Κάθε χρόνο, εκατοντάδες χιλιάδες ενήλικοι ανεβαίνουν σε έναν κυλιόμενο διάδρομο, όχι για να γυμναστούν, αλλά για να αξιολογηθεί η υγεία της καρδιάς τους.

Ο Τιμ Ράσερτ, ο δημοσιογράφος του ΝΒC, είχε υποβληθεί σε αυτή την εξέταση- τεστ κοπώσεωςέξι εβδομάδες πριν πεθάνει από έμφραγμα τον περασμένο μήνα, σε ηλικία 58 χρόνων. Όπως ανακοινώθηκε, τα αποτελέσματά του ήταν φυσιολογικά και αυτό έκανε πολλούς να αναρωτιούνται πόσο αξιόπιστη είναι αυτή η εξέταση.

Δύο εβδομάδες πριν από τον θάνατο του Τιμ Ράσερτ, ο δρ Τοντ Ντ. Μίλερ, καρδιολόγος και διευθυντής στο Εργαστήριο Πυρηνικής Καρδιολογίας της Κλινικής Μάγιο στο Ρότσεστερ της Μινεσότα, είχε δημοσιεύσει στην «Επιθεώρηση Ιατρικής της Κλινικής του Κλίβελαντ» (CCJΜ) μία αξιολόγηση της ικανότητας του τεστ κοπώσεως να ανιχνεύει την παρουσία καρδιολογικών προβλημάτων, δυνητικά απειλητικών για τη ζωή.

Όπως εξήγησε σε τηλεφωνική συνέντευξη στην εφημερίδα«Νιου Γιορκ Τάϊμς» ο δρ Μίλερ, το τεστ κοπώσεως προορίζεται «σχεδόν αποκλειστικά» για ανθρώπους με συμπτώματα στεφανιαίας νόσου.

«Στην πραγματικότητα όμως», πρόσθεσε, «συχνά χρησιμοποιείται ως διαγνωστική εξέταση για ανθρώπους δίχως συμπτώματα, οι οποίοι ανησυχούν ότι κινδυνεύουν. Η ακρίβεια του τεστ εξαρτάται από τον άνθρωπο στον οποίο εφαρμόζεται. Έχει μεγαλύτερη ακρίβεια σε πληθυσμούς με υψηλή συχνότητα στεφανιαίας νόσου. Ωστόσο, στους περισσότερους ανθρώπους δίχως συμπτώματα, η συχνότητα της νόσου είναι τόσο χαμηλή με αποτέλεσμα και η ακρίβεια του τεστ να είναι χαμηλή».

Περιορισμοί και πλεονεκτήματα

Η αλήθεια είναι πως το τεστ κοπώσεως είναι αδύνατον να ανιχνεύσει το είδος του προβλήματος που κόστισε τη ζωή του Τιμ Ράσερτ- μία πλάκα στο εσωτερικό τοίχωμα μιας στεφανιαίας αρτηρίας που υπέστη ρήξη, προκαλώντας τη δημιουργία ενός θρόμβου ο οποίος τάχιστα προκάλεσε μοιραία διαταραχή του καρδιακού ρυθμού.

«Εάν δεν διαταρασσόταν ο καρδιακός ρυθμός, ο Τιμ Ράσερτ θα είχε πολύ περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσει από το έμφραγμα» είπε ο δρ Μίλερ, ο οποίος πάντως δεν ήταν ο θεράπων ιατρός του.

Τα αποτελέσματα του Τιμ Ράσερτ στο τεστ κοπώσεως μπορεί να τον κατέταξαν στην κατηγορία χαμηλού κινδύνου για καρδιακό θάνατο, πρόσθεσε ο δρ Μίλερ, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν κινδύνευε.

«Υπολογίζουμε πως 3 ασθενείς στους 1.000 με χαμηλού κινδύνου τεστ κοπώσεως πεθαίνουν από καρδιαγγειακό επεισόδιο μέσα σε έναν χρόνο. Μεταξύ όσων έχουν υψηλού κινδύνου τεστ κοπώσεως, η αντίστοιχη αναλογία είναι 1 ασθενείς στους 100».

Επιπλέον, «όταν το τεστ κοπώσεως χρησιμοποιείται σε ανθρώπους με χαμηλό κίνδυνο στεφανιαίας νόσου, ένα μη φυσιολογικό εύρημα συνήθως είναι ψευδώς θετικό, δηλαδή οδηγεί σε περαιτέρω αλλά αχρείαστο στην πραγματικότητα έλεγχο».

Τα κύρια πλεονεκτήματα του τεστ είναι πως είναι γρήγορο και έχει χαμηλό κόστος, σε σύγκριση με εξετάσεις όπως η αξονική ή η κλασική στεφανιαιογραφία. Ανεξαρτήτως κόστους όμως δεν έχει καμία αξία εάν τα ευρήματά του δεν ερμηνευθούν σε συνάρτηση με τους άλλους παράγοντες κινδύνου για στεφανιαία νόσο που συγκεντρώνει κανείς: το φύλο, την ηλικία και τα τυχόν συμπτώματά του, καθώς και το αν καπνίζει, είναι υπέρβαρος, έχει υπέρταση, υψηλή χοληστερόλη, διαβήτη ή οικογενειακό ιστορικό καρδιοπάθειας.

Ποιες βλάβες εντοπίζει το τεστ

Η ικανότητα του τεστ κοπώσεως να ανιχνεύσει κάποια στένωση εξαρτάται από το ποια από τις τρεις στεφανιαίες αρτηρίες έχει πρόβλημα, ενώ αυξάνεται όταν υπάρχει στένωση σε περισσότερες από μία, σύμφωνα με τον δρα Μίλερ.

Ουσιαστικά, το τεστ αποσκοπεί στο να απαντήσει σε δύο ερωτήματα: «Πάσχει ο ασθενής από στεφανιαία νόσο; Και πόσο πιθανό είναι να πεθάνει σύντομα από στεφανιαίο επεισόδιο;» αναφέρει ο δρ Μίλερ στην επιθεώρηση της Cleveland Clinic. Στην καλύτερη περίπτωση, όμως, μπορεί απλώς να παράσχει μία εκτίμηση για τον κίνδυνο εμφράγματος ή θανάτου από αυτό μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.

Κατά τη διάρκεια του τεστ, ο ασθενής είναι συνδεδεμένος με έναν υπερηχοκαρδιογράφο.

Οι μετρήσεις που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά το τεστ αποτελούν δείκτες της καρδιαγγειακής κατάστασης. Οι γιατροί εξακριβώνουν πόση ώρα αντέχει ο ασθενής την προοδευτικά αυξανόμενη ταχύτητα και δυσκολία του τεστ, εάν η πίεσή του μειώνεται ή αυξάνεται, εάν ο καρδιακός ρυθμός του αυξάνεται κατά τη διάρκεια του τεστ στο κατάλληλο για την ηλικία του επίπεδο και πόσο γρήγορα χαλαρώνει έπειτα.

Τη μεγαλύτερη προγνωστική αξία έχει η διάρκεια του τεστ, σύμφωνα με τον δρα Μίλερ. «Όσο περισσότερο αντέχει ο ασθενής να βρίσκεται στον κυλιόμενο διάδρομο, τόσο πιο απίθανο είναι να πεθάνει σύντομα από στεφανιαία νόσο ή άλλη αιτία», αναφέρει.

Ακόμα και οι άνθρωποι με στενώσεις και στις τρεις στεφανιαίες αρτηρίες τους έχουν μπροστά τους πολλά χρόνια ζωής, εάν κατορθώσουν να μείνουν στον διάδρομο επί 12 λεπτά ή περισσότερο, σύμφωνα με μελέτη σε 4.083 εθελοντές που διεξήχθη πριν από δύο δεκαετίες.

Η αντοχή στο τεστ, όμως, μπορεί να περιοριστεί από την έλλειψη καλής φυσικής κατάστασης, τυχόν προβλήματα μέσης ή άλλες, άσχετες ασθένειες, γεγονός που σημαίνει ότι απαιτούνται πρόσθετες εξετάσεις.

«Όταν ένας μεσήλικος, που κάνει καθιστική ζωή, αντέχει μόλις 3 λεπτά στο τεστ κοπώσεως, ο γιατρός αντιμετωπίζει το δίλημμα: είναι καρδιοπάθεια ή απλώς κακή φυσική κατάσταση;» λέει ο δρ Μίλερ.

Τι σημαίνουν πρακτικά όλα αυτά; Ότι τα ευρήματα του τεστ κοπώσεως αποτελούν μονάχα έναν από τους παράγοντες αξιολόγησης της υγείας της καρδιάς.