον φθοροποιό χρόνο, κατά τους τρόπους του Προυστ θα λέγαμε. Με αυτή την έννοια η αποσπασματικότητα όπου οδηγούν οι στυλιστικές του επιλογές (κατά τα πρότυπα λειτουργίας του ανθρώπινου μυαλού) ελάχιστα ξενίζει τον αναγνώστη, αντίθετα δικαιώνει το έργο. Υπάρχουν κάποιες ανεπάρκειες στις διασυνδέσεις των σκέψεων, όπως και κάποιες αφηγηματικές κοιλιές, ωστόσο τίθενται σε παρένθεση καθώς όλα συνδέονται με όλα. Χώρος και χρόνος, παρελθόν και παρόν, φύση και πολιτισμός, ιερότητα και χθονικότητα συγκροτούνται σε ένα οργανικό αμάλγαμα. Η τάξη και η ισορροπία (κβαντικού έστω τύπου) ακολουθούν το χάος. Και η τέχνη εξημερώνει το σκότος της ανυπαρξίας. Συντελεί στο αποτέλεσμα ο μεταφραστικός μόχθος του Παναγιώτη Κεχαγιά που κατάφερε, μεταξύ άλλων, να αποφύγει τις πλείστες όσες τεχνολογικής φύσεως κακοτοπιές.

Μάικ ΜακΚόρμακ

Κόκαλα από ήλιο

Mτφ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, σελ. 336, Αντίποδες 2018

Τιμή: 14 ευρώ