Συστηματική βλαβερή δράση σε όλο τον ανθρώπινο οργανισμό προκαλούν οι

διοξίνες, οι οποίες αθροίζονται μέσα στο ανθρώπινο σώμα και παραμένουν εκεί

επί χρόνια.


Αθηνά Λινού, αναπληρώτρια καθηγήτρια Υγιεινής και Επιδημιολογίας του

Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του Ινστιτούτου Περιβαλλοντικής Ιατρικής

Εισέρχονται στο ανθρώπινο σώμα διά της τροφής αλλά και μέσω του δέρματος και

της αναπνοής και προκαλούν μια μεγάλη ποικιλία τοξικών συνεπειών σε όλα τα

όργανα και συστήματα του ανθρώπου, οι οποίες φθάνουν έως τους καρκίνους

πολλαπλών εντοπίσεων και μορφών.

Αυτά τονίζει ­ διασαφηνίζοντας όσα ακούγονται και γράφονται αυτές τις ημέρες

περί διοξινών ­ η αναπληρώτρια καθηγήτρια Υγιεινής και Επιδημιολογίας του

Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του Ινστιτούτου Περιβαλλοντικής Ιατρικής,

κυρία Αθηνά Λινού.

Και προσθέτει: «Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κατατάσσει την 2,3,7,8

παραδιοξίνη ­ την πιο βλαβερή διοξίνη ­ στα καρκινογόνα πολλαπλών εντοπίσεων.

Η ισχυρότερη συσχέτιση που έχει βρεθεί είναι με το μη Χότκζινς λέμφωμα, το

σάρκωμα μαλακών μορίων και τον καρκίνο του πνεύμονα. Οι διοξίνες συναπαντώνται

σε μείγματα, όπου υπάρχουν περισσότερες από μία διοξίνες.

Η προαναφερόμενη διοξίνη, που είναι η πιο επικίνδυνη και η καλύτερα

μελετημένη, πιστεύουμε ότι υπάρχει και στις παρτίδες των τροφίμων, για τα

οποία γίνεται ο λόγος».

Φυτοφάρμακα


Τα κοτόπουλα ήταν η αφορμή για να μπει στη ζωή μας η διοξίνη. Οι έρευνες

δείχνουν ότι οι ποσότητες που «εισέρχονται» στον οργανισμό μας είναι πολύ

περισσότερες από το κανονικό

Οι σημαντικότερες επιδημιολογικές μελέτες αφορούν παραγωγούς φυτοφαρμάκων και

τον πληθυσμό που εκτέθηκε κατά το ατύχημα του Σεβέζο στην Ιταλία. Στο Σεβέζο,

κυρίως, παρατηρήθηκε αύξηση του πολλαπλού μυελώματος.

«Εκείνο που θα πρέπει να τονισθεί είναι ότι εάν η διοξίνη εισέλθει σε ένα

σύστημα του ανθρώπινου οργανισμού, δεν θα παραμείνει μόνον εκεί, αλλά θα

εισέλθει σε όλα τα συστήματα», λέει η κυρία Λινού.

«Είναι επίσης σημαντικό να διευκρινισθεί ότι μπορεί να εισέλθει στο ανθρώπινο

σώμα και μέσω του δέρματος. Εκεί συσσωρεύεται και αθροίζεται με τα χρόνια,

καθώς ο χρόνος ημίσειας ζωής της διοξίνης είναι 7-8 χρόνια».

Με ποιο μηχανισμό, όμως, δρουν και καταστρέφουν τα ανθρώπινα κύτταρα οι

διοξίνες; «Η διοξίνη δεσμεύει τον υποδοχέα ΑΗ του οργανισμού και προσκολλάται

στο κύτταρο», εξηγεί η κυρία Λινού.

«Έτσι, μπορεί να μεταφερθεί σε όλα τα κύτταρα του ανθρώπου. Ο μηχανισμός είναι

ο ίδιος στους ανθρώπους και στα ζώα».

Καρκινογόνο

Για την κυριότερη διοξίνη, την 2,3,7,8 τετραχλωρο-διβενζο-παραδιοξίνη, ο

Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει αποφανθεί ότι είναι καρκινογόνο της

κατηγορίας 1, δηλαδή αποδεδειγμένο καρκινογόνο. Το συμπέρασμα αυτό βασίσθηκε

σε πειραματικά ευρήματα από τα ζώα, σε μελέτες βιολογικών στοιχείων, αλλά και

σε δεκάδες μελετών που αφορούν ανθρώπους.

Οι υπόλοιπες πολυχλωριωμένες διοξίνες κατατάσσονται στην κατηγορία 3, δηλαδή

σε ουσίες για τις οποίες δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να κριθούν

καρκινογόνα στον άνθρωπο.

Σύμφωνα με την Αμερικανική Επιτροπή Κυβερνητικής Βιομηχανικής Υγιεινής (ACGIH,

1997), οι διοξίνες εντάσσονται στην κατηγορία Α3 της ταξινόμησης για τους

καρκινογόνους παράγοντες.

Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται ουσίες και παράγοντες με αποδεδειγμένη

καρκινογόνο δράση στα πειραματόζωα.

«Σε μονογραφία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (IARC), που εκδόθηκε το 1997,

επισημαίνεται ότι εκτός από τις διοξίνες υπάρχουν και άλλοι καρκινογόνοι

παράγοντες, που προκαλούν καρκίνους πολλαπλών εντοπίσεων», επισημαίνει η κυρία

Λινού.

«Τέτοιοι είναι η ακτινοβολία και το κάπνισμα. Για τους παράγοντες αυτούς,

όμως, υπάρχουν πολύ ισχυρότερες συσχετίσεις για ορισμένες εντοπίσεις στο

ανθρώπινο σώμα (το κάπνισμα, για παράδειγμα, συνδέεται κυρίως με τον καρκίνο

του πνεύμονα)».

Εκτός από τη δημιουργία καρκίνου, οι διοξίνες μπορεί να προκαλέσουν μια σειρά

τοξικών επιδράσεων σε όλα τα συστήματα του ανθρώπινου οργανισμού. Οι

επιδράσεις αυτές, που μπορεί να είναι άμεσες (σε περίπτωση πολύ μεγάλων

δόσεων) ή να εμφανισθούν ύστερα από μήνες, είναι οι ακόλουθες:

1Χλωρακμή και άλλες δερματικές επιδράσεις. Μπορεί να εμφανισθούν σε

διάστημα από δύο εβδομάδες έως δύο χρόνια μετά την έκθεση.

2 Ηπατικές διαταραχές (γ, GT, AST, ALT, D-γλουταρικού οξέος, πορφυρίνης

και λιπιδίων ολικής χοληστερόλης).

3Γαστρεντερικές

διαταραχές.

4 Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος, με πτώση της άμυνας του οργανισμού).

5 Νευρολογικές διαταραχές (για παράδειγμα, σε βρέφη που θήλασαν γάλα με

διοξίνη παρατηρήθηκε νωθρότητα).

6Νεφρικές διαταραχές (κυρίως νεφρική ανεπάρκεια).

7Διαταραχές στην αναπαραγωγή, με αυξημένο κίνδυνο συγγενών ανωμαλιών

στα έμβρυα και μείωση της γεννητικότητας, κυρίως στους άνδρες. Η μεγαλύτερη

επίπτωση στα άρρενα έχει παρατηρηθεί και στα ποντίκια, χωρίς να είναι δυνατό

να εξηγηθεί από τους επιστήμονες..

8 Ορμονικές διαταραχές (κυρίως στις θυρεοειδείς ορμόνες).

Ο άνθρωπος του δυτικού κόσμου εισάγει διοξίνη στον οργανισμό του περισσότερη

από αυτή που του επιτρέπουν τα επιστημονικά όρια. Αν συνυπολογίσει μάλιστα

κανείς ότι ­ σύμφωνα με τους ειδικούς ­ δεν υπάρχει «ασφαλής δόση» διοξινών, η

κατάσταση κρίνεται ανησυχητική για την υγεία των πληθυσμών στις «πολιτισμένες» χώρες.

«Πολυάριθμες έρευνες έχουν ασχοληθεί με τη μέτρηση πολυχλωριωμένων

διβενζοπαραδιοξινών στον ανθρώπινο οργανισμό», λέει η αναπληρώτρια καθηγήτρια

Υγιεινής και Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κυρία Αθηνά Λινού. «Το

γάλα, τόσο το ανθρώπινο (μέσω του θηλασμού) όσο και των ζώων, έχει βρεθεί ότι

είναι από τις κύριες πηγές διατροφικής έκθεσης του ανθρώπου σε χλωριωμένες

διοξίνες. Ειδικά για τον άνθρωπο, είναι από τα κυριότερα (μαζί με το αίμα και

τον λιπώδη ιστό) βιολογικά υλικά, στα οποία μετρώνται οι διοξίνες»..

Οι γυναίκες

Πολλές από τις έρευνες ­ και μάλιστα οι πιο πρόσφατες ­ είναι μελέτες του

Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και αφορούν πρωτοτόκες γυναίκες. Οι γυναίκες

αυτές ήταν εμφανώς υγιείς και κατοικούσαν στην περιοχή της έρευνας επί μία

τουλάχιστον πενταετία..

«Από τις μελέτες αυτές, προκύπτει ότι υπάρχει σημαντική διακύμανση των τιμών

των διοξινών στο μητρικό γάλα, που κυμαίνεται από 0,4 νανογραμμάρια ανά

χιλιόγραμμο λίπους γάλακτος στην Αλβανία, στην Καμπόζη και στην Κροατία, έως

πάνω από 3 στην Ολλανδία, στο Βέλγιο, στην Αγγλία και στη Λιθουανία»,

επισημαίνει η κυρία Λινού. «Οι διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των χωρών

αποδίδονται στα τρόφιμα που είχαν καταναλωθεί από τους πληθυσμούς τους και

στις διαδικασίες που είχαν ακολουθήσει οι διάφορες χώρες στους τομείς της παραγωγής».

Με βάση προηγούμενες μελέτες, προκύπτει ότι από τη δεκαετία του 1980 έως το

1996, υπήρξε μείωση έως και τρεις φορές των τιμών των διοξινών τόσο στο

ανθρώπινο γάλα όσο και στα περισσότερα τρόφιμα που επιβαρύνουν τον ανθρώπινο

οργανισμό με διοξίνες. «Αυτό οφείλεται στα μέτρα που έλαβαν τα κράτη,

θεσπίζοντας στάνταρντ στις δραστηριότητες κατά τις οποίες παράγονται διοξίνες

(όπως στην καύση των απορριμμάτων)», σχολιάζει η κυρία Λινού.

Η τροφή

Κύρια πηγή έκθεσης του ανθρώπου στις διοξίνες είναι η τροφή, η οποία ευθύνεται

για το 90% των ποσοτήτων των διοξινών που προσροφώνται από τον ανθρώπινο

οργανισμό. «Το κρέας και τα γαλακτοκομικά προϊόντα βρέθηκαν σε όλες τις

περιπτώσεις να είναι τα τρόφιμα με τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε διοξίνες»,

λέει η κυρία Λινού. «Ακόμα και το ψωμί με διοξίνη, το οποίο βρέθηκε στη

Βρετανία, είχε βούτυρο και σε αυτό όφειλε την περιεκτικότητά του στη βλαβερή ουσία».

Αν και διοξίνη περιέχεται σε φυτοφάρμακα, με τα οποία ραντίζονται φρούτα,

λαχανικά και δημητριακά, αυτή φαίνεται να βλάπτει κυρίως όσους εργάζονται στην

παρασκευή των φυτοφαρμάκων και τους αγρότες που τα χρησιμοποιούν. «Δεν

φαίνεται η διοξίνη να διαπερνά τον καρπό και έτσι εάν καθαρίσει κανείς το

φλοιό από την πατάτα ή το καρότο, απαλλάσσεται από τη μεγαλύτερη ποσότητα της

διοξίνης του φυτοφαρμάκου», αναφέρει η κυρία Λινού.

Μελέτες της περιεκτικότητας διαφόρων τροφίμων σε διοξίνες έχουν ανακοινωθεί

από το τέλος της δεκαετίας του 1980 και αφορούσαν τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο

Βασίλειο, την Ολλανδία, τη Δυτική Γερμανία και το Βιετνάμ. Το Βιτενάμ

μελετήθηκε, επειδή κατά τη διάρκεια του πολέμου έγινε ψεκασμός από τους

Αμερικανούς με τον παράγοντα Agent Orange, που περιέχει διοξίνες, για να

μειωθεί η βλάστηση όπου κρύβονταν οι Βιετκόγκ.

Μεγάλος αριθμός τροφίμων έχει μετρηθεί από τους ειδικούς σε ξένες χώρες.

Εκείνο που προκύπτει είναι ότι σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν υπάρχει

αυξημένη ρύπανση με διοξίνες (λόγω παρουσίας μονάδων καύσεως απορριμμάτων,

ειδικών βιομηχανικών μονάδων κ.λπ.), ο μέσος ενήλικος σε δυτικές χώρες, όπως

τη Δυτική Γερμανία, τον Καναδά και τις ΗΠΑ, όπου υπάρχουν μελέτες,

καταναλίσκει 100 έως 200 πικογραμμάρια την ημέρα.

Οι «δόσεις»

«Η προτεινόμενη ως ανεκτή στον άνθρωπο δόση διοξινών είναι τα 1-4

πικογραμμάρια ανά κιλό βάρους του σώματος και τείνει να μειωθεί», λέει η κυρία

Λινού. «Αυτό σημαίνει ότι ένας άνδρας 80 κιλών μπορεί να έχει στον οργανισμό

του 80 πικογραμμάρια διοξίνης. Επομένως, η διοξίνη που μετρήθηκε στους

ενηλίκους των δυτικών χωρών είναι πάνω από τα όρια. Και θα πρέπει να

υπολογίσει κανείς εδώ ότι αυτή η ποσότητα ήταν ήδη πολύ μειωμένη σε σχέση με

την προηγούμενη δεκαετία. Θα πρέπει ακόμα να τονισθεί ότι δεν υπάρχει

“ασφαλής” δόση και λόγω υψηλής βιοσυσσωρεύσεως και λόγω υψηλής σταθερότητας

των διοξινών στο περιβάλλον».

Η επιτρεπόμενη επαγγελματική έκθεση (σε οκτάωρη βάση) στο εργασιακό περιβάλλον

είναι 25 ppm ή 90 mg ανά κυβικό μέτρο αέρα.

«Η αγωνία του κοινού θα ήταν στην σημερινή περίσταση μικρότερη, εάν υπήρχαν

ακριβείς μετρήσεις των διοξινών στα τρόφιμα», υπογραμμίζει η κυρία Λινού. «Δεν

φαίνεται, όμως, να υπάρχει τέτοια κινητικότητα ούτε στην Ελλάδα ούτε στο εξωτερικό».


Μαύρος καπνός από πεταμένα λάστιχα… Στιγμιότυπο από τη φωτιά που ξέσπασε

την Παρασκευή σε υπαίθρια αποθήκη των ΗΛΠΑΠ στο Αιγάλεω

Οι τροφές δεν είναι η μόνη πηγή διοξινών. Καθημερινές δραστηριότητες

απελευθερώνουν διοξίνες στον αέρα και επιβαρύνουν την υγεία μας.

«Διαδικασίες που ενοχοποιούνται για την έκλυση διοξινών είναι η καύση κοινών

στερεών απορριμμάτων, η καύση της λάσπης βοθρολυμάτων, η καύση πλαστικών (από

PVC ­ πολυβυνιλοχλωρίδιο), η καύση ξύλων και οι εκπομπές αυτοκινήτων», τονίζει

η κυρία Λινού. «Από τις δύο τελευταίες πηγές εκλύονται διοξίνες σε πολύ μικρά ποσοστά».

Επίσης, οι εργαζόμενοι στην παραγωγή φυτοφαρμάκων (τριχλωροφαινόλης,

τριχλωροφαινολυακετικού οξέος και PCP, κυρίως για σιτηρά και καλαμπόκι), στην

καύση απορριμμάτων, στην παραγωγή και λεύκανση του χαρτοπολτού, στη

μεταλλουργία του χάλυβα, καθώς και όσοι έχουν παρευρεθεί σε βιομηχανικά

ατυχήματα, θεωρούνται επιβαρημένοι σε διοξίνες. Είναι αξιοσημείωτο ότι η η

λίπανση αγρών με υπολείμματα της λεύκανσης του χαρτοπολτού είναι μια

διαδικασία που επιτρέπεται στις ΗΠΑ, εφόσον γίνεται μέσα στα καθορισμένα όρια.

«Στη χώρα μας, πρόβλημα παρατηρείται από την καύση των νοσοκομειακών

απορριμμάτων, η οποία δεν γίνεται πάντα με σύγχρονη τεχνολογία», επισημαίνει η

κυρία Λινού. «Επίσης, ερώτημα προκύπτει με τα κέντρα καύσεως απορριμμάτων, που

σκοπεύει να εγκαταστήσει το ΥΠΕΧΩΔΕ σε όλη την Ελλάδα».

Σε έρευνες που έγιναν στην Ολλανδία, βρέθηκε ότι μητέρες που θήλαζαν και

έμεναν κοντά σε χώρους όπου γίνονταν καύσεις σκουπιδιών, είχαν γάλα με

αυξημένη διοξίνη.

Αναπάντητο ­ από επίσημα τουλάχιστον χείλη ­ παραμένει το ερώτημα από πού και

με ποια διαδικασία έχει επέλθει η είσοδος των διοξινών στην τροφική αλυσίδα

και η τεράστια ρύπανση βασικών ειδών διατροφής του σύγχρονου ανθρώπου. Μια

εκδοχή, που συζητείται ευρέως μεταξύ κορυφαίων επιστημόνων στην Ελλάδα και το

εξωτερικό, είναι η ακόλουθη: Οι ζωοτροφές εμπλουτίζονται κατά την παραγωγή

τους με σημαντικές ποσότητες λίπους. Το λίπος αυτό προέρχεται από διάφορες

παραγωγικές διαδικασίες, όπως για παράδειγμα από τον καθαρισμό των δερμάτων

στη βιομηχανία δέρματος.

Για την απολίπανση και τον καθαρισμό των δερμάτων ­ όπως και σε άλλες

βιομηχανικές διαδικασίες ­ χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων ουσιών και η

τριχλωροφαινόλη, η οποία περιέχει σημαντικές προσμείξεις διοξίνης. Έτσι, το

ανακυκλωμένο λίπος, που έχει αποκτήσει πρόσμειξη διοξινών με τον

προαναφερθέντα τρόπο, εισέρχεται μέσω των ζωοτροφών στην τροφική αλυσίδα. Και

από εκεί στο… πιάτο μας!

Vidcast: Face2Face