Ο Κώστας Βούλγαρης στο δεύτερο τμήμα (το πρώτο ήταν η «Αυθάδεια λαγνεύουσα. Ερωτικές ιστορίες και φαντασίες», εκδόσεις Κέδρος, 2016) της εν εξελίξει μεταμυθοπλασίας «Στην αγκαλιά της Μπετίνας» δημιουργεί ξανά ένα κείμενο κατεξοχήν μιμητικό. Λέει χαρακτηριστικά: «Θεολόγος Γρηγόριος έδειξε, / νησίδες του χρόνου αθέατες, / όπου ανθρώπινος βίος και αιώνων μακρύτερος. / – Εις ποίαν θάλασσαν τούτες ευρίσκονται; / – Της Ιστορίας, καλείται η θάλασσα. / … – Της νησίδος το όνομα; / – Eρημόλαλη. / – Πού ευρίσκεται αύτη; / – Στον καιρό της ανέχειας».

Η μιμητική λειτουργία ταυτίζεται, κατ’ αρχάς, με τη διακειμενικότητα. Κατά δεύτερον, το συγκεκριμένο κείμενο μιμείται με τρόπο επιτυχέστατα ειρωνικό ένα φαινόμενο το οποίο, στις δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80 του περασμένου αιώνα, θεματοποιήθηκε από τη δεσπόζουσα θεωρία (μεταδομισμός, αποδόμηση) και αποτέλεσε βάση για την ποιητική πράξη (γλωσσοκεντρισμός). Πρόκειται για τη μετατροπή του λόγου σε απώτατο όριο, το οποίο συνιστά συγχρόνως άβατο χώρο, ώστε προσλαμβάνει μια μεταφυσική διάσταση και κατά συνέπεια αποβαίνει σύνολο κρυπτικών ρήσεων ή άρρητος, με την έννοια ότι ο αναγνώστης εξοβελίζεται από τη διαδικασία της παραγωγής του. Ειδικότερη απόρροια της προηγούμενης μετατροπής αντιπροσωπεύει, στην Ελλάδα, η λόγια παρέκκλιση της λογοτεχνικής, συχνότερα της ποιητικής, γλώσσας από την καθομιλουμένη. Ενα όμως γενικότερο επιφαινόμενο έγκειται στην αυθυπαρξία του πολιτικού λόγου παγκοσμίως, ο οποίος, αποβάλλοντας την αναφορικότητα, καθίσταται αδρανής τόσο απέναντι στην υπήκοη ανθρωπότητα όσο και στις ίδιες τις εξουσίες. Ο πολιτικός λόγος στην παροντική συγκυρία αποσπάται λοιπόν από τα πράγματα. Αντί του φορέα της ισχύος, της αμφισβήτησης και της διαδοχής της, ανάγεται σε αδιαμφισβήτητη αυτοτελή αρχή, εξελίσσεται δηλαδή σε ανεντόπιστη και απρόσιτη ψηφιακή διασπορά της απόλυτης εξουσίας. Περαιτέρω, το συγκεκριμένο κείμενο μιμείται τον αποκλεισμό στον οποίο οδηγούνται η λογοτεχνία και η διανόηση. Ο διαδικτυακός χώρος υπερβαίνει σταδιακά το σημείο από το οποίο και εξής πολλές περιοχές του, εξαιτίας της ατέρμονης αύξησής του, δεν θα υφίστανται για τον μεγαλύτερο αριθμό των χρηστών. Τέτοιες περιοχές συνιστούν η αυθεντική λογοτεχνία και η διανόηση, των οποίων οι αναγνώστες θα μειώνονται διαρκώς και επιπλέον δεν θα διαθέτουν τους κώδικες επαφής μαζί τους, ώστε αυτές θα αναλογούν σε «εξωκείμενα» και σε «σκοτεινά κείμενα» αντίστοιχα.

Ωστόσο η σημασία του βιβλίου «Στον καιρό της ανέχειας» δεν περιορίζεται στη μιμητική πράξη. Η γραφή εδώ, η οποία ανταποκρίνεται τόσο στη ρητορική της δεύτερης σοφιστικής όσο κυρίως στη βυζαντινή εκκλησιαστική και θύραθεν παράδοση, παραπέμπει σε ένα κοινωνιολογικό και πολιτικό περιεχόμενο, επέχοντας παράλληλα έναν προφητικό ρόλο, καθώς ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου διακρίνεται ένα εσχατολογικό σχέδιο εξάλειψης και αναγέννησης του κόσμου, το οποίο περιλαμβάνει: την καθημαγμένη πραγματικότητα από την επάλληλη διαφθορά των εξουσιών και των υπηκόων τους, τον λυτρωτικό χαρακτήρα της τέχνης, το συγκεκριμένο βιβλίο ως ένα από τα πρώτα σημεία («ενδείγματα») της αναγέννησης του κόσμου, τη συναίρεση της τέχνης με την ιστορία και, τέλος, την αναβάπτιση της πραγματικότητας στο ρεύμα της ιστορίας, αφού προηγηθεί η συναίρεση.

Κώστας Βούλγαρης

Στον καιρότης ανέχειας

Ερημόλαλες ιστορίες και εξουσίες

Εκδ. Βιβλιόραμα 2017, σελ. 96