ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΤΑΣΗ ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ «LΟΝG
SΙΧΤΙΕS», ΠΟΥ ΚΑΤΑΠΙΑΝΕΤΑΙ ΟΧΙ ΤΟΣΟ
ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΩΝ ΑΚΤΙΒΙΣΤΩΝ ΟΣΟ
ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΤΟΥΣ. ΠΑΙΔΙΩΝ
ΠΟΥ ΕΙΤΕ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΝ ΜΕΣΑ
ΣΤΗ ΔΙΝΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΉΑΜΕΣΩΣ
ΜΕΤΑ ΚΑΙ ΣΗΜΑΔΕΥΤΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΤΟΥΣ. ΚΟΙΝΟΣ
ΤΟΥΣ ΠΑΡΟΝΟΜΑΣΤΗΣ, ΟΧΙ ΤΟΣΟ Η
ΘΕΤΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
ΟΣΟ Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΩΣ ΒΑΡΟΣ.
«Η ντροπή είναι μια οικογενειακή κληρονομιά που μεταδίδεται εξαιρετικά καλά», γράφει η Βιρζινί, κόρη ενός από τους πιο χαρισματικούς αλλά «καταραμένους» ηγέτες της Μαοϊκής Αριστεράς του γαλλικού Μάη του ΄68. Αντίστοιχα η Άννα Νέγκρι, κόρη του γνωστού διανοητή και ηγέτη της ιταλικής ριζοσπαστικής Αριστεράς τη δεκαετία του ΄70 Τόνι Νέγκρι, νιώθει πως το βάρος του ονόματός της δεν την άφησε για χρόνια να αναπτύξει τα δικά της όνειρα: «Ήμασταν δέσμιοι του κόσμου τους, του ονείρου τους, του σχεδίου τους». Έτερος κοινός παρονομαστής, μια οικογένεια συγκλονισμένη από την πτώση του επαναστάτη πατέρα, που στη μία περίπτωση βουβαίνεται και στην άλλη φυλακίζεται.

Στην περίπτωση της Λινάρ, o ιδεολόγος και ακτιβιστής πατέρας οδηγήθηκε από τα αδιέξοδα τής μετά το ΄68 εποχής και τη συντριβή της ουτοπίας σε κατάθλιψη και απόπειρα αυτοκτονίας. Όταν συνήλθε από το κώμα στο οποίο είχε περιπέσει, ήταν αγνώριστος, κατατονικός και κυρίως ανίκανος να εκφραστεί, έχοντας απολέσει το μοναδικό του κεφάλαιο: τον λόγο. Προσπαθώντας να ανασυστήσει μέρος της ιστορίας του πατέρα της, η Βιρζινί Λινάρ αποφασίζει εκτός από τις μνήμες της να ανατρέξει και σε αυτές των άλλων παιδιών Μαοϊκών ακτιβιστών εκείνης της εποχής – ψυχογραφώντας τη γενιά της και αναζητώντας τη συλλογική ιστορία σε ένα βιβλίο με τίτλο Η μέρα που ο πατέρας μου το βούλωσε .

Τα βασικά ερώτημα που θέτει είναι: Ποια είναι αυτά τα παιδιά; Πού ζουν; Έχοντας ζήσει από μικροί την αποδόμηση του ζευγαριού, μπόρεσαν να αγαπήσουν; Με τι ασχολούνται; Τα παιδιά που «θυσιάστηκαν» στο όνομα της πολιτικής, ασχολούνται μαζί της; Και πώς μεγαλώνουν τα δικά τους παιδιά; Όταν κάποιοι αρνήθηκαν να κρίνουν τους γονείς τους και την παιδική τους ηλικία, η ίδια αντέτεινε πως αυτή η διαδικασία θα ήταν θεραπευτική, εντάσσοντας επιτέλους μια γενιά που βίωσε την εποχή της ατομικότητας, σε μια ευρύτερη συλλογικότητα. Στο πολυφωνικό αποτέλεσμα του βιβλίου συμμετέχουν γιοι και κόρες γνωστών αριστεριστών της εποχής, όπως ο Αλέν Ζεσμάρ, ο Αλέν Κριβίν, ο Ανρί Βεμπέρ και ο Ρολάν Καστρό.

Έντονες μνήμες

Η Λινάρ πράγματι αναδεικνύει έντονες μνήμες με κοινά στοιχεία αυτής της φαντασιακής κοινότητας. Ως κυριότερα στοιχεία της γονεϊκής συμπεριφοράς καταγράφονται η εκκεντρικότητα και η απόλυτη απορρόφησή τους από την πολιτική. «Ήταν τέτοια η εποχή, ήταν όλοι τους έτσι», είναι μια από τις σκέψεις που μοιράζονται τα παιδιά τους σήμερα. Το ΄68 δεν αντιμετωπίζεται μόνο ως η ιστορία που καθόρισε τους γονείς τους, αλλά και τους ίδιους, επιβάλλοντας συμπεριφορές και κώδικες. Θυμούνται να σκαρώνουν παιχνίδια με τα τσιτάτα του Μάο, να παρακολουθούν εναλλακτικούς παιδικούς σταθμούς, να νιώθουν συγκίνηση για τα παλιά επαναστατικά τραγούδια. Θυμούνται τις ατελείωτες πολιτικές συζητήσεις των γονιών με τους συντρόφους τους με τα μακριά μαλλιά και τα προβάτινα παλτό μέχρι πρωίας – άλλοι με αποτροπιασμό και άλλοι σαν ένα διαρκές νανούρισμα. Άλλοι μιλάνε χωρίς νοσταλγία για την επίμονη έκθεση των γυμνών σωμάτων και την εναλλαγή συντρόφων των γονιών τους.

Στο βιβλίο της με τίτλο Με ένα πόδι σφηνωμένο στην Ιστορία, η Άννα Νέγκρι περιγράφει την παιδική της ηλικία και τον αντίκτυπο που είχε πάνω της η πολιτική στράτευση των γονιών της, με αποκορύφωμα την σύλληψη και φυλάκιση του πατέρα της με την κατηγορία ότι ήταν ο εγκέφαλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Εδώ περιγράφεται η δεκαετία του ΄70, η εξωκοινοβουλευτική ιταλική Αριστερά, η πολιτική βία και τα «χρόνια του μολυβιού». Ζώντας και αυτή σε μια εναλλακτική οικογένεια, η Νέγκρι μοιράζεται πολλά από τα ζητήματα της Λινάρ.«Τους μισούσαμε γιατί οι έφηβοι ήμασταν εμείς αλλά αυτοί ήταν τόσο ρέμπελοι που μας φόβιζαν. Με την ίδια μανία που οι τουρίστριες της ηλικίας τους κάναν shopping, οι μανάδες μας κλέβαν ρούχα από τα μαγαζιά, βιβλία από τα βιβλιοπωλεία. […] Εμείς τις μαλώναμε». Εδώ βλέπουμε ένα αναποδογύρισμα των ρόλων, την αίσθηση πως τα παιδιά είναι πιο σοβαρά από τους γονείς τους. Επίσης, η Νέγκρι και η Λινάρ έζησαν στο πετσί τους τις ακρότητες της σεξουαλικής απελευθέρωσης, όταν δωδεκάχρονες ακόμα υπέστησαν τη σεξουαλική παρενόχληση οικογενειακών φίλων, οι οποίοι ένιωθαν πως έτσι έσπαζαν ακόμα ένα ταμπού.

Η Νέγκρι βλέπει και καταγράφει τα πάντα, ανασύρει λεπτομέρειες και «παγωμένες μνήμες». Το κείμενο δομείται με τρόπο που καταδεικνύει την παράλληλη ενηλικίωσή της με την περιπέτεια του πατέρα της- με την αποφοίτησή της να συμπίπτει με την πολυπόθητη αποφυλάκιση και τη διαφυγή του στη Γαλλία. Άγχος, ένταση και θυμός είναι τα συναισθήματα που κυριαρχούν, καθώς και η γνώριμη αναζήτηση της «φυσιολογικότητας», μιας απλής, χωρίς αναλύσεις για το μέλλον και για το τι θα γινόταν πριν ή μετά την επανάσταση, καθημερινότητας. Το οικογενειακό περιβάλλον αναπαρίσταται σε μια μόνιμη ημινευρωτική κατάσταση, ενώ ο πατέρας περιγράφεται ως απών, «τουρίστας συναισθημάτων».

Ένα επιπλέον στοιχείο στην περίπτωσή της είναι ο μόνιμος φόβος και η διαρκής αίσθηση κινδύνου. Το βιβλίο ξεκινάει με την έφοδο των αστυνομικών στο σπίτι τους και το ερώτημα που πλανάται- γιατί; «Είμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση», ήταν η σταθερή επωδός των γονιών. Το κυρίαρχο συναίσθημα είναι ντροπή για την αστυνομική έφοδο και την έρευνα, ντροπή για τη σύλληψη και φυλάκιση αργότερα, ντροπή για τα πρωτοσέλιδα και την επακόλουθη αναγνωρισιμότητα. Ο Τόνι Νέγκρι κατηγορήθηκε για «ένοπλη εξέγερση ενάντια στο κράτος» και ως ηθικός αυτουργός 18 ανθρωποκτονιών που υποτίθεται πως ενθάρρυνε ως «cattivo maestro» με τα γραπτά του. Σε αντίθεση με αντίστοιχες περιπτώσεις προσωπικών καταθέσεων, η Νέγκρι δεν ενδιαφέρεται να αποκαταστήσει την «αλήθεια» για τον πατέρα της. Το βλέμμα της είναι κριτικό και δεν διστάζει να αναφερθεί σε στιγμές που προδίδουν την ιδεολογικοποίηση της βίας από την πλευρά του. Παράλληλα, αναρωτιέται για το πώς η βία συνυπήρχε με τη χαρά στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, αλλά και γιατί αυτά τα τόσο εναλλακτικά κινήματα αναπαρήγαγαν παραδοσιακές δομές εξουσίας, ειδικά σε σχέση με το κοινωνικό φύλο. Επίσης, μέσα από την καταγραφή της υποκειμενικότητάς της δημιουργεί μια τοιχογραφία ολόκληρης της εποχής στην Ιταλία και το πέρασμα από τα 70s στα 80s, από την πολιτική στην πανκ διαμαρτυρία, από τα μαλακά στα σκληρά ναρκωτικά, από τις μεγάλες παρέες στην ατομικότητα.

Ποιοτικές διαφορές

Σε αυτά τα βιβλία υπάρχουν βεβαίως ποιοτικές διαφορές ανάμεσα στον πολιτικό ριζοσπαστισμό και τον εξτρεμισμό, στα διαφορετικά είδη πολιτικοποίησης και στα ιδιαίτερα χρονικά και γεωγραφικά πλαίσια. Παντού όμως η στράτευση παρουσιάζεται ως ταυτόχρονα κινητήρια δύναμη και δύναμη καταστροφής. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις η περιγραφή είναι ειλικρινής, χωρίς συναισθηματισμούς και νοσταλγίες, τολμηρή στις λεπτομέρειές της και καίρια στην αποτύπωση του τραυματισμού αυτών των παιδιών από τα κομμάτια της θρυμματισμένης ουτοπίας των γονιών τους.