Πριν από τα εκτεταμένα ρεπορτάζ των τελευταίων ημερών στα «ΝΕΑ» για το Φαρμακονήσι, είχαμε διαβάσει στην ίδια εφημερίδα, το Σαββατοκύριακο 16-17 Νοεμβρίου 2013, για ακόμη ένα σχετικό περιστατικό με τον τίτλο «Τραγωδία με μετανάστες στην Αιτωλοακαρνανία»: «Δώδεκα άνθρωποι, ανάμεσά τους τρία αγοράκια και ένα κοριτσάκι, ηλικίας από 3 έως 6 ετών, πνίγηκαν χθες τα ξημερώματα σε μικρή απόσταση από την ακτή της Παλαίρου, απέναντι από τη Λευκάδα. Πρόκειται πιθανότατα για πρόσφυγες από τη Συρία που είχαν επιβιβασθεί μαζί με άλλους δεκαπέντε συμπατριώτες τους σε ένα μικρό σκάφος προκειμένου να φθάσουν, όπως εκτιμάται, στην Ιταλία».

Επειδή τα περιστατικά μάς γίνονται γνωστά –τα Λιμενικά, η Frontex, η Διεθνής Αμνηστία, τόσοι οι ανήλικοι και τόσοι οι ενήλικοι που πνίγηκαν, τόσοι εκείνοι που διασώθηκαν –νομίζουμε ότι καταλαβαίνουμε και τι ακριβώς έχει συμβεί. Θεωρούμε συνήθως ότι οι εξηγήσεις, όσο παράλογες, απάνθρωπες ή ψευδείς και αν είναι, εικονογραφούν ή ακόμη χειρότερα μπορούν να δικαιολογήσουν σε κάποιον βαθμό την πραγματικότητα.

Αλλά η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ αυτή που προκαλεί διαφωνίες, όσον αφορά την αντιμετώπισή της, ανάμεσα σε συμπολίτευση και αντιπολίτευση. Τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη όταν θεωρούν ότι το πρόβλημα έγκειται στις διαφωνίες τους, την πραγματικότητα την φτιασιδώνουν εξίσου βάναυσα και χυδαία.

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ είναι ότι όλοι, αλλά όλοι, όσοι δεν κινδυνεύουμε να πνιγούμε μέσα στις ίδιες με τους μετανάστες και τους λαθρομετανάστες συνθήκες, θεωρούμε βαθιά μέσα μας ότι οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν στη ζωή χωρίς κανέναν άλλο προορισμό παρά κάποια στιγμή να πνιγούν. Αν αισθανόμασταν διαφορετικά δεν θα είχε υπάρξει ούτε ένα δεύτερο, πόσω μάλλον πολλοστό –μετά το πρώτο –ναυάγιο με μετανάστες. Θα είχε ξεσηκωθεί με τέτοιον τρόπο η συνείδησή μας ώστε τα απανταχού Λιμενικά, η Frontex, η Διεθνής Αμνηστία, όποιος διάολος και αν ήταν, θα λογαριάζονταν ως αστειότης προκειμένου να διασωθεί έστω μια ανθρώπινη ζωή που θα τύχαινε να κινδυνεύσει.

Δεν έχουμε παρά να προσέξουμε ένα απλό γεγονός: σε όλα τα ρεπορτάζ, μικρά ή μεγάλα, τα τηλεοπτικά ή των εφημερίδων, κανένας μετανάστης δεν αναφέρεται με το όνομά του, είναι δηλαδή σαν να μην έχει όνομα. Δεν μαθαίνουμε το όνομα κανενός. Πράγμα που σημαίνει ότι αφού δεν έχει όνομα είναι για τη συνείδησή μας ένα τελείως απαξιωμένο ον. Αν είχε την ελάχιστη αξία, και ως εκ τούτου θα έπρεπε να μην κινδυνεύσει, θα ξέραμε το όνομά του. Αυτό και μόνο θα αρκούσε για να αναθεωρήσουμε τις σχέσεις μας με το μυστήριο του βαφτίσματος και να το λογαριάζουμε περίπου σαν ένα έγκλημα.

Αν σκεφθεί κανείς τη σωρεία των ναυαγίων με μετανάστες που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια ενδέχεται να αντιτείνει: «Μα πώς είναι δυνατόν να τα θυμάται κανείς όλα ή να λυπάται για αγνώστους του, ώστε να του γίνεται αφόρητη η καθημερινότητά του;». Οπως ακριβώς θυμάται με το νι και με το σίγμα τα ατυχήματα με τον γιο του Κένεντι ή με τον γιο του Ωνάση που επίσης του ήταν άγνωστοι.

Σε τελευταία ανάλυση, με το να ενδιαφερθείς για ταλαίπωρους και δυστυχισμένους αγνώστους σου δείχνεις ότι διατηρείς και κάποια αξιοπρέπεια. Με το να νοιάζεσαι για ανθρώπους που ακόμη και εάν σε γνώριζαν θα αδιαφορούσαν για εσένα παντελώς αποκαλύπτεις πόσο αναξιοπρεπές άτομο είσαι. Οπως ακριβώς συμβαίνει με τους περισσότερους από εμάς, ώστε οι μετανάστες μέσα στον θρήνο τους και στη δυστυχία τους να λάμπουν αξιοπρεπέστατοι.