To τραγούδησε το 1992, τρία χρόνια δηλαδή μετά την πτώση του Τείχους και εννέα χρόνια πριν από την πτώση των Δίδυμων Πύργων: «Εχω δει το μέλλον αδελφέ μου/ και είναι μακελειό». Τον είπαμε τότε υπερβολικό, τον είπαμε καθ’ έξιν μελαγχολικό, τον είπαμε αθεράπευτα απαισιόδοξο. Η Τζόαν Μπαέζ, πάλι, όταν πρωτάκουσε το τραγούδι έσκασε στα γέλια. «Μόνο ο Λέοναρντ θα μπορούσε να εκφράσει τόσο ατάραχα τόση βία» είπε. Οσο για τον ίδιο τον καλλιτέχνη, με τον τρόπο του το γλεντούσε: «Εξεπλάγησαν πραγματικά αυτοί που υποστηρίζουν ότι ανήκουν σε μια γενιά χωρίς μέλλον, ακούγοντας έναν παλιόγερο να είναι ακόμη πιο βίαια απαισιόδοξος. Εγώ όμως πάντα έλεγα στα τραγούδια μου ότι φτάνει το τέλος του κόσμου. Και πάντα με έπαιρναν για καταθλιπτικό. Κάθε άλλο, είμαι πολύ χαρούμενος. Και πολύ διαυγής».

Τον λέγαμε υπερβολικό, δεν θέλαμε να τον πιστέψουμε, αλλά κατά βάθος ξέραμε ότι είχε δίκιο. Κι αυτό επειδή ο Λέοναρντ Κοέν δεν ήταν μόνο ένας ποιητής της ήττας, κάτι τέτοιο θα τον καθιστούσε κυνικό και επομένως ανιαρό. Ούτε ήταν μόνο ένας ποιητής του έρωτα, κάτι τέτοιο θα τον καθιστούσε επιπόλαιο και επομένως πάλι ανιαρό. Ηταν και τα δύο. Ηταν ένας ποιητής του έρωτα και της ήττας, ένας λάτρης της μοναξιάς και των γυναικών, ένας άνθρωπος που άνοιγε κρασιά Μπορντό πριν από τις συναυλίες του για να χαλαρώσει, αλλά δεν δίστασε να αποσυρθεί σε ένα βουδιστικό μοναστήρι για να γνωρίσει τον εαυτό του. Ηταν εκείνος που όταν τον ρώτησαν αν η μελαγχολία παράγει καλύτερη τέχνη, απάντησε πως «σε όλους μας αρέσει ένα μελαγχολικό τραγούδι, όλοι έχουν ζήσει την ήττα της ζωής τους, κανείς δεν ζει όπως θα ήθελε». Ηταν εκείνος που, όπως έλεγε στο «Going Home», ήθελε από τον Λέοναρντ να γράψει «ένα ερωτικό τραγούδι/ έναν ύμνο στη συγγνώμη/ ένα εγχειρίδιο για το πώς να ζεις με την ήττα». Ολα τα έκανε. Και σε όλα είχε δίκιο.

Με την ίδια αταραξία που περίμενε το τέλος του κόσμου, προετοίμαζε και το δικό του τέλος. Οχι μόνο τον τελευταίο καιρό αλλά ήδη σαράντα χρόνια πριν, με το «A Singer Must Die» (1974) κι ύστερα με το «Death of a Ladies Man» (1977) και το «Tower of Song» (1988). Με τον τελευταίο του δίσκο απλώς το επισημοποίησε, όπως είχε κάνει πριν από αυτόν και ο Ντέιβιντ Μπάουι. «Hineni Hineni/ Είμαι έτοιμος, Κύριε» λέει, παραπέμποντας στην απάντηση που είχε δώσει ο Αβραάμ όταν ο Θεός τού ζήτησε να θυσιάσει τον γιο του. Και ύστερα προβαίνει στον απολογισμό: «Δεν χρειάζομαι κάποιον λόγο/ γι’ αυτό που έγινα,/ έχω ελαφρυντικά/ αλλά είναι κοινότοπα και φτηνά./ Δεν χρειάζομαι συγχώρεση/ δεν έχει μείνει κανείς για να τον κατηγορήσω/ σηκώνομαι από το τραπέζι/ φεύγω από το παιχνίδι». Περίμενε μόνο να εκλεγεί ο Τραμπ. Και πεθαίνοντας, μας έκλεισε το μάτι.

Ο Κοέν δεν πίστευε στη μετενσάρκωση. «Αν όμως επιστρέψω» είχε πει κάποτε, «θα ήθελα να είμαι ο σκύλος της κόρης μου». Θα έχουμε τον νου μας, αλλά χωρίς πολλές ελπίδες.