«Το αν θα βρεθούμε κοντύτερα στο -10% ή στο -4,7% ύφεση το 2020 δεν εξαρτάται μόνο από εμάς, εξαρτάται κι από εξωγενείς παράγοντες που δεν μπορούμε να καθορίσουμε».

Το μήνυμα αυτό στέλνει από τις στήλες του «Βήματος» ο καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας μετά τη δημοσιοποίηση της πρώτης ολοκληρωμένης έκθεσης του ΚΕΠΕ για τις επιπτώσεις της πανδημίας στην ελληνική οικονομία, η οποία – όπως διαπιστώνει – εξετράπη από τη δυναμική πορεία που με κόπο και θυσίες του ελληνικού λαού είχε αρχίσει να διαμορφώνεται και προφανώς ενισχύθηκε πριν από έναν χρόνο με την πολιτική αλλαγή στη χώρα.

Απογοήτευση

Στις αρχές του 2020 η ελληνική οικονομία (με την εξαίρεση των ιδιωτικών επενδύσεων) είχε αρχίσει να εμφανίζει μια αξιοσημείωτη δυναμική, έχοντας επιλύσει στη διάρκεια των προηγούμενων ετών τα βασικά μακροοικονομικά της προβλήματα και αναπτυσσόταν με ρυθμούς μεγαλύτερους από αυτούς των άλλων χωρών της ευρωζώνης.

Ομως όπως τονίζει: «Η ύφεση πήρε τη θέση της μεγέθυνσης και η απογοήτευση πήρε τη θέση της χαράς…». Και αυτό καλούμαστε όλοι να διαχειριστούμε τώρα.

Το ΚΕΠΕ και ο κ. Λιαργκόβας αποτυπώνουν στην έκθεση σειρά συμπερασμάτων που επιμελώς και για λόγους επικοινωνιακής διαχείρισης δεν τονίζονται ούτε από την κυβέρνηση, ούτε από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα οποία στηρίζονται σε σειρά εξειδικευμένων μελετών των ερευνητών του Κέντρου, που αναδείχθηκε τα χρόνια των μνημονίων και στη σημερινή ως ένα από τα πλέον αξιόπιστα think tanks της χώρας.

Η ιατρική πρόοδος

Οπως επισημαίνεται, η ιατρική – υγειονομική πρόοδος είναι ο πρώτος παράγοντας που θα καθορίσει τη διάρκεια της κρίσης και το βάθος της ύφεσης. Οσο πιο γρήγορα βρεθεί ένα αποτελεσματικό αντι-ιικό φάρμακο, ή ακόμη καλύτερα ένα εμβόλιο απέναντι στον κοροναϊό, τόσο πιο γρήγορη θα είναι η αποκατάσταση της οικονομικής ζημιάς και μικρότερη βέβαια η ένταση της ύφεσης. Τα μέχρι τώρα δεδομένα δείχνουν ότι το αργότερο μέχρι το τέλος του χρόνου θα έχει βρεθεί εμβόλιο κατά του κοροναϊού, ενώ πιο πριν θα έχουμε αποτελεσματικά αντιιικά φάρμακα.

Ο δεύτερος εξωγενής παράγοντας σχετίζεται με την επιτυχία αντιμετώπισης της κρίσης στις άλλες χώρες. Η οικονομία μας είναι μικρή και ανοικτή και δυστυχώς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από έναν τομέα, τον τουρισμό, με προφανείς διασυνδέσεις με το εξωτερικό. Θα ήμασταν σε ευνοϊκότερη κατάσταση εάν είχαμε φροντίσει πριν από την έλευση του κοροναϊού, π.χ. στη διάρκεια της προηγούμενης κρίσης, να αλλάξουμε το παραγωγικό μας μοντέλο, ενισχύοντας και άλλους τομείς, π.χ. αγροδιατροφικό, μεταποίηση, εκτός του τουρισμού.

Ο τρίτος παράγοντας σχετίζεται με την Ευρωπαϊκή Ενωση και πόσο γρήγορα θα δράσει ενισχύοντας την οικονομία με τα προγράμματα και τις επιχορηγήσεις-μαμούθ που είναι και το μεγάλο μας όπλο στην προσπάθεια ανάκαμψης και ανασυγκρότησης που αναλυτικά παρουσιάζουν «Το Βήμα» και ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος» στο μεγάλο αφιέρωμα αυτής της εβδομάδας.

Αξιοπιστία

Στο ΚΕΠΕ εκτιμούν πλέον την ύφεση στο εύρος 5,67% με 7,16%, με σημαντικότερο ενθαρρυντικό στοιχείο την εμπιστοσύνη και την αξιοπιστία που δημιουργήθηκαν στη χώρα μας από τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης από την πολιτεία.

Αναλυτικά στην έκθεση επισημαίνονται τα εξής:

Eπιστροφή στα ελλείμματα: Οι μακροοικονομικές προβλέψεις, όπως αποτυπώθηκαν στο πρόγραμμα σταθερότητας, βλέπουν ύφεση από 4,7% (βασικό σενάριο) έως 7,9% (δυσμενές σενάριο), ενώ υπάρχουν προβλέψεις και για ύφεση γύρω στο 10% (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΔΝΤ) ή και πολύ περισσότερο (ΟΟΣΑ). Αντίστοιχα, η πρόβλεψη για πρωτογενές έλλειμμα κυμαίνεται από 1,9% του ΑΕΠ στο πρώτο και 2,8% του ΑΕΠ στο δεύτερο σενάριο του ΥΠΟΙΚ (το ΔΝΤ προβλέπει 5,1% του ΑΕΠ).

Δημόσιο χρέος 200% του ΑΕΠ: Οι προβλέψεις για το ύψος του ακαθάριστου χρέους της Γενικής Κυβέρνησης για το 2020 είναι αντίστοιχα δυσοίωνες. Η πρόβλεψη του προγράμματος σταθερότητας της ελληνικής κυβέρνησης είναι για αύξηση κατά 6,1 δισ. ευρώ (θα ανέλθει στα 337 δισ.), όμως με την παράλληλη πτώση του ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 12,2 μονάδες ως ποσοστό του ΑΕΠ, φτάνοντας στο 188,8%. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει αύξηση 20 ποσοστιαίων μονάδων αγγίζοντας το 196,4% του ΑΕΠ, ενώ το ΔΝΤ θεωρεί ότι το χρέος θα ξεπεράσει το 200% του ΑΕΠ.

Σοκ από τον Τουρισμό: Ο τουριστικός τομέας αναμένεται να αντιμετωπίσει ένα από σημαντικότερα πλήγματα. Η συμβολή του στην ελληνική οικονομία για το έτος 2018 ήταν της τάξης του 9,7%. Ωστόσο, η σύγχρονη αναγνωρισμένη προσέγγιση για την εκτίμηση της συμβολής του τουριστικού τομέα στην οικονομία είναι μέσω του συστήματος των Δορυφόρων Λογαριασμών Τουρισμού (ΔΛΤ), όπου εκτιμώνται η τουριστική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, στοιχεία της εγχώριας τουριστικής δαπάνης (€17,9 δισ.), διαπιστώνοντας ότι αυτός διαμορφώνεται χαμηλότερα στο 5,6%.

Ομως θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συμβολή του τουρισμού στην οικονομία δεν θα πρέπει να συγχέεται με τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις που προκαλούνται από μεταβολές στην τουριστική ζήτηση. Σε πρόσφατη Ανάλυση Επικαιρότητας του ΚΕΠΕ υπολογίσαμε ότι στο υποθετικό-ακραίο σενάριο μηδενισμού των διεθνών ταξιδιωτικών εισπράξεων της χώρας, η μείωση στο ΑΕΠ θα είναι, σταθερών όλων των άλλων παραγόντων, της τάξης του 10,4%, μείωση στην απασχόληση της τάξης του 11,2% και αύξηση του ελλείμματος του Ισοζυγίου Αγαθών και Υπηρεσιών κατά €12,2 δισ.

Ραγδαία αύξηση κόκκινων δανείων: Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) αποτελούν μία από τις μείζονος σημασίας συνέπειες της μακροχρόνιας κρίσης της ελληνικής οικονομίας που εκδηλώθηκε μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό των κόκκινων δανείων επί του συνόλου των πιστώσεων έφτασε κατά μέσο όρο το 29,6% στην Ελλάδα εν συγκρίσει με 6,5% στη ζώνη του ευρώ για την περίοδο 2009-2015. Ο λόγος αυτός εκτοξεύτηκε στην Ελλάδα στο 47,8% έως τον Σεπτέμβριο του 2018, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν πια κάτω του 4%, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2019 μειώθηκε στο 42,1%. Τα παραπάνω καταδεικνύουν τη σοβαρότητα του ζητήματος αυτού και τη μεγάλη απόσταση που οφείλει να καλύψει η χώρα μας στη διαχείρισή του.

Η επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης της ανεργίας κατά 1% θα μπορούσε να οδηγήσει σε αντίστοιχη επιτάχυνση της αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) σε ποσοστά που κυμαίνονται μεταξύ 0,33% και 0,96% για τα επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια. Και η μείωση του ρυθμού μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ κατά 1% θα είχε ιδιαίτερα ισχυρή επίδραση ceteris paribus, καθώς θα οδηγούσε σε αύξηση των στεγαστικών ΜΕΔ κατά 3% περίπου.

Με προσεκτικά βήματα η επέκταση της εργασίας από το σπίτι

Το πρωτόγνωρο ξέσπασμα της πανδημίας του κοροναϊού επηρέασε δραστικά την καθημερινότητα των εργαζομένων, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων παγκοσμίως.

Συνολικά, το ποσοστό των εργαζομένων που θα μπορούσαν να εργαστούν από το σπίτι διαμορφώνεται στο 32,8%. Ωστόσο, το ενδεχόμενο επέκτασης της εργασίας από το σπίτι στην μετά τον κοροναϊό εποχή απαιτεί προσεκτικά βήματα, καθώς μπορεί να διευρύνει τις υφιστάμενες ανισότητες μεταξύ καλών και λιγότερο καλών θέσεων εργασίας, ενώ μπορεί να βλάψει την αποτελεσματική απασχόληση κάποιων εργαζομένων.

Η παραγωγικότητα της εργασίας από το σπίτι δεν είναι αναγκαστικά και μόνιμα η ίδια με αυτή στον τόπο εργασίας. Χρειάζεται ορθολογική ρύθμιση της εργασίας από το σπίτι λαμβάνοντας υπόψη, πέρα από τη γνώμη των εμπλεκομένων, τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά και τη λειτουργία των επιμέρους αγορών εργασίας. Ο βαθμός επέκτασης της εργασίας από το σπίτι εξαρτάται και από τις τεχνολογικές δυνατότητες της χώρας, οι οποίες, αν και βελτιώνονται, σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές παραμένουν ακόμη περιορισμένες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ»