Η τελευταία φορά που συγκινήθηκα με μια ολοκληρωμένη αφήγηση ήταν όταν έβλεπα το «Χωρίς αγάπη» του Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ. Οι δυο συνηθισμένοι άνθρωποι που χωρίζουν με τυφλό μίσος ελπίζουν με όλη τους την καρδιά να βρουν την ευτυχία με τους καινούργιους συντρόφους τους. Το παιδί τους που εξαφανίζεται είναι το βάρος του κοινού τους παρελθόντος. Μπορεί να συμβολίζει τη χαμένη γενιά της μετασοβιετικής Ρωσίας, η δύναμη της αφήγησης όμως αγγίζει τον πυρήνα των αποτυχιών μας ως ατόμων και κοινωνίας, με τις μοιραίες συνέπειές τους για εκείνους που μεγαλώνουν υπό την ευθύνη μας.

Αν μπορούσα να γράφω μετά μουσικής, θα επέλεγα να ακούω μόνο The Fall γιατί όποιον δίσκο τους βάλω από τους τριάντα που έχω παίζουν πάντα το ίδιο τραγούδι και άρα μπορώ να δουλεύω απερίσπαστος, σαν να έχω ένα φάντασμα στο σπίτι μου που χύνει συνεχώς ακριβείς μικροδόσεις καθαρού τρόμου και ηδονής κατευθείαν στο νευρικό μου σύστημα. Και, εννοείται, το κάνω.

Το πιο οδυνηρό στη διαδικασία της συγγραφής είναι να σβήνεις με ένα delete δεκάδες σελίδες που για να τις γράψεις έκανες μήνες, νομίζοντας μάλιστα ότι έγραφες και αριστούργημα.

Τρία βιβλία που θα πρότεινα οπωσδήποτε για μια βιβλιοθήκη λυκείου θα ήταν οι «Λογοδοσμένοι» του Αλεσάντρο Μαντσόνι, ο «Φύλακας στη σίκαλη» του Σάλιντζερ και «Ο αναρχικός των δύο κόσμων» της Ούρσουλα Λε Γκεν.

Η κριτική που αποδέχομαι αφορά το αν είμαι απατεώνας, δηλαδή αν εκβιάζω αντιδράσεις του αναγνώστη σαν να διαβάζει πορνογράφημα συναισθημάτων.

Η αυτοκριτική ξεκινάει από το να διαβάσεις το κείμενό σου σαν να ήταν ενός ξένου, ενός συγγραφέα για τον οποίο δεν γνωρίζεις τίποτα και δεν σε ενδιαφέρουν οι προθέσεις και οι δικαιολογίες του. Αν δεν μπορείς, δεν υπάρχει περίπτωση να μάθεις κάτι σημαντικό από τις πιο ωφέλιμες κριτικές, εκείνες των άλλων.

Η αρχή ενός κλασικού βιβλίου που ζηλεύω είναι «Μια και τα τινάξεις, το καθετί ακολουθεί με απόλυτη βεβαιότητα ακόμα και καταμεσής του χάους» από τον «Τροπικό του Αιγόκερω» του Χένρι Μίλερ. Υποτίθεται ότι τον έχω απομυθοποιήσει, αλλά βιβλία που για μια μικρή αιώνια νεότητα διάβαζες κάθε έξι μήνες δεν τα ξεπερνάς ποτέ απολύτως, κάτι αντίστοιχο με τους Depeche Mode.

Οταν ακούω για την «κρίση της λογοτεχνίας» ή τη «λογοτεχνία της κρίσης» σκέφτομαι ότι η λογοτεχνία που είναι ικανή να κρατήσει τον αναγνώστη συγκεντρωμένο στο διάβασμα για ώρες, ενώ στο κινητό δίπλα του υπάρχουν άμεσα διαθέσιμες άπειρες δυνατότητες περισπασμών, έχει ήδη κάνει κάτι που φαίνεται μικρό, σχεδόν παιδικό, αλλά είναι τεράστιο: αποστασιοποίηση διαμεσολαβημένη από ολοκληρωμένη αφήγηση, μια αναγκαία βάση για να σηκώσουμε το βλέμμα μέσα σε πυκνή προσωπική σιωπή και να κοιτάξουμε γύρω μας χωρίς τον οικείο, μέχρι δεύτερης φύσεως, τρελό φόβο.

Ο Γιώργος Στόγιας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973. Σπούδασε Παιδαγωγικά στο Ρέθυμνο και στη Λευκωσία. Εργάζεται με παιδιά από βεβαρημένα οικογενειακά και κοινωνικά περιβάλλοντα. Οι τρεις νουβέλες του φανταστικού υπό τον γενικό τίτλο «Ο τελευταίος τροχός της αμάξης» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μελάνι.