Σε όλη τη ζωή της αναζητούσε την αγάπη. Αυτήν που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει στη μητέρα της και αυτήν που στερήθηκε στα πρώτα παιδικά της χρόνια. Για τη Φρανσουάζ Ξενάκη, που έφυγε από τη ζωή στις 12 Φεβρουαρίου, η γενέτειρά της, το Μπλουά της Βόρειας Γαλλίας, και το Σολόν, η κωμόπολη όπου δίδασκε η μητέρα της, μοιάζουν με φωτογραφίες που έχασαν τα χρώματά τους, παλιοκαιρισμένες μέσα σ’ ένα συρτάρι. «Αγαπώ το Σολόν. Εκείνο που απεχθάνομαι είναι η εφηβεία μου» είχε δηλώσει η γυναίκα που θα γινόταν μία από τις σημαντικότερες δημοσιογράφους (για περίπου 20 χρόνια παρουσίαζε την πρωινή ενημερωτική εκπομπή στο France 2 και αρθρογραφούσε στο «Matin de Paris») και από τις μαχητικότερες συγγραφείς της μεταπολεμικής Γαλλίας.

Οπως συμβαίνει στα καλύτερα μυθιστορήματα της Κεντρικής Ευρώπης, το τραύμα της έλλειψης έπρεπε να επουλωθεί μέσα από την αυτοανάλυση. Από τα 9 της η Ξενάκη έζησε σε οικοτροφείο, άλλαξε 17 κολέγια, ένιωθε συνεχώς «χαμένη». «Ηθελα να σπουδάσω μέσω αλληλογραφίας. Και φυσικά μ’ έδιωχναν από παντού. Κι εγώ το μόνο που επιθυμούσα ήταν να φυλάω τις αγελάδες των φίλων μου για να μπορούν εκείνες να το σκάνε με τους δικούς τους». Ηταν τα χρόνια της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης, αλλά –σε μια αντίστροφη ανάγνωση –και της ελευθεριακής αθωότητας. «Χαμένη» μέσα στη δική της χώρα θα συναντήσει το 1953 –σε σπίτι κοινών φίλων –έναν «ξένο» από τη δική του πατρίδα. Ο Ιάννης Ξενάκης είχε γεννηθεί στη Ρουμανία, είχε φοιτήσει στο Πολυτεχνείο της Αθήνας επί Κατοχής και είχε τραυματιστεί από οβίδα τανκ τον Ιανουάριο του 1945 στην Αντίσταση. Κουβαλούσε τα δικά του τραύματα.

Στις επόμενες δεκαετίες και μέχρι τον θάνατό του το 2001 θα ήταν, κατά δήλωσή της, ο εραστής, ο πατέρας της οικογένειας και ο μέντοράς της. Θα της μάθαινε την εργατικότητα και η Φρανσουάζ θα του μετέδιδε το χαμόγελο. «Ενιωσα ενστικτωδώς πως αν έμπαινα κάτω απ’ τη «φτερούγα» του, θα μπορούσα να περπατήσω στη βροχή» θα πει στον Γιώργο Πηλιχό, ο οποίος μετέφερε για λογαριασμό του «Ταχυδρόμου» μια συνομιλία τους στο λόμπι του St. George Lycabettus το 1975. Ο διάσημος μουσικοσυνθέτης θα χανόταν για πέντε, έξι, δώδεκα ώρες μέσα στο μουσικό του σύμπαν και η σύντροφός του θα ανακάλυπτε δίπλα του το γράψιμο. Ηταν μια μέθοδος επιβίωσης που στη διαδρομή έγινε η ιστορία της ύπαρξής της. Από τα μυθιστορήματά της αντλούσε αναφορές όχι τόσο το μαχητικό φεμινιστικό κίνημα όσο ο φεμινισμός που ανακάλυπτε κάθε γυναίκα ξεχωριστά στις δεκαετίες 1970 και 1980. Σε ένα από τα βιβλία, «Στο νησί θα τούλεγε» (Εκδ. Γραμμή, 1972, σε μετάφραση Νάσου Δετζώρτζη) φαντάζεται όσα ήθελε να πει στον κρατούμενο αριστερό σύντροφό της μια γυναίκα, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να αρθρώσει: «Και να τοι τώρα οι δυο τους, πρόσωπο με πρόσωπο σ’ ένα κελί, αυτός, ο άνθρωπος που έχει συντριβεί, κι αυτή, που θέλει ακόμα να πιστεύει πως η ζωή είναι μπροστά τους…». Ο νοερός μονόλογος, η βουβή ανταπόκριση του συντρόφου, η αισθητική του εξωφύλλου –συρματόσχοινο με ροζ λουλούδια διά χειρός Γιώργου Βαρλάμου –αποκάλυπταν πολλά για τον υπόγειο λυρισμό στον οποίο είχε εξασκηθεί η Ξενάκη. Σε απόλυτη ευθυγράμμιση άλλωστε με την αποστροφή του Ιάννη Ξενάκη για τη συναισθηματική λαϊκή μουσική (την οποία είχε συνδέσει με την απώλεια της μητέρας του σε ηλικία πέντε ετών στη Βραΐλα).

Θα ακολουθήσουν, εκτός των άλλων, από τις εκδόσεις Χατζηνικολή το «Να πάρει η οργή, πάλι ξεχάσαμε την κυρία Φρόιντ» (1987) και το «Χρυσό μου έρχεσαι για τη φωτογραφία;» (1991). Στο πρώτο αναπλάθει τη ζωή «ημιδιάσημων» γυναικών δίπλα σε διάσημους άντρες: από την Ξανθίππη ώς τη Μάρθα Φρόιντ. Στο δεύτερο αναρωτιέται το αντίθετο: έχετε σκεφτεί πώς ένιωθαν δίπλα στις συντρόφους τους ο Ντένις, σύζυγος της Μάργκαρετ Θάτσερ (δική της ερώτηση είναι ο τίτλος του βιβλίου), ο Μόρις Μέγερσον, σύζυγος της Γκόλντα Μέιρ, και ο … άγιος Ιωσήφ της Μαρίας; Η ίδια η Ξενάκη, πάντως, όταν καλείται να συνεισφέρει στο λήμμα που την αφορά στο «Λεξικό σύγχρονων γάλλων συγγραφέων, γραμμένο από τους ίδιους» (εκδ. Mille et une nuits, 1988) γράφει: «Σε κάθε μυθιστόρημά της, η Φ.Ξ. περιγράφει μια γυναίκα ή μάλλον στιγμές μιας γυναίκας, που την οδηγούν αναπόφευκτα στον θάνατο. Ισως είναι ένας τρόπος για να αναστείλει η συγγραφέας το δικό της τέλος (εννοείται ότι δεν συνέλαβε αυτή την εξήγηση –ενδεχομένως εσφαλμένη –παρά μόνο πρόσφατα)».

Το ίδιο μείγμα αυτοσαρκασμού και ανάλυσης θα επιστρατεύσει στο τελευταίο κεφάλαιο συμβίωσης με τον Ιάννη Ξενάκη, στον οποίο έχει προλάβει να αφιερώσει το «Μαμά, δε θέλω να γίνω αυτοκράτορας» (Εκδόσεις Πατάκη, 2002), όπου ο Νέρωνας αντιστέκεται στη μητριαρχική θέληση της Αγριππίνας. Από το 1987 έως το 2001 θα ζήσει την αντίστροφη μέτρηση του μουσικοσυνθέτη προς τη «νύχτα της νύχτας». Ο τελευταίος θα χάσει σταδιακά τη φωτογραφική του μνήμη, την αίσθηση προσανατολισμού, την αντοχή του (αυτός που ήταν κάποτε πρωταθλητής κολύμβησης), θα κάνει τετραπλό μπαϊπάς, θα χτυπηθεί από καρκίνο του προστάτη. Η Φρανσουάζ, σαν ηρωίδα βιβλίων του Ολιβερ Σακς, μαθαίνει να υπομένει τη «φυγή» του ανθρώπου της, ο οποίος στο τέλος δεν μπορεί να αναγνωρίσει ούτε την κόρη τους, την εικαστικό Μάχη Ξενάκη.

Μετά την πτώση, στον προσωπικό της παράδεισο θα μείνουν το πορτρέτο του Ιάννη που έχει φιλοτεχνήσει η Μάχη για την κρεβατοκάμαρα της μητέρας της, το αυτοβιογραφικό βιβλίο με τον σπαρακτικό τίτλο «Κοίτα πώς έκλεισαν οι δρόμοι μας» (Εκδόσεις Πατάκη, μτφ. Σώτη Τριανταφύλλου, 2003) και οι αναμνήσεις από τις οικογενειακές διακοπές στην Κορσική ή το Αιγαίο. Σε κάποιο νησί που θα τούλεγε για την αγάπη.