Με το νησί των εφοπλιστών και τον σουρεαλιστή ποιητή και πεζογράφο συνεχίζεται η σειρά όπου παρουσιάζονται γωνιές της Ελλάδας σε σχέση με τους λογοτέχνες που έχουν αναδείξει

Η Ανδρος, αν συμβεί να την έχεις γνωρίσει έστω και ελάχιστα, διαθέτει την ιστορία και την καθημερινότητα δέκα τουλάχιστον νησιών. Ευτυχώς που έχει υπάρξει ο Ανδρέας Εμπειρίκος ώστε ως προβολέας να συγκεντρώνεται το ενδιαφέρον σ’ αυτόν και να αισθάνεσαι ότι μπορείς να τη χωρέσεις ακόμη και σε ένα σύντομο κείμενο. Χωρίς να υπολείπονται σε έργο και άλλες μορφές που γέννησε το νησί αυτό και τεράστια λογαριάζεται η προσφορά τους στον πολιτισμό μας. Οπως είναι, λόγου χάρη, ο φιλόσοφος και δοκιμιογράφος Β.Ν. Τατάκης ή ο κριτικός και μεγάλος πια ιστορικός της λογοτεχνίας (σύμφωνα με τη θέση που τείνει να πάρει σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του) Ανδρέας Καραντώνης.

Αν πάμε βέβαια λίγο πιο πίσω, ή μάλλον πολύ πιο πίσω, στο τέλος του 18ου και στις αρχές ώς τα μέσα του 19ου αιώνα, θα φτάσουμε στον Θεόφιλο Καΐρη, τον λόγιο, ιερωμένο και φιλόσοφο, του οποίου το έργο, όντας ο ίδιος σπουδαγμένος αρχικά στην Πίζα της Ιταλίας και αργότερα στο Παρίσι, εμφορείται από τις αξίες τής τόσο κοντινής του Γαλλικής Επανάστασης.

Αν εκπλήσσεσαι με την Ανδρο, είναι χάρη σε έναν συνδυασμό που αποκλείεται να τον συναντήσεις σε οποιοδήποτε άλλο νησί, έστω και σε πολύ μικρότερο βαθμό, αλλά στην Ανδρο έχει αποφέρει κορυφαία επιτεύγματα. Νησί με μια πλούσια παράδοση ηθών και εθίμων, που διατηρούνται με ευλάβεια τόσο από τους ντόπιους όσο και από τους ξεριζωμένους Ανδριώτες, έχει διατηρήσει εντελώς ανόθευτο το «χρώμα» του. Εστω και αν τα 600 καράβια του (σε αυτόν τον αριθμό τα είχε ανεβάσει σε χρονογράφημά του στο «Βήμα» ο Παύλος Παλαιολόγος στα μέσα της δεκαετίας του ’60) έχουν μεταφέρει στο νησί έναν πολιτισμό από χώρες σκορπισμένες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.

Αλλά ταυτόχρονα η Ανδρος με τη μακραίωνη παράδοση και τον αναπόφευκτο κοσμοπολιτισμό της, χάρη στη ρίζα των εφοπλιστικών της οικογενειών, εξελίσσεται σε ένα διεθνές κέντρο σύγχρονης τέχνης με τις εκθέσεις των παγκόσμιας ακτινοβολίας εικαστικών και γλυπτών στο περιώνυμο μουσείο της.

Πώς συμβαίνει όμως να έχει συνδυαστεί η Ανδρος με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, αν και δεν έχει γεννηθεί καν σε αυτήν, και να μην αναφέρεται σε σχέση έστω με τον πεζογράφο Μ. Καραγάτση που έχει γράψει εξαίσιες σελίδες για το νησί του Θεόφιλου Καΐρη (αν πρέπει, σώνει και καλά, έναν τόπο να τον αποδίδουμε σε κάποιον); Ούτε βέβαια ο Καραγάτσης ήταν ανδριώτικης καταγωγής, συγγένευε όμως με το νησί εξαιτίας του γάμου του με την Ανδριώτισσα Νίκη Καραγάτση, τη σπουδαία ζωγράφο που έχει αναπαραστήσει εσωτερικά σπιτιών και όψεις της θάλασσας του νησιού της.

ΑΠΟ ΤΗ ΡΟΥΜΑΝΙΑ. Φαίνεται όμως να υπάρχει ένα αστέρι και το αστέρι αυτό περιέβαλε ως Ανδριώτη τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Οι γονείς του βέβαια κατάγονταν από το νησί αυτό με την πλούσια βλάστηση και τα ακόμη πλουσιότερα νερά, ο ίδιος όμως είχε γεννηθεί στη Βράιλα της Ρουμανίας. Δεν έζησε ως παιδί στην Ανδρο, αφού μεγάλωσε στη Σύρο και στην Αθήνα, παρά μονάχα τα καλοκαίρια σε σύντομες παραμονές στη Χώρα. Μόλις ωστόσο ήρθε σε ουσιαστικότερη επαφή μαζί της, ένας έρωτας τον κυρίευσε για την Ανδρο που διατηρήθηκε ώς το τέλος της ζωής του, το 1975. Περισσότερο ακόμη και από το ποίημά του «Ανδρος – Υδρούσα», το γραμμένο κατά πάσα πιθανότητα μετά το 1960 («Είμαι στην κορυφή και είμαι στις πεδιάδες / Είμαι ο νόστος και είμαι η συρμαγιά / Ο φλόκος μου φουσκώνει ακόμη τα πανιά και πλαταγίζει»), θα θεωρούσε κανείς την περιγραφή ενός ονείρου του σε κείμενο των «Γραπτών» της εποχής 1936-46, που λέει: «…Ξαφνικά, μου φάνηκε πως έπεφτα, όχι κατά τρόπο τρομακτικό, όπως συμβαίνει στους εφιάλτας, αλλά μαλακά και ηδονικά, μέσα σε έναν μπαξέ της ιδιαιτέρας μου πατρίδος Ανδρου, όπου, την άνοιξι, οι ανθισμένες λεμονιές σκορπούν τα μύρα τους, με τόσην επιμονή και τόσον έντονα, που πλημμυρίζουν, όχι μόνον τον αέρα, αλλά και τα πιο ερμητικώς κλειστά δωμάτια, και τα πιο βαθιά σεντούκια και συρτάρια».

Πλήθος κειμένων ελλήνων λογοτεχνών που έχουν γραφεί για την Ανδρο θα μπορούσε να αναφέρει κανείς, θα ήταν όμως αδικαιολόγητη παράλειψη αν δεν μνημονεύαμε τα αντίστοιχα του Παύλου Νιρβάνα, του Ηλία Βενέζη, του Γιάννη Σφακιανάκη, του Ανδρέα Καραντώνη, του Χρήστου Λεβάντα, του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου και άλλων, αλλά και τα μυθιστορήματα της Ιωάννας Καρυστιάνη «Η μικρά Αγγλία» και της Μαρίας Σκιαδαρέση «Η κίτρινη ώρα».