Κεντρική – Νότια Μικρασία Περιφέρεια Καισάρειας Κερμίρα

H Κερμίρα (τουρκ. Germir) βρίσκεται 7 χλμ. A-BA της Καισάρειας σε μια από τις

πολλές βόρειες χαράδρες του βουνού Τεκίρι. Οι κάτοικοί της ήταν Έλληνες

τουρκόφωνοι (62 οικογένειες – 211 άτομα), Τούρκοι (1.000 άτομα περίπου) και

Αρμένιοι (δεν υπάρχει ακριβής αριθμός στα δελτία του K.M.Σ.). H Κερμίρα ήταν

μουχταρλίκι και υπαγόταν στο μουδουρλίκι της Μουταλάσκης, στο καϊμακαμλίκι και

μουτεσαριφλίκι της Καισάρειας και στο βαλελίκι της Άγκυρας. Εκκλησιαστικά

ανήκε στη Μητρόπολη της Καισάρειας. Είχε σχέσεις και συναλλαγές με ελληνικούς

και τουρκικούς οικισμούς.


(Μαρτυρία Μαρίας Πορλόγλου Ή Κοσμίδου, Νίκαια – αποσπάσματα)

Ο Τούρκος πληρεξούσιος, γερουσιαστής Χααντί Πασάς ενώ υπογράφει τη συνθήκη

των Σεβρών (« Ιστορία του Ελληνικού Έθνους»)

Στα μέρη μας είχαμε πίστη, παιδί μου, και ο Θεός με τα σημάδια του μας έδειχνε

το καλό και το κακό.

Ήμουνα δέκα χρονώ, και είδα τον κομήτη. Ένας μεγάλος δίσκος. H όψη του ήταν

σαν φωτεινό άστρο. Πίσω του είχε μια ουρά από λουρίδες, λουρίδες στενές και

φωτεινές.

Μου έκαμε εντύπωση. Ήμουνα μικρή τότε και κάθε λίγο ανέβαινα στο δώμα να τον

δω. Έβγαινε το βράδυ κι ως τα μεσάνυχτα. Δυό μήνες βάσταξε αυτό.

Σταυροκοπιούνταν οι μεγάλοι. «Θε μου, βγάλε το σε καλό». Πίστευαν πως ήταν

κακό σημάδι και παρακαλούσαν. Είχαν δίκιο. Ύστερα από λίγους χρόνους βγήκε η

σφαγή των Αρμεναίων στην Καισάρεια. Έγινε μεγάλο κακό εκεί. Το περιμέναμε κι

εμείς.

Τότε μας έσωσαν οι τρεις άγιοι του χωριού μας. Οι άγιοι Θεόδωροι και ο άγιος

Γεώργιος. Ολοφάνερο το είχε δει το όνειρο ο άντρας μου και βγήκε. Οι δικοί

μας, ηλικιωμένοι Τούρκοι, δεν έκαναν κακό. Οι νέοι όμως «θα πιούμε το αίμα

σας!» κι ακόνιζαν μπροστά μας τα μαχαίρια τους. «Θα σας κομματιάσομε». Κι

είχαν γεμίσει τα λιοτριβειά τους με μαχαίρες και μπαρούτι. Είχε ο πατέρας μου

έναν Τούρκο. Πήγε να του ζητήσει βοήθεια. Οι καλοσύνες που του κάμαμε μας

έδιναν την ελπίδα πως θα θελήσει να μας σώσει. Του ζήτησε προστασία.

«Πολυχρόνη», του είπε ο Τούρκος. «Το τομάρι του σκύλου γίνεται πετσί; Δε

γίνεται. Το ίδιο κι ο παλιός εχθρός δεν μπορεί να γίνει φίλος. Ο προφήτης μας

με τον προφήτη σας είναι εχθροί. Κι εμείς εχθροί είμαστε. Δεν μπορώ να σε

κρατήσω στο σπίτι μου».

Γυρίσαμε στο σπίτι. Ανάψαμε το κυρσύ. Ταχτοποιήσαμε τις κούνιες με τα μωρά,

ξαπλώσαμε και κοιμηθήκαμε. «Ας γίνει το θέλημα του Θεού».

Είχαμε πίστη στο Θεό, κι ο Θεός δεν μας άφησε να χαθούμε.

Ξεκίνησαν οι Καισαριώτες να ‘ρθουν να μας σφάξουν. Πήγαιναν κι οι δικοί μας

Τούρκοι να τους υποδεχτούν. Μπαίνανε οι ξένοι στο χωριό. Λίγο ακόμη και θα

‘χαμε την καταστροφή. Στην τοποθεσία Ενετζέκ βρίσκονταν, άρχιζαν τα πρώτα

σπίτια. Εκεί σταμάτησαν. Ένα ψηλό τείχος σηκώθηκε μπροστά τους. Ένας δεν μπήκε

στο χωριό. Γυρίζουν πίσω. Το είδαν κι οι δικοί μας Τούρκοι και δεν μας

άγγιξαν.

Πίστευαν πολύ στη δύναμη της πίστης μας οι Τούρκοι κι έτρεμαν τους αγίους μας.

Σωθήκαμε τότε, κι εμείς κι οι Αρμεναίοι. Κι άλλα κακά, κι άλλες σφαγές. Και

πάλι ο κομήτης, κι άλλοι πόλεμοι, το μπαλκάν μουαρεπέ*, το Σεφέρ Μπεϊλίκ**

ήρθαν για να μας δείξουν την οργή του Θεού. Και μόνο αυτά; Δεν είχαμε

ξεκουραστεί καλά καλά από το Σεφέρ Μπεϊλίκ και ήρθε άλλο κακό. Ο ουρανός

σκοτείνιασε. Σκεπάστηκε ο ήλιος. Σύννεφο έμοιαζε, σύννεφο δεν ήταν. Βροχή δεν

έπεφτε. Τρομάξαμε και μπήκαμε μέσα. Άρχισαν να πέφτουν σαν σαΐτες κάτι

ζωντανά. Ήταν ακρίδα και άλλο ένα ζωντανό που έμοιαζε με την ακρίδα. Έπεσαν

πάνω στα σπαρτά. «Οργή Θεού, οργή Θεού!» λέγαμε και κάναμε το σταυρό μας. Με

προσευχές ζητούσαμε στην αρχή να τη διώξουμε. Αυτό μας έφερε τη μεγάλη πείνα.

Τρία χρόνια υποφέραμε….

Μια μέρα ακούσαμε πως οι Έλληνες χτύπησαν τη Σμύρνη. Οι Τούρκοι άρχισαν να μας

αγριοκοιτάζουν. Τριγύριζαν τα σπίτια μας, πιο πολύ τις γυναίκες. Από τις εφτά

το βράδυ κλεινόμασταν μέσα. Περνούσαν οι Τούρκοι μεθυσμένοι, πετούσαν πέτρες

στις πόρτες μας και τις κλωτσούσαν. Αυτά τα έκαναν οι νέοι. Οι γέροι μάς

αγαπούσαν και τους εμπόδιζαν.

Όσο προχωρούσε ο ελληνικός στρατός, τόσο τραβούσαν οι Τούρκοι τους δικούς

τους. Γέμισαν τα χωριά μας Τούρκους στρατιώτες. Πιάσαν όλα τα μεγάλα κτίρια,

σχολεία και μεγάλα σπίτια. Κι είχαμε πολύ μεγάλα σπίτια στην Κερμίρα.

Από την καταστροφή της Σμύρνης κι ύστερα έπεσε ένα φοβερό σημάδι στην Κερμίρα.

Δε λένε, οι κοικουβάγιες φέρνουν την καταστροφή; Το χωριό μας τότε γέμισε από

κουκουβάγιες. Τη νύχτα ανατρίχιαζες να τις ακούς να κλαίνε πάνω από το σταυρό

του τρούλου της εκκλησίας και πάνω στις στέγες των σπιτιών μας.

Και δεν ήταν μόνο αυτό. Πηγαίναμε την ημέρα στην εκκλησία. Ακούαμε τον

Επιτάφιο και τις εικόνες να τρίζουν, σα να τα έσκιζε κανένας. Φόβος και τρόμος

μας έπιανε. Μια μέρα πήγε ο παπάς στην εκκλησία. Έλεγε τον εξάψαλμο. H εικόνα

της Παναγίας άρχισε να τρίζει τόσο δυνατά, που ο παπάς πετάχτηκε τρομαγμένος

και φώναζε: «Ήμαρτον Παναγία μου! Ήμαρτον Παναγία μου!». Ήρθαν οι καταστροφές.

Έπεσε η Σμύρνη. Μια μέρα οι Τούρκοι πήγαν στην εκκλησία μας. Κατέβασαν το

δικέφαλο αετό. Τον είχαμε στην πρόσοψη της εκκλησίας. Διαδόθηκε πως όσα παιδιά

δε φύγουν ως το τέλος του 22, θα τα κρατούσαν οι Τούρκοι. Από φόβο πολλά

παιδιά σηκώθηκαν και έφυγαν. Τότε έφυγε κι ο γιος μου που ήταν δεκαεφτά χρονώ.

Σε λίγο ήρθε η είδηση της Ανταλλαγής. Το θέλαμε να ‘ρθούμε. Άκουσες πόσα είδαν

τα μάτια μας και πόσα άκουσαν τα αυτιά μας. Μόνο οι γριές άφηναν με πόνο την

Κερμίρα. Μάιος – Ιούνιος ήταν. Μας ήρθε ειδοποίηση από την Καισάρεια. «Να

ετοιμαστείτε, γιατί φεύγομε». Λειτουργηθήκαμε και κοινωνήσαμε όλοι.

H επιτροπή μας άρχισε να μαζεύει τα πράγματα της εκκλησίας. Τα βάλαμε σε

μεγάλες κάσες. Πολυέλαιους ασημένιους, μανουάλια, όλα τα φέραμε. Καταστρέψαμε

μόνο τις μικρές εικόνες. Τι ασήμι ήταν εκείνο! Μέχρι τους δίσκους που μαζεύαμε

τα λεφτά τους είχαμε ασημένιους. Τι πλούτη! Τι πλούτη! Μεγάλες περιουσίες

είχαν δώσει στην εκκλησία αυτοί που ξενιτεύονταν: Εφτά πολυέλαιους ασημένιους.

Δεκατέσσερα άγια ποτήρια. Όλα μας ήσαν μεγάλης αξίας. Τα φέραμε και τα

παραδώσαμε στο κράτος. Στο Βυζαντινό Μουσείο βρίσκεται ένα άγιο ποτήριο δικό

μας… Στο ίδιο μουσείο βρίσκεται και ένας Επιτάφιός μας, μεγάλης αξίας…

Τα δικά μας τα πράματα, όσα δεν μπορούσαμε να τα φέρομε, τα πουλούσαμε σε πολύ

χαμηλή τιμή.

Ένα μήνα πριν φύγομε ήρθαν οι Τούρκοι πρόσφυγες. Ήσαν πολύ χωριάτες και

ασουλούπωτοι. Ήρθαν από της Μακεδονίας τα μέρη. Εμείς από φόβο μαζευτήκαμε στα

σπίτια που είχαν άντρες. Οι ντόπιοι Τούρκοι δεν τους δέχτηκαν καλά. Φεύγανε

από κοντά τους.

Ο Τούρκος δήμαρχος φρόντισε και τους ταχτοποίησε σε σπίτια και τους έδωσε και

τα χωράφια να τα δουλεύουν. Τα χωράφια μας τα δίναμε μισακά στους Τούρκους. Τα

τελευταία χρόνια σταμάτησαν να μας δίδουν το μερδικό μας. Ζούσαμε από τα

πράγματα που πουλούσαμε κι από τα χρήματα που έστελναν απέξω οι δικοί μας.

Στείλαμε στη Μερσίνα, μπροστά από μας, τα πράγματά μας. Μήνες πριν είχαν φύγει

οι πλούσιοι, όσοι είχαν τη δύναμη να πληρώσουν. Στο κέντρο του χωριού…

μαζεύτηκαν όλοι για να φύγομε… Ως το Ενετζέκ, έξω από το χωριό, μας έφεραν

οι Τούρκοι. Κλαίγανε. Μας αγκάλιασαν, μας φίλησαν και ζήτησαν να τους γράφομε

Περάσαμε από την Καισάρεια, μα δε μείναμε. Στη Νίγδη σφράγισαν τα χαρτιά μας.

Φτάσαμε στο Ουλούκισλα. Εδώ μείναμε σε σκηνές μια βραδιά. Την άλλη μέρα φύγαμε

με φορτηγό τρένο. Στο Γένιτζε σταθήκαμε μερικές ώρες. Εδώ τα Τουρκοπαίδια

πετροβολούσαν το τρένο. Το βράδυ φτάσαμε στη Μερσίνα. Την άλλη μέρα,

βιαστήκαμε να πάμε να δούμε τι πράμα ήταν η θάλασσα. Πρώτη φορά βλέπαμε. Φόβος

μας έπιασε. Ήμουνα με τις δυο κόρες μου. Τρεις γυναίκες έρημες. Πώς θα

παίρναμε το μπαπόρι; Πώς θα ταξιδεύαμε;

Στη Μερσίνα μας ήρθαν και χρήματα από το μικρό μου αδελφό που ήταν

εγκατεστημένος εδώ****.

M’ αυτά πληρώσαμε σε ιταλικό πλοίο και ήρθαμε. Βγήκαμε στο παλατάκι του

Πειραιά. Εκεί σκορπίσαμε. Εγώ είχα μαζί μου τη διεύθυνση της θείας μου.

Πέρασε λίγος καιρός και πήρα χρήματα από τα παιδιά μου· βρίσκονταν στην

Αμερική. Τώρα ζούσαμε με τη βοήθειά τους.

Έστειλα την κόρη μου στην Εμπορική. Τέλειωσε. Αγοράσαμε και το σπιτάκι μας και

ζούμε καλά.

20, 26, 27.5.1955

* Βαλκανικός Πόλεμος

** Ευρωπαϊκός Πόλεμος

*** θυσία

**** στην Αθήνα

H σφαγή των Αρμενίων

Μετά από την ακρίδα άρχισαν πάλι οι Τούρκοι να κυνηγούν τους Αρμεναίους. Τους

βρήκαν αφορμή πως ήθελαν να ξεσηκωθούν. Άρχισαν να σφάζουν, να εξορίζουν, να

βασανίζουν. Τότε αλλαξοπίστησαν μερικοί για να γλιτώσουν. Πήγαιναν στο τζαμί,

κι οι γυναίκες φόρεσαν φερετζέ. Τους Αρμεναίους του χωριού μας όλους τους

εξόρισαν. Ένα πρωί περνούσαν από το χωριό μας Αρμεναίους που πήραν από άλλα

χωριά. Τους είχαν στη σειρά με χειροπέδες. Ήσανε όλοι άνδρες… Όλους αυτούς

τους σφάξανε. Κανένας δε γύρισε. Μετά από τους άνδρες μάζεψαν όλα τα

γυναικόπαιδα του χωριού. «Κρύψτε μας, βοηθήστε μας». Φεύγαμε από κοντά τους.

Όποιος τους βοηθούσε, τον πιάνανε κι αυτόν. «Αμάν ένα ποτήρι νερό! Αμάν μια

σταγόνα νερό!». Δεν τους άφηναν οι τσανταρμάδες να πιούν. Κι ήταν Ιούλιος

μήνας και μεσημέρι. Λιγοθυμούσαν κι έπεφταν. Πολλές κρατούσαν και τα μωρά

τους. Οι τσανταρμάδες ανεβοκατέβαζαν με το παραμικρό το βούρδουλα. Πολλές

πέθαιναν. Ήταν σπαραγμός. (Αμάν, αμάν, παιδί μου, ας μην τα θυμούμαστε αυτά).

Ήταν σημεία όλα αυτά από το Θεό. Σημεία, ώσπου να φτάσομε και βαρύτερες πληγές

για τις αμαρτίες μας.

«Προσφέρετε θυσία να μη γίνει το κακό»

H Λέσχη των κυνηγών, στρατηγείο της ελληνικής διοίκησης, μετά την καταστροφή.

(«Σμύρνη, η μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού»)

Είχαμε μιάν, την Καλλίστη Εβλιάογλου. Ήταν πολύ θρησκευτική γυναίκα. Ζούσε

μέσα στους Τούρκους. Δεν τους φοβούνταν. Αυτοί την τρέμανε και την προσέχανε.

(Πέθανε στη Θεσσαλονίκη). Φοβόντουσαν την κατάρα της, γιατί τους έπιανε. Μια

φορά ένας Τούρκος πήγε στον κήπο της και της έκοψε ένα δένδρο. «Χριστέ μου,

κεραυνός να τον κάψει». Δεν πέρασαν σαράντα μέρες. Πήγαινε μια μέρα σ’ ένα

άλλο χωριό. Τον έπιασε βροχή. Απάνω του έπεσε ο κεραυνός και τον έκαψε. Από

τότε όλοι την έβλεπαν με φόβο. Δεν τολμούσαν να την πειράξουν.

H Καλλίστη Εβλιάογλου είδε από πριν την καταστροφή της Σμύρνης. Πήγε στον παπά

και του το είπε. Του είπε να κάμει κουρπάν***, για να μη γίνει το κακό.

– Τώρα δεν έχομε θυσίες· έχομε λειτουργίες, της είπε ο παπάς.

– Τότε να κάμεις σαράντα λειτουργίες.

Πάλι δεν την άκουσε ο παπάς. Το είδε εκείνη στον ύπνο της, για τρίτη φορά:

«Προσφέρετε θυσία, γιατί χάνετε». Το είπε, δεν ακούστηκε.

Τότε εγώ έσφαξα κάτι κοκοράκια, έκαμα πιλάφι και το μοίρασα. Το είδε πάλι αυτή

το όνειρο κι ήρθε και μου είπε. «Έκαμες αυτό. Δεν έγινε δεχτό. Θυσία μου

ζητούν, κι αν δεν κάμομε, θα καταστραφούμε», όπως και καταστραφήκαμε.