Το θέατρο Βαχτάνγκοφ συνεργάζεται φέτος με το Εθνικό Θέατρο στον «Οιδίποδα τύραννο», μια παράσταση που πρόλαβα να δω. Αλλά πριν από τρία χρόνια ο Μιχάλης Αδάμ είχε φέρει τον Ρίμας Τούμινας με τη «Μασκαράτα» του Λέρμοντοφ κι είχα πάει από περιέργεια να δω περί τίνος πρόκειται. Η έκπληξη για μένα ήταν ότι το σύγχρονο θέατρο είναι αυτό που ανανεώνει χωρίς να καταστρέφει και να αλλοιώνει το νόημα των έργων που προσπαθεί να φέρει στη σκηνή. Και ακριβώς αυτό κάνει ο Ρίμας Τούμινας. Με μια παράσταση εξαιρετικά σύγχρονη και απλή. Οι παραστάσεις που σου μένουν είναι σε χρόνο ενεστώτα και όχι σε παρελθόντα. Ακριβώς γι’ αυτό γίνονται κλασικές: επειδή δεν έχουν χρόνο, δεν ταυτίζονται με κάτι, δεν επικαιροποιούνται.

Για έναν ηθοποιό το να εντυπωσιαστεί και να ταυτιστεί συναισθηματικά με μια παράσταση είναι ακόμα πιο δύσκολο, καθώς εμείς έχουμε τη διαστροφή του επαγγελματία, το αισθητήριο του οποίου έχει αμβλυνθεί απέναντι στα καινούργια πράγματα που βλέπει. Δεν είμαι οπαδός της νεο-λαγνείας στο θέατρο. Ωστόσο, εντυπωσιάζομαι πραγματικά όταν κάποιος μπορεί και μιλάει για την ουσία και το βάθος των πραγμάτων με έναν σύγχρονο τρόπο, χωρίς να κουνάει το δάχτυλο και να υψώνει το χέρι. Αυτό το έχω δει μόνο στο ρωσικό θέατρο.

ΠΑΙΔΙΑ, ΟΧΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ. Πιστεύω δηλαδή ότι ξεκινώντας από τη ρωσική ψυχή, ως γραφή αλλά και ως πραγμάτωσή του, και περνώντας φυσικά στην παραφυσιολογία, ο Τούμινας –αυτή η κατ’ εμέ πολύ σπουδαία προσωπικότητα του θεάτρου –έκανε μια παράσταση που άγγιζε τη θεατρική ουσία. Ηταν σαν να έβλεπα παιδιά, όχι ηθοποιούς, να παίζουν πάνω σε ένα σανίδι, αθώα και απροσποίητα έτσι όπως παίζαμε εμείς παιδιά στη γειτονιά. Χωρίς να έχουν την αίσθηση ότι κάποιοι τους βλέπουν. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό των μεγάλων σκηνοθετών. Ακριβώς το ίδιο πράγμα είδα και στον Πίτερ Μπρουκ με τη «Μαχαμπαράτα» πριν από πολλά χρόνια. Ανακάλυψα ότι οι μεγάλοι άνθρωποι παραμένουν πάντα νέοι, φρέσκοι, σημερινοί και αυριανοί. Η «Μασκαράτα» λοιπόν ήταν μια παραλλαγή του μύθου που έχει δανειστεί ο Σαίξπηρ για να φτιάξει τον «Οθέλλο» του, αλλά σε μια πιο ρωσική εκδοχή μιας παγωμένης Αγίας Πετρούπολης του 19ου αιώνα.

Το ωραίο θέατρο δεν είναι κάτι που είδαμε και ευχαριστηθήκαμε σήμερα. Είναι ότι κάθε άνθρωπος, όχι μόνο οι καλλιτέχνες αλλά όλοι μας που βλέπουν κάτι καλό να συμβαίνει μπροστά στα μάτια τους, το μεταφράζουν και το κάνουν ένα εργαλείο προσωπικό για να γίνουν καλύτεροι στη δουλειά τους. Οποια και να είναι αυτή. Το καλό θέατρο όταν το παρακολουθείς ως θεατής σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Νομίζω ότι σε δύο περιόδους ο κόσμος μπήκε και γέμιζε τα θέατρα. Στην Κατοχή και σήμερα. Το παρηγορητικό είναι ότι ο κόσμος από φυσική ανάγκη χρειάζεται την αλληλοπαρουσία για να μη νιώθει ότι βιώνει την κρίση και την ταλαιπωρία μόνος του.