Μπροστά στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, στην Πανεπιστημίου, το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής, μια κοντόχοντρη γυναίκα, γύρω στα πενήντα πέντε, κραδαίνει ένα χαρτί, φωνάζοντας σε μια γνωστή της: «Εχω να πάω στο Πρωτοδικείο και σε άλλα τρία, να την φάω και να ‘ναι κρύα». Το παρουσιαστικό της δεν έδειχνε μια γυναίκα χυδαία ή βάρβαρη, αντίθετα ο καθένας θα μπορούσε να τη συστήσει για μητέρα του, αδελφή του ή θεία του, χωρίς να ντραπεί. Οσο θυμωμένη όμως και να αισθανόταν, γιατί, αν και με περικομένο ασφαλώς τον μισθό της, εξακολουθούσε να κάνει τόσα πολλά για την υπηρεσία όπου δούλευε, η έκρηξή της θα ήταν αδικαιολόγητη ακόμη και αν την άκουγε ένας μόνον, και όχι τουλάχιστον μια δεκάδα περαστικών.

Μια στοιχειώδης αίσθηση αυτοπροστασίας –δεν συζητάμε για αξιοπρέπεια –θα την έκανε πιο σεμνή στην έκφρασή της, ώστε να μη γελοιοποιείται χωρίς τίποτε να την υποχρεώνει να το κάνει. Οταν κανείς δεν θα είχε τη διάθεση, λόγω του παρουσιαστικού της, να της την προσφέρει όχι μόνο «ζεστή» αλλά ούτε καν «κρύα», όφειλε να μην υπογραμμίζει μια στέρηση που, σαφέστατα, απάνθρωπη, η κοινωνία, ως μικρογραφία με τους περαστικούς ενός μεγάλου δρόμου, είναι έτοιμη να σαρκάσει. Δεν εννοούμε ότι μια νεαρή με εμφάνιση κούκλας θα δικαιολογούνταν, σε σχέση με την κακοσουλούπωτη κοντόχοντρη γυναίκα, να διαμαρτυρηθεί για τον φόρτο της εργασίας της, ότι δεν της απομένει τίποτε άλλο πια παρά «να την φάει και να είναι κρύα».

ΠΩΣ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΟΥΜΕ, υπάρχει μια σιωπηρή συμφωνία ανάμεσα στους ανθρώπους για το τι μπορούμε να πούμε και να ανταλλάξουμε στους δημόσιους χώρους. Ενας τρόπος έκφρασης που θα ήταν ανεπίτρεπτος ακόμη και μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου θα έπρεπε να αισθανόμαστε ότι προσβάλλει εμάς τους ίδιους σε έναν οποιονδήποτε δημόσιο χώρο. Φαίνεται όμως πως εδώ και δεκαετίες έχει αλλάξει η σχέση μας με τους δρόμους και τους δημόσιους χώρους. Ενώ θεωρούνταν με τις διαδηλώσεις και τις διαμαρτυρίες μόνον ως χώροι έκφρασης καθολικών αιτημάτων, τώρα έχουν μεταβληθεί σε θέατρο για κάθε προσωπική αμετροέπεια και χυδαιότητα. Πράγματα που θα δίσταζε κανείς ακόμη και να τα υπαινιχθεί μέσα σε κλειστό χώρο, με μάρτυρα έναν μόνον άνθρωπο, θεωρεί τον δρόμο και τους αγνώστους του ως το πιο πρόσφορο περιβάλλον για να εκφράσει την αγανάκτησή του και τις πιο σκοτεινές πλευρές του χαρακτήρα του.

Δεν έχετε παρά να προσέξετε τον τρόπο με τον οποίο μιλάνε στα κινητά οι γυναίκες, ιδιαίτερα –συγγνώμην για τον ρατσισμό –όταν μάλιστα συμβαίνει γύρω τους να σχηματίζεται ένα κενός χώρος. Πηγαινοέρχονται χαριεντιζόμενες με μια έκφραση που υπονοεί μια σχέση προσωπική, χωρίς προηγούμενο στην ιστορία των σχέσεων, ενώ κλείνουν πάντα με τη λέξη «φιλάκια», λέγοντάς την μάλιστα τρεις και τέσσερις φορές. Είναι βέβαια ότι έχουν οργανωθεί, βγαίνοντας από το σπίτι τους, να δώσουν σε κάποιο σημείο της διαδρομής τους μια ολιγόλεπτη παράσταση.

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ πιο ολέθρια παρεξήγηση της έννοιας της ελευθερίας από το να χρησιμοποιούμε τους άλλους, που υποχρεωτικά θα έρθουν σε μια στιγμιαία επαφή μαζί μας, να γίνονται αποδέκτες πραγμάτων που αν ενδιαφέρουν κάποιον είμαστε μόνον εμείς. Να θεωρούμε σχεδόν αυτονόητο να βάζουμε τους άλλους μέσα στον προσωπικό μας λογαριασμό, θεωρώντας τους τόσο ευτελείς όσο ενδέχεται να νιώθουμε εμείς οι ίδιοι.

Αλλά υπάρχει ακόμη μια πιο ολέθρια επίπτωση αυτής της «ελευθερίας»: να νιώθουμε τόσο αυτάρκεις και ησυχασμένοι μέσα της ώστε να χάνεται η ελευθερία που οφείλουμε να διεκδικούμε, γιατί μας καίει, σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.