Εδώ και λίγο καιρό προβάλλεται στην τηλεόραση το διαφημιστικό σποτ ενός αναλγητικού που είχα να το ακούσω από τη δεκαετία του 1970 αλλά το θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια. Από την εποχή της «Ελλαδέξ», τότε δηλαδή που η χώρα, εγκλωβισμένη στον βαλκανικό μικρόκοσμό της, παρίστανε την Ευρωπαία λικνιζόμενη σε τακούνια «εξευρωπαϊσμένων» λέξεων. Βέβαια, οι διαφημιστές του συγκεκριμένου προϊόντος κάνουν καλά τη δουλειά τους ποντάροντας στην πανδαμάτειρα νοσταλγία. Αλλο όμως η νοσταλγία ως διαφημιστική άποψη που μπορεί να έχει τη νοστιμάδα της και άλλο η επιτάχυνση επιστροφής στα χαμηλά βιοτικά επίπεδα άλλων εποχών ως κυβερνητικό πρόγραμμα.

Μια Ελλάδα λοιπόν στην ανάστροφη πορεία ενός Μπέντζαμιν Μπάτον. Μόνο που δεν πρόκειται για επιστροφή στην ελαφράδα της νιότης αλλά σε μια εποχή μίζερης ανέχειας. Οσο και αν θέλουν να την ωραιοποιήσουν τα στρατευμένα παπαγαλάκια. Οταν τα μακαρόνια με κιμά ήταν για τις περισσότερες οικογένειες φαγητό πολυτελείας, τα παιδάκια κοιτούσαν ξελιγωμένα τις βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων, η παιδεία επαφίετο στο φιλότιμο κάποιου δάσκαλου ή καθηγητή και η δημόσια υγεία αντίστοιχα στο φιλότιμο κάποιου γιατρουδάκου. Οταν η Πάρος –που θυμάμαι εγώ –δεν είχε ηλεκτρικό, η επιχειρηματικότητα ήταν άπιαστο όνειρο και η μεσαία τάξη σχεδόν ανύπαρκτη, στριμωγμένη ανάμεσα στους πάμπολλους φτωχούς και στους ελάχιστους πλούσιους. Οταν τα εργασιακά δικαιώματα ήταν στον αέρα, οι χήρες και τα ορφανά έμεναν στον δρόμο. Οταν το κράτος ήταν πανταχού παρόν όχι για να προστατεύσει αλλά για να τιμωρήσει και το παρακράτος πίσω από τη γωνία για να χαφιεδίσει. Αυτή η «νοσταλγία» σκοτώνει.