Τατουάζ, περίεργα κουρέματα, γρήγορα αυτοκίνητα, φωτογραφίες στα social media, σχέσεις με wannabe μοντέλα ή τηλεπερσόνες, διακοπές στη Μύκονο είναι μερικά από όσα ενοχλούν τον νεοέλληνα οπαδό όταν κάποιος δεν αποδίδει καλά στο γήπεδο. Κι όμως πίσω από το παρεξηγημένο προφίλ της νέας γενιάς των ελλήνων ποδοσφαιριστών υπάρχουν πολλά παιδιά που μεγάλωσαν με δυσκολίες, εμπόδια, αντιξοότητες και παραμένουν προσγειωμένα, παρά την εφήμερη λάμψη της μπάλας. Τα παιδικά χρόνια του Δημήτρη Κολοβού ήταν δύσκολα. Ο δρόμος προς την καταξίωση ήταν ανηφορικός και δύσβατος. Στα 19 του υπέστη σοβαρό τραυματισμό και έναν χρόνο αργότερα έχασε τον πατέρα του.

Είσαι μέλος μιας φουρνιάς ποδοσφαιριστών που αμφισβητείται και πολλές φορές αντιμετωπίζεται από τους οπαδούς με επιφυλακτικότητα. Σε ενοχλεί όταν σας βάζουν όλους στο ίδιο τσουβάλι;

Με ενοχλεί γιατί τους παίρνει όλους η μπάλα. Δεν παίζουν ποδόσφαιρο ούτε τα τατουάζ ούτε τα μαλλιά ούτε η Μύκονος. Επειδή κάποιος τα κάνει αυτά δεν σημαίνει ότι έχει ψωνιστεί ή δεν είναι καλός παίκτης. Εναπόκειται στον κάθε άνθρωπο αν θα ψωνιστεί ή αν θα μείνει προσγειωμένος. Δυστυχώς, ο Ελληνας περιμένει στη γωνία για να κράξει στην αποτυχία. Οταν η Εθνική πήρε το Euro δεν ενοχλούσε η Μύκονος, αλλά όταν άρχισαν τα αρνητικά αποτελέσματα έγινε Εθνική Μυκόνου. Είναι εύκολη η κριτική ιδίως όταν δεν γνωρίζεις τι κουβάλα ο καθένας μέσα του.

Κι εσύ ανήκεις στην κατηγορία των παιδιών που δεν τα βρήκαν όλα ρόδινα στην πορεία τους.

Αλήθεια είναι. Επαθα χιαστό στα 18-19 μου, αλλά δούλεψα πολύ για να το ξεπεράσω γιατί το ποδόσφαιρο είναι αυτό που αγαπάω. Ωστόσο, μόλις άρχισα να ξαναπαίζω ήρθε η απώλεια του πατέρα μου. Εχω τέσσερα αδέλφια και ήμουν ο μεγαλύτερος στην οικογένεια. Εγιναν όλα τόσο γρήγορα, τόσο απότομα κι εγώ έπρεπε να είμαι εκεί για όλους. Ημασταν μια οικογένεια που δεν είχε χρήματα. Υπήρχαν ημέρες που δεν είχαμε λεφτά ούτε για ψωμί. Ημασταν όμως πολύ δεμένοι και αγαπημένοι. Οι γονείς μου ήταν πάντα δίπλα μου. Οταν πέθανε ο πατέρας μου σταμάτησα τη μητέρα μου από τη δουλειά για να είναι μαζί με τα αδέλφια μου. Είμαι πλέον αυτός που συντηρεί οικονομικά την οικογένεια. Και το κάνω πραγματικά επειδή το θέλω.

Δύσκολες καταστάσεις για ένα παιδί που μόλις τελείωνε το σχολείο. Πώς το αντιμετώπισες, συνδυάζοντας παράλληλα και τις υποχρεώσεις του επαγγελματία ποδοσφαιριστή;

Σε ηλικία 19-20 ετών κλήθηκα να διαχειριστώ πράγματα που δεν φανταζόμουν. Εβλεπα τη μητέρα μου στενοχωρημένη και τα μικρότερα αδέρφια μου να ρωτάνε εμένα, που ήμουν μόλις 20, «πού είναι ο μπαμπάς»”. Ηταν μια περίοδος που τα παιδιά, ιδίως τα πιο μικρά, χρειάζονταν την πατρική παρουσία. Δεν είχα χρόνο όμως για να τα σκεφτώ όλα αυτά. Επαιξα μπάλα την επόμενη εβδομάδα. Στα 20 χρόνια μου μεγάλωσα απότομα και έπρεπε να διαχειριστώ πρωτόγνωρες καταστάσεις Δυστυχώς, όμως, έτσι είναι η ζωή. Δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά, μαθαίνεις, γίνεσαι δυνατός και συνεχίζεις.

Από το τοπικό με τον ΠΑΣ Ωρωπού και αφού μεσολάβησαν οι μεταγραφές σε Πανιώνιο και Ολυμπιακό, δοκιμάζεις την τύχη σου στη Μαλίν. Πώς προέκυψε το Βέλγιο; Ποιες είναι οι πρώτες εντυπώσεις σου;

Μιλώντας με τον μάνατζέρ μου Πασχάλη Τουντούρη είχα πει εξαρχής ότι θέλω να πάω σε ομάδα στο εξωτερικό για να παίξω πολλά παιχνίδια. Είχαμε τέσσερις – πέντε προτάσεις από το Βέλγιο και θεωρήσαμε ότι η Μαλίν, μια ιστορική ομάδα που προσπαθεί να επανέλθει δυναμικά, προσέφερε την καλύτερη προοπτική για εμένα. Και είμαι πολύ χαρούμενος με την επιλογή μου. Οι συνθήκες που έχω συναντήσει είναι εξαιρετικές και το επίπεδο ιδιαίτερα υψηλό. Δεν συγκρίνεται το επίπεδο του βελγικού πρωταθλήματος με το ελληνικό.

Προστέθηκες σε ένα μεγάλο κλαμπ ελλήνων παικτών που αγωνίζονται στο βελγικό πρωτάθλημα. Τι έχει το Βέλγιο και προσελκύει τους Ελληνες;

Νομίζω ότι αν και είναι απαιτητικό και δύσκολο πρωτάθλημα με τρεξίματα, δύναμη και γρήγορο ποδόσφαιρο, δίνει ευκαιρίες, δείχνει υπομονή και εμπιστεύεται παίκτες που έχουν ταλέντο.