Τέλος του μήνα ετοιμάζονται να παίξουν δύο ρόλους, με τους οποίους κανείς ποτέ
δεν θα μπορούσε να τους συνδέσει. Δύο γέρους, απομεινάρια της ζωής, που,
χρησιμοποιώντας μια γλώσσα βίαιη, καταγγέλλουν τους πάντες και τα πάντα. Και
πραγματικά, τι σχέση έχουν ο Κώστας Ρηγόπουλος και η Κάκια Αναλυτή μ’ αυτούς
τους χαρακτήρες που δημιούργησε ο Γιώργος Διαλεγμένος; Καμιά.
Εκείνοι αποτελούν το μακροβιότερο ζευγάρι του ελληνικού θεάτρου, κράτησαν
πάντα τους χαμηλούς τόνους στην επαγγελματική και προσωπική τους ζωή,
απόλαυσαν το μεγάλωμα της κόρης τους και της εγγονής τους, συνεχίζουν εδώ και
σαράντα χρόνια να μοιράζονται τα πράγματα που αγαπούν.
Είναι δυο άνθρωποι που εκπέμπουν τουλάχιστον ένα πράγμα: Είμαστε
ευχαριστημένοι από τη ζωή μας.
|
|
ΣΑΡΑΝΤΑ χρόνια πριν. Στα «Διονύσια» της Καλλιθέας ανέβαινε το «Φιόρε του
Λεβάντε», του Ξενόπουλου. Οι πρόβες που γίνονταν στο θέατρο «Κυβέλη», στην
πλατεία Συνάγματος, σφραγίστηκαν από έναν κεραυνοβόλο έρωτα. Εκείνος, γύρω στα
25 του χρόνια. Με μια μικρή θητεία στον χώρο του θεάτρου, «έχω ήδη το ύφος του
ηθοποιού, είμαι κατά κάποιο τρόπο φτασμένος». Εκείνη, γύρω στα 18, δεν έχει
τελειώσει ακόμη τη σχολή και εμφανίζεται να παίξει την υπηρέτρια. «Ένα
κοριτσάκι νόστιμο, περιποιημένο». Τρεις μήνες αργότερα, οι δυο ερωτευμένοι
πήγαν στην εκκλησία και ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου.
Σαράντα χρόνια μετά, ο Κώστας Ρηγόπουλος και η Κάκια Αναλυτή παραμένουν πάντα
μαζί. Στη ζωή πρώτα απ’ όλα και, ύστερα από μια διακοπή κάποιων χρόνων, και
στη σκηνή. Κάθονται στον καναπέ του σπιτιού τους στο Φάληρο και προσέχουν ο
ένας τον άλλον. Ο Ρηγόπουλος μιλάει περισσότερο, επεμβαίνει στις κουβέντες
της, η Αναλυτή τον πειράζει. Αστειεύονται μεταξύ τους, γελάνε, διαφωνούν. Και
δίνουν την εικόνα δυο ανθρώπων ευχαριστημένων από τη ζωή τους. Που
ονειρεύονται απλά πράγματα. Όπως, για παράδειγμα, το τροχόσπιτο που θέλει η
Κάκια Αναλυτή. «Για να ταξιδεύουμε και να σταματάμε όπου μας αρέσει».
ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ
Ξεκίνησαν και οι δύο από αστικές οικογένειες. Χωρίς να έχουν στο μυαλό τους το
θέατρο, στο οποίο βρέθηκαν κατά κάποιο τρόπο τυχαία. Η Κάκια Αναλυτή γιατί
«ήθελε πάντα να ζει άλλες ζωές» και ο Κώστας Ρηγόπουλος γιατί «βαριόταν να
κάνει ο,τιδήποτε άλλο». Εκείνη πήγαινε στην Εμπορική Σχολή, ετοιμαζόταν να
μπει σε κάποια τράπεζα ή να γίνει λογίστρια στη Σελ. Και τα έφερε η τύχη έτσι,
ώστε «ο νεαρός Μένης Κουμανταρέας να είναι ανιψιός της δασκάλας των γαλλικών
και να γράψει ένα έργο για την παράσταση του σχολείου». Η παράσταση ανέβηκε
στο «Ρεξ» και ο σκηνοθέτης Κωστής Μιχαηλίδης τής πρότεινε να πάει σε μια
σχολή. Έτσι βρέθηκε στον Ροντήρη, χωρίς να το ‘χει καλά καλά στο μυαλό της να
γίνει ηθοποιός. «Απλώς μου άρεσε να αλλάζω ρόλους· όταν με ρώταγαν, έλεγα άλλο
όνομα, άλλο επίθετο, ότι μένω αλλού». Εκείνος είχε την τύχη να έχει έναν
πατέρα που αγαπούσε πολύ το θέατρο και πήγαινε τον γιο του από μικρό παιδί σε
θεατρικές παραστάσεις. Στο σχολείο του μπήκε στη χορωδία «περισσότερο για να
την κοπανάω από τα μαθήματα». Και αποφάσισε να γίνει ηθοποιός γιατί «οι άλλες
σχολές ήθελαν διαβάσματα κι εγώ ήθελα κάτι εύκολο τότε». Πήγε να δώσει
εξετάσεις στο Εθνικό, χωρίς να περιμένει και πολλά. «Πάω και βλέπω 100
ανθρώπους να περιμένουν απ’ έξω. Οι περισσότεροι άνδρες ωραίοι και
γοητευτικοί. Εντάξει, νέος ήμουν κι εγώ και συμπαθής, αλλά αυτοί ήταν
παίδαροι. Αυτό νόμιζα πως ήταν το θέατρο. Παίδαροι, όπως ο Τάιρον Πάουερ και ο
Έρολ Φλιν. Και λέω μέσα μου, αυτοί θα περάσουν όλοι. Πέρασα εγώ κι αυτοί κόπηκαν».
ΑΝΑΤΑΡΑΧΗ
Και στις δύο οικογένειες δημιουργήθηκε αναταραχή με τις επιλογές των παιδιών.
Στο σπίτι της Κάκιας γιατί συνέδεσαν το θέατρο με άσχημες συνήθειες: «Στο
θέατρο έμαθα να πίνω καφέ, να ξενυχτάω, να καπνίζω. Αντέδρασαν στην αρχή. Εκ
των υστέρων, όμως, καμάρωσαν πολύ». Στο σπίτι του Κώστα οι αντιρρήσεις ήταν
διαφορετικές: «Τρελάθηκες; μου είπε ο πατέρας μου Δεν θα ‘χεις να φας. Οι
θεατρίνοι είναι μπατίρηδες και οι μισοί τρακαδόροι».
Ούτε μπατίρηδες έγιναν ούτε τρακαδόροι. Αντίθετα, έφτιαξαν μια καλή
οικογένεια, γνώρισαν τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στο ελληνικό θέατρο με
την εξάχρονης διάρκειας «Αγάπη μου Ουάουα». Και έγιναν το μακροβιότερο ζευγάρι
στον καλλιτεχνικό χώρο. Προσπαθούν να το εξηγήσουν αυτό και συμπληρώνουν ο
ένας τον άλλον. «Οι γάμοι που γίνονται τώρα είναι περιστασιακοί, είναι για ένα
διάστημα και τελειώνει η ιστορία. Εμάς, περιέργως, κράτησε», λέει ο Κώστας
Ρηγόπουλος. «Με τόσα που διαφωνούμε, ποτέ δεν έχουμε φτάσει να βριστούμε»,
λέει η Κάκια Αναλυτή. «Ένας αλληλοσεβασμός υπήρξε από τότε μέχρι τώρα»,
επεμβαίνει εκείνος. «Με κατανόηση πάνω στη δουλειά, πάνω στις αδυναμίες μας.
Το καλό είναι ότι μας αρέσουν τα ίδια πράγματα. Δεν θέλουμε να πάμε στα
μπουζούκια, προτιμούμε να πάμε στο θέατρο. Να πάμε στη θάλασσα. Να διαβάσουμε
μαζί. Ή να κάτσουμε να παίξουμε μπιρίμπα, να καθόμαστε σε ένα τραπέζι οι δυο
μας και να σαχλαμαρίζουμε». Όλα αυτά είναι κομμάτια μιας πετυχημένης
συμβίωσης, για την οποία όμως δεν υπάρχουν συνταγές. Ίσως το σημαντικό είναι
αυτό με το οποίο κλείνει την κουβέντα η Κάκια Αναλυτή: «Συναντηθήκαμε πολύ
νέοι, ζυμωθήκαμε με τη ζωή, μάθαμε τις συνήθειες του άλλου. Και πάντα
φροντίζαμε ο ένας τον άλλον».
ΣΠΟΥΔΑΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Σ’ αυτή την κοινή τους πορεία στη ζωή και το θέατρο είχαν την τύχη να
γνωρίσουν πολύ μεγάλους ανθρώπους. Ο Κώστας Ρηγόπουλος μιλάει και κάθε τόσο
τους φέρνει στην κουβέντα. «Η Λαμπέτη το’ λεγε αυτό», «ο Χορν είχε κάνει
εκείνο», «πετούσε ατάκες ο Τσιφόρος και ήταν σαν να έγραφε 10 έργα μαζί».
Γυρνάμε συχνά στο παρελθόν κι εκείνοι θυμούνται βραδιές μοναδικές, με την
Κάκια άμαθη στα ξενύχτια «να κουτουλάει και να πίνει καφέδες για να κρατήσει
τα μάτια της ανοιχτά». Βραδιές στη Φωκίωνος Νέγρη με τον Τσιφόρο, τον Ρούσσο,
τον Γιαννακόπουλο και τον Σακελλάριο. Βραδιές στον «Βάκχο» της Πλάκας με
ανθρώπους του θεάτρου και των εφημερίδων. «Έτυχε να κάνουμε παρέα με πιο
μεγάλους από εμάς. Και πήραμε πολλά από αυτούς. Δεν χαλούσαμε τον χρόνο μας να
πηγαίνουμε να χορεύουμε και τέτοια», λέει η Κάκια Αναλυτή. Επεμβαίνει, όμως, ο
Κώστας Ρηγόπουλος: «Όλα τα κάναμε. Ήμασταν νέοι, κάναμε και τα κοσμικά, με την
καλή έννοια. Αλλά από όλους αυτούς τους ανθρώπους εμείς κερδίσαμε. Ίσως είχαμε
την έφεση να πάρουμε από αυτούς, να μάθουμε. Γιατί είδα και άλλους της ίδιας
γενιάς που δεν πήραν τίποτα».
ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ
Στις τρεις ώρες που κράτησε η κουβέντα μας μόνο μια φορά μίλησαν με παράπονο
για κάτι. Για εκείνους τους σκηνοθέτες που «θέλουν να καπελώσουν τα πάντα στο
θέατρο». Κι εδώ ο Κώστας Ρηγόπουλος ξεσπάει: «Μπορεί να ακούγεται εγωιστικό,
αλλά δεν είμαστε απλώς εκτελεστές, είμαστε κι εμείς δημιουργοί. Στην ορχήστρα
δεν είμαι απλώς ένα όργανο. Εσύ διευθύνεις, αλλά αν δεν παίξω εγώ καλά δεν θα
είσαι καλός μαέστρος κι εσύ».
|
Με την κόρη τους, που ήρθε στη ζωή τους αμέσως μετά την επιτυχία της «Ουάουα»
|
ΣΤΗΝ προσωπική τους ζωή η γέννηση της κόρης τους που ακολούθησε τα
επαγγελματικά βήματα των γονιών της και της εικοσάχρονης σήμερα εγγονής τους
ήταν οι σημαντικότεροι σταθμοί. Στη θεατρική τους πορεία όμως ο αναμφισβήτητος
σταθμός ήταν εκείνο το «Αγάπη μου Ουάουα».
Όχι μόνο για τους ίδιους. Κανείς δεν έσπασε το ρεκόρ τους στο ελληνικό θέατρο
έξι συνεχή χρόνια να παίζουν το ίδιο έργο. «Ήταν μια μεγάλη επιτυχία της
Κάκιας», λέει ο Κώστας Ρηγόπουλος, που «εγκατέλειψε» στον τρίτο χρόνο της
παράστασης. «Δεν το άντεξα, πήγαινα για ψυχιατρείο. Σταμάτησα γιατί αυτή η
επανάληψη με έκανε να χάνω τον χώρο, να χάνω τα λόγια μου».
Ο Ρηγόπουλος αντικαταστάθηκε από τον Μπάρκουλη και το έργο συνεχίστηκε να
παίζεται για άλλα τρία χρόνια ανέβηκε το 1967 και κατέβηκε το 1972. Αυτή η
αλλαγή, όμως, προκάλεσε θέμα τότε. «Έγραφαν οι εφημερίδες, ζητήθηκε η γνώμη
ψυχιάτρων γι’ αυτό που συνέβη. Τίποτα απ’ όλα αυτά. Απλώς, έπαθα υπερκόπωση.
Αρκετό διάστημα πριν, είχα αποφασίσει ότι έπρεπε να σταματήσω».
Ο Μουσούρης έπεσε από τα σύννεφα όταν του είπε ότι σταματάει. «Έχουμε τέτοια
επιτυχία κι εσύ μου λες κουράστηκες», μου είπε. «Πώς να του εξηγήσω τι ένιωθα,
δεν θα μπορούσε να το καταλάβει».
Η Κάκια Αναλυτή, όμως, συνέχισε να είναι η Ουάουα μέχρι τέλους. Και γι’ αυτήν
πολύ δύσκολο. «Έπρεπε κάθε μέρα να παίζω σαν να ήταν η πρώτη φορά, για να
κερδίσω αυτό τον κόσμο. Τόσα χρόνια το ίδιο πράγμα, αδειάζεις. Έτσι, άλλαζα
φορέματα, έβαζα άλλα χρώματα, για να νιώθω πιο φρέσκια μέσα μου».
Κι όμως, εκείνη ήταν διστακτική στο να ανεβάσουν το έργο. «Είχα αμφιβολίες,
έπρεπε να βγω στη σκηνή γυμνή από τη μέση και πάνω, δεν ήξερα αν έπρεπε να το
κάνω.
Όταν μετά παίχτηκε, έγινε επιτυχία, πήγα στο Παρίσι για να διαλέξουμε με τον
συγγραφέα την Ουάουα που θα έπαιζε εκεί, τότε ένιωσα ότι ήταν μια νίκη δική
μου στο θέατρο».
Νίκη καλλιτεχνική κατ’ αρχήν. «Ακούμε κόσμο να μιλάει γι’ αυτό το έργο σαν να
παιζόταν πρόπερσι. Κι έχουν περάσει 30 ολόκληρα χρόνια από τότε που το
ανεβάσαμε».
Νίκη εμπορική στη συνέχεια. «Είναι ευλογία Θεού να έχεις μια μεγάλη επιτυχία
στο θέατρο. Καλλιτεχνική και εμπορική. Πρέπει να συμβαδίζουν αυτά τα δυο.
Γιατί τι να το κάνεις να παίζεις για δέκα ανθρώπους; Πώς να ικανοποιηθείς»;
Και, βέβαια, νίκη οικονομική. «Κακά τα ψέματα, η Ουάουα μάς έδωσε και υλικά
αγαθά που είχαμε ανάγκη για να ζήσουμε. Από την Ουάουα πήραμε αυτό το σπίτι
που μένουμε. Από την Ουάουα μπορέσαμε να κτίσουμε και το θέατρό μας».
Αυτή η μεγάλη επιτυχία, όμως, στέρησε κάτι από την Κάκια Αναλυτή. Που τόσα
χρόνια μετά το λέει χωρίς παράπονο, απλώς το διαπιστώνει. «Με την Ουάουα έχασα
τους ρόλους της ηλικίας των 30 ετών.
Για έξι χρόνια έπαιζα τον ίδιο ρόλο, ενώ θα μπορούσα να παίζω δροσερούς
ρόλους, νέες κοπέλες. Έχασα τη δυνατότητα 12 τουλάχιστον τέτοιων ρόλων. Και
μετά ήταν αργά, λόγω ηλικίας».
ΣΥΝΗΘΙΖΟΥΝ να δουλεύουν τους ρόλους τους μέσα στο αυτοκίνητο, καθώς πηγαίνουν
στο θέατρο για τις πρόβες. Έτσι και τώρα. Μπαίνουν στο αυτοκίνητο και αρχίζουν
να παίζουν. Με τις χειρονομίες, με την ένταση με την οποία θα μιλούσαν οι δύο
γέροι τού «Σε φιλώ στη μούρη», του Γιώργου Διαλεγμένου. «Θα μας βλέπουν από τα
άλλα αυτοκίνητα και θα νομίζουν ότι τσακωνόμαστε. Εμείς, όμως, πάντα έτσι
δουλεύαμε τους ρόλους μας», λένε και γελάνε.
Τέλος του μήνα υπολογίζουν να το ανεβάσουν και, όσο πλησιάζουν οι ημέρες, το
άγχος μεγαλώνει. Κι ας λέει ο Κώστας Ρηγόπουλος «είμαι σίγουρος ότι θα κάνουμε
επιτυχία. Τώρα, εάν το κοινό ανταποκριθεί, αυτό είναι άλλη υπόθεση. Αλλά δεν
με νοιάζει τώρα πια, ας βγάλουμε λιγότερα λεφτά. Μεγαλώσαμε και πρέπει να
κάνουμε και το κέφι μας». Ο ίδιος άνθρωπος, όμως, λίγο νωρίτερα, κρατώντας το
θεατρικό έργο στο χέρι, έδειχνε την αγωνία του. «Ίσως και να πρέπει να
ξεκινήσουμε αργότερα, δεν πρέπει να αρχίσουμε αν δεν είμαστε έτοιμοι. Και θα
είμαστε έτοιμοι όταν δεν θα υπάρχει το ξέρω, αλλά οι κουβέντες θα μας βγαίνουν
έτσι». Και παραδέχεται, ότι παρά την εμπειρία του να εξοικειώνεται εύκολα με
το κείμενο, εδώ τα βρήκε δύσκολα.
Η αλήθεια είναι ότι διάλεξαν ένα έργο του οποίου οι ήρωες καμιά σχέση δεν
έχουν ούτε με το μέχρι τώρα ρεπερτόριό τους, αλλά ούτε και με την προσωπική
τους ζωή. Πολύ πιθανόν και να μην έχουν συναντήσει ποτέ τέτοιους ανθρώπους
ίσως αυτή ήταν και η πρόκληση που τους ενθουσίασε. Γιατί είναι βέβαιο ότι
είναι ενθουσιασμένοι. Άλλωστε, το παραδέχονται, ότι «χωρίς ενθουσιασμό δεν
μπορείς να αποδώσεις σε ένα έργο». Ξεκινούν, λοιπόν, να μιλούν για το «Σε φιλώ
στη μούρη» και ο λόγος τους είναι χείμαρρος. Προσπαθούν να μπουν στη λογική
μιας λούμπεν ζωής, μιας χωρίς συνέχεια και ειρμό έκφρασης, όπως το απαιτεί ο
ρόλος τους και περιγράφουν ακριβώς έτσι την υπόθεση του έργου. Κάνουν κάθε
μέρα 4 ώρες πρόβα στο θέατρο, διαβάζουν μαζί στο σπίτι, βλέπουν τους ήρωες
στον ύπνο τους. Και όλο ανακαλύπτουν κάτι καινούργιο. Η Κάκια Αναλυτή εκφράζει
όλο αυτό το πράγμα με την πιο ακριβή έκφραση: «Αυτό το έργο ανοίγει σαν
τριαντάφυλλο. Κάθε μέρα βρίσκεις και κάτι άλλο. Και να σου πω τι πιστεύω; Όταν
τελειώσουν οι παραστάσεις, και μακάρι να μην τελειώσουν γρήγορα, στην
τελευταία παράσταση είμαι σίγουρη ότι θα πω κρίμα που δεν σκέφτηκα κι αυτό να
το βάλω. Όχι ν’ αλλάξω τα λόγια, αλλά να βγάλω το νόημα πιο έντονα».
Μπορεί, όμως, να έλεγε τα ίδια και αν μιλούσαμε για κάποιο άλλο έργο. Γιατί
δένεται με τους ρόλους της «ξέρεις τι λύπη νιώθω όταν τελειώνουν οι
παραστάσεις; Σα να αποχωρίζομαι έναν άνθρωπο. Λέω δεν θα ξαναείμαι πια αυτή.
Όποια κι αν ήταν εκείνη που έπαιζα». Να κι ένα σημείο που διαφοροποιούνται με
τον Κώστα Ρηγόπουλο. «Εγώ, λέει εκείνος, τον ξεχνώ τον ήρωα. Όταν τελειώνει
ένα έργο, δεν συγκινούμαι καθόλου. Ετοιμάζομαι για το επόμενο».









