Ο «Λόενγκριν» του Βάγκνερ πρωτοπαρουσιάστηκε 28 Αυγούστου 1850 στη Βαϊμάρη, υπό τη διεύθυνση του Φραντς Λιστ, ο οποίος έγραψε για το έργο: «Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της όπερας είναι ότι διαθέτει τέτοια ενότητα σύλληψης και ύφους ώστε δεν υπάρχει ούτε μία μελωδική φράση, πολύ δε λιγότερο κάποιο σύνολο ή οποιοδήποτε μέρος της όπερας, το οποίο μπορεί να γίνει αντιληπτό ξεχωριστά από το σύνολο ως προς την ιδιομορφία και την πραγματική του σημασία. Τα πάντα έχουν σχέση μεταξύ τους, τα πάντα συνδέονται, τα πάντα εντείνονται. Ολα είναι τόσο ενσωματωμένα στην υπόθεση που δεν μπορούν να διαχωριστούν από αυτήν». Η ιστορία του ομώνυμου χαρακτήρα προέρχεται από τον γερμανικό μεσαιωνικό μύθο με τίτλο Πάρσιφαλ του Βόλφραμ φον Εσενμπαχ. Επειτα από 52 χρόνια το έργο-ορόσημο του λυρικού θεάτρου ανεβαίνει ξανά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Είναι μια νέα παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, προερχόμενη από την Εθνική Οπερα της Ουαλίας και το Θέατρο Βιέλκι – Εθνική Οπερα Πολωνίας. Το βαγκνερικό αριστούργημα θα παρουσιαστεί σε μουσική διεύθυνση Μύρωνα Μιχαηλίδη ενώ τα σκηνικά, τα κοστούμια και τη σκηνοθεσία υπογράφει ο κορυφαίος του είδους Αντονι ΜακΝτόναλντ.

Ο σκηνοθέτης επικεντρώνεται στις σχέσεις μεταξύ των προσώπων και στο μυστήριο που έχει κάθε χαρακτήρας και επιδιώκει η παράσταση να έχει μια πολύ ανθρώπινη αίσθηση. «Θέλω οι χαρακτήρες να μοιάζουν με ανθρώπους όπως εμείς∙ να πλάσω πρόσωπα και μια κοινωνία την οποία το κοινό θα μπορεί να αναγνωρίσει εύκολα, παρότι δεν επέλεξα να τοποθετήσω τη δράση στην εποχή μας. Ο Λόενγκριν είναι ένα παραμύθι. Και τα παραμύθια βρίσκονται βαθιά μέσα μας. Αυτή η ιδέα ότι θα έρθει ο πρίγκιπας και θα μας σώσει. Είναι μια ανάγκη που έχουμε. Οτι δυνάμεις εκεί έξω θα έρθουν να μας βοηθήσουν».

Πώς μπορεί ένα παραμύθι να μιλήσει στις μέρες μας;

Ο Βάγκνερ είναι μια μουσική ιδιοφυΐα, ο οποίος με τα έργα του άλλαξε το πρόσωπο της δυτικής μουσικής για πάντα. Αλλά την ίδια στιγμή που συνέθετε, ήταν ήδη ένας θρύλος που μεγάλωσε μέσα στο θέατρο.

Ποια είναι για σας η µαγεία του Λόενγκριν: η µουσική, το λιµπρέτο ή οι φωνές;

Θεωρώ ότι η μαγεία του έργου είναι η ψυχολογία των χαρακτήρων, η ποιότητα που διαπερνά το παραμύθι και φυσικά η πανέμορφη μουσική. Είναι ένα πολύ συγκινητικό έργο, γεμάτο από έρωτα χωρίς ανταπόκριση. Θεωρώ ότι όλες οι όπερες του Βάγκνερ είναι αυτοβιογραφικές. Πιστεύω ότι πάντοτε ο Βάγκνερ ταυτίζεται με όλους τους χαρακτήρες των έργων του. Γι’ αυτό και γράφει τόσο καλά κείμενα.

Πώς προσεγγίζετε το συγκεκριµένο έργο και σε ποια ιστορική περίοδο το τοποθετείτε;

Εργάστηκα πάνω στο λιμπρέτο και τοποθέτησα τη δράση του έργου γύρω στα 1840, σε μια βόρεια ευρωπαϊκή χώρα, όχι κάπου συγκεκριμένα. Ηθελα οι άνθρωποι να εμφανίζονται σε έναν τόπο συγκέντρωσης. Καθώς η χώρα δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση, επέλεξα ένα βιομηχανικό χώρο σε παρακμή. Ηθελα οπτικά να υπάρχει το στοιχείο της Βόρειας Ευρώπης και έτσι, στράφηκα προς ζωγράφους εκείνης της εποχής, τον Φρίντριχ και τους άλλους. Τα κοστούμια μοιάζουν μάλλον γερμανικά, παρά από την Αμβέρσα. Το ίδιο στη δεύτερη πράξη που διαδραματίζεται σε μια αυλή όπως αυτές που συναντά κανείς συχνά στη Γερμανία αλλά και στην Αυστρία.

Στη συγκεκριµένη όπερα σηµαντικό ρόλο παίζει η χορωδία. Σας διευκόλυνε αυτό ή σας δυσκόλεψε;

Η θέση του χορού είναι ζωτικής σημασίας. Οι χορωδοί είναι μάρτυρες των γεγονότων, έχουν πολύ ενεργό ρόλο και φωτίζουν την αγάπη της Ελζας, τον φόβο και τον σεβασμό του Τέλραμουντ και την υποψία του Λόενγκριν. Είναι μια πρόκληση πάνω στη σκηνή για το μεγαλύτερο μέρος του έργου. Θα πρέπει να ακολουθήσουμε τα γεγονότα, τα οποία χρειάζεται να είναι εστιασμένα και απολύτως πειθαρχημένα, να απαντούν στη δράση η οποία εκτυλίσσεται.

Υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στη σημερινή κοινωνία με τους χαρακτήρες του έργου;

Κάθε μεγάλο έργο τέχνης μπορεί να συγκινήσει και να ταράξει το σύγχρονο κοινό. Αυτή είναι η λειτουργία του. Στο συγκεκριμένο έργο αυτό το κάνει η τραγωδία της ιστορίας του Λόενγκριν.

Ποια είναι η άποψή σας για τις µοντέρνες ή εναλλακτικές προσεγγίσεις των οπερικών έργων;

Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τον τρόπο που θα πλησιάσει κάποιος δημιουργός ένα έργο. Η ματιά του μπορεί να είναι μοντέρνα, μεταμοντέρνα ή εναλλακτική. Το ζητούμενο, κατά την άποψή μου, να υπάρχει ποιότητα και ειλικρίνεια. Η όπερα δεν είναι μουσειακό είδος. Ξέρετε, το καλό θέατρο θα βρίσκει πάντα τον χώρο του.

Πού εστιάσατε κατά τη δηµιουργία της παράστασης;

Πρώτα άρχισα να δουλεύω τα σκηνικά, μετά τα κουστούμια και στο τέλος τη σκηνοθεσία.

Αισθάνεστε περισσότερο σκηνογράφος ή σκηνοθέτης;

Εργάζομαι και στα δύο είδη περισσότερο από 20 χρόνια. Θα έλεγα ότι αισθάνομαι σκηνογράφος – σκηνοθέτης. Δεν είμαι μεγαλομανής αλλά μέρος μια πολύ δημιουργικής ομάδας και συνεργαζόμαστε σε απόλυτα συνεργατικό πνεύμα.

INFO

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών – Βασ. Σοφίας και Κόκκαλη, τηλ. 210-7282.333 (27, 29/1 και 1, 3, 5/2 στις 18.30). Ο βρετανός τενόρος Πίτερ Ουέντ θα ερμηνεύσει τον Λόενγκριν, την Ελζα η Σλοβάκα Γιολάνα Φογκάσοβα και στη δεύτερη διανομή η Ρουμάνα Γιούλια Ισάεφ. Στον ρόλο του Τέλραμουντ ο μονωδός της ΕΛΣ Δημήτρης Πλατανιάς (δεύτερη διανομή: Βαλεντίν Βασίλιου). Το καστ συμπληρώνουν οι καλλιτέχνες Τζούλια Σουγλάκου (Όρτρουντ), Τάσος Αποστόλου και Πέτρος Μαγουλάς (Βασιλιάς), Διονύσης Σούρμπης και Δημήτρης Κασιούμης (Κήρυκας)