Στα ΑΕΙ της Β’ Δέσμης σημειώθηκε το 1998 η «βαθύτερη βουτιά» στις βάσεις

εισαγωγής σε σχέση με όλες τις άλλες Δέσμες.

Εδώ σημειώθηκε κατακόρυφη πτώση – ρεκόρ κατά 385 μόρια, με αποτέλεσμα η

Νοσηλευτική Αθήνας, που είναι μόνιμα τα τελευταία χρόνια το τμήμα της Δέσμης

με τη χαμηλότερη βάση εισαγωγής, να «κατεβάσει» τον πήχυ των βαθμολογικών της

απαιτήσεων στα 5.168 μόρια, που σημαίνει μέσο όρο βαθμολογίας 16,1. Παρ’ όλο

που ο παραπάνω μέσος όρος βαθμολογίας που απαιτείται για την εισαγωγή στη Β’

Δέσμη δεν είναι καθόλου μικρός, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι, με βάση τα

βαθμολογικά στοιχεία της δεκαετίας του ’90, είναι η χαμηλότερη βάση εισαγωγής

που σημειώθηκε σε αυτή τη Δέσμη.

Την ίδια χρονιά (1998) τα τμήματα της Ιατρικής, της Οδοντιατρικής, της

Φαρμακευτικής και της Κτηνιατρικής, που αποτελούν μαζί με τη Νοσηλευτική και

τη Διαιτολογία τον «σκληρό δίσκο» της Β’ Δέσμης, έχαναν από 195-350 μόρια το

καθένα (πίνακας 1).

Πριν δούμε τις αιτίες αυτής της ­ πρωτοφανούς για τη Β’ Δέσμη ­ πτώσης των

βάσεων εισαγωγής και των βάσεων όλων ανεξαιρέτως των Πανεπιστημιακών Σχολών

και Τμημάτων της, πριν ακόμη επιχειρήσουμε να οριοθετήσουμε την κίνηση των

φετινών βάσεων εισαγωγής, οφείλουμε να επισημάνουμε ορισμένες ιδιαιτερότητες

της Δέσμης αυτής.

α. Πρώτον ότι πρόκειται για Δέσμη που παραπέμπει σε επαγγέλματα κύρους,

επαγγελματικής ασφάλειας και υψηλών οικονομικών απολαβών ή, για να το ορίσουμε

καλύτερα, το πτυχίο της έχει καλύτερες επαγγελματικές δυνατότητες από τα

πτυχία των άλλων Δεσμών, καθώς ­ εκτός των άλλων ­ έχει ορίζοντα και στο

Δημόσιο και στον ελευθεροεπαγγελματισμό.

β.Η Β’ Δέσμη, και ιδιαίτερα τα επτά ιατρικά της τμήματα, συγκεντρώνει υψηλή

ζήτηση σε σχέση με τον αριθμό των θέσεων τις οποίες προσφέρει. Οι υποψήφιοι με

πρώτη προτίμηση την Ιατρική Αθήνας είναι 20 φορές περισσότεροι από τις θέσεις

που διατίθενται (το 1997 για 250 θέσεις της Ιατρικής Αθήνας υπήρχαν 7 χιλιάδες

υποψήφιοι, εκ των οποίων οι 4.856 την είχαν δηλώσει στην πρώτη τους προτίμηση).

γ.Οι περισσότεροι υποψήφιοι στα ιατρικά τμήματα, στις Γενικές Εξετάσεις της

δεκαετίας του ’90, είναι σε όλες τις χρονιές οι απόφοιτοι, δηλαδή όσοι δίνουν

για δεύτερη ή για τρίτη χρονιά. Παράλληλαα, το 75% των επιτυχόντων είναι

απόφοιτοι και μόνον το 25%, κατά μέσο όρο, τελειόφοιτοι. Αυτό σημαίνει ότι το

18,1 που ήταν πέρσι ο μέσος όρος βαθμολογίας εισαγωγής στην Ιατρική Αθηνών (η

βάση της δηλαδή) ή το 17,5 που ήταν η βάση της Οδοντιατρικής Θεσσαλονίκης

«συναρμολογείται», συνήθως, στη διάρκεια δύο ή και τριών εξεταστικών

δοκιμασιών των υποψηφίων (πίνακας 2).

δ. Πρόκειται για μία Δέσμη που φαίνεται να μην την αφορά το μπαράζ της αύξησης

των εισακτέων από το 1996 και εξής. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ από το 1997

μέχρι σήμερα έχουμε αύξηση του αριθμού των εισακτέων στα Πανεπιστημιακά

Τμήματα όλων των Δεσμών κατά μέσο όρο 33%, στη Β’ Δέσμη, το αντίστοιχο χρονικό

διάστημα, η αύξηση του αριθμού των εισακτέων δεν ξεπέρασε το 7,5%! Είναι

φανερό ότι πρόκειται για Δέσμη που κρατάει ερμητικά κλεισμένη την είσοδό της.

Η αιτία της πτώσης των βάσεων το 1998

Το «Βατερλώ» των υποψηφίων το 1998 σε τούτη τη Δέσμη ήταν η Βιολογία και η

Χημεία. Στο μάθημα της Βιολογίας, βασικό μάθημα για τη Δέσμη, μόλις το 0,84%

των υποψηφίων έγραψε πάνω από 18,5. Παράλληλα στο ίδιο μάθημα το 40,37% των

υποψηφίων έγραψε κάτω από τη βάση, ενώ το 1997 κάτω από τη βάση είχε «πέσει»

μόνο το 27,72% των υποψηφίων. Στην ίδια, περίπου, ένταση και έκταση ήταν οι

χαμηλές επιδόσεις των υποψηφίων στη Χημεία, όπου πάνω από 15,5 έγραψε το 17,2%

των περσινών υποψηφίων, ενώ στις Γενικές Εξετάσεις του 1997 το αντίστοιχο

ποσοστό έφθασε το 20,1%.

Γιατί δεν προβλέπεται νέα πτώση φέτος

Στη Δέσμη αυτή οι βασικοί «τροχονόμοι» της κίνησης των βάσεων είναι δύο:

Πρώτον, ο μεγάλος αριθμός αποφοίτων που κρατάνε υψηλές βαθμολογίες σε ένα, δύο

ή και τρία μαθήματα και προσδοκούν φέτος να «επιπλώσουν» τον αναδρομικό τους

θρίαμβο με την επιτυχημένη επίδοσή τους στο μάθημα ή στα μαθήματα που τους

απομένουν. Το γεγονός ότι έχουμε κάθε χρόνο 7,5 στις 10 θέσεις επιτυχόντων της

Β’ Δέσμης να καταλαμβάνονται από αποφοίτους συνθέτει την πρώτη βασική

συντεταγμένη της πορείας των βάσεων που, εκ των πραγμάτων, απονευρώνει τις

τάσεις νομαδισμού τους, κρατώντας τες σε «ύψος» (πίνακας 3).

Τα «δύσκολα θέματα» και οι κακές επιδόσεις όσο κι αν πασχίζουν κάθε χρόνο να

υπερφαλαγγίσουν τις υψηλές βάσεις πιέζοντάς τες προς τα κάτω, χάνουν μόνιμα τη

μάχη, καθώς το όποιο κενό «μπουκώνεται» άμεσα από το «στοκ» των βαθμολογικών

αποσκευών των αποφοίτων.

Δεύτερον, η μηδενική (!) αύξηση του αριθμού των εισακτέων για το 1999 των 16

Τμημάτων ΑΕΙ της Β’ Δέσμης λιπαίνει το έδαφος, όχι μόνο για «φρενάρισμα»

οποιασδήποτε τάσης για πτώση των βάσεων, αλλά, μάλλον, για νέο σκαρφάλωμά τους

στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν από το 1998. Ενώ το 1998 οι θέσεις των

εισακτέων αυξήθηκαν κατά 125 σε σχέση με το 1997, γεγονός που δεν είναι

καθόλου άμοιρο της πτώσης των βάσεων, φέτος μόνο 10 από τις 5.000 περίπου νέες

θέσεις που μοιράστηκαν σε όλες τις Δέσμες περίσσεψαν για τη Β’ Δέσμη (πίνακας 4).

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.