Σε 32 παραπάνω αίθουσες από τις περισσότερες από 90 στις οποίες άνοιξε την περασμένη Πέμπτη (ανήμερα Χριστούγεννα) συνεχίζεται από αύριο Πέμπτη η επιτυχία-φαινόμενο «Καποδίστριας» του Γιάννη Σμαραγδή, η οποία μέχρι την περασμένη Κυριακή είχε κόψει περισσότερα από 140.000 εισιτήρια σε όλη την Ελλάδα.
Με το σκεπτικό ότι υπό αυτές τις συνθήκες η ταινία αναμένεται να φτάσει ακόμα και το ένα εκατομμύριο εισιτήρια, είναι προφανές ότι μιλάμε πλέον όχι μόνο για τη μεγαλύτερη επιτυχία της σεζόν φθινόπωρο 2025 – άνοιξη 2026, αλλά για μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες (αν όχι τη μεγαλύτερη) της τελευταίας δεκαπενταετίας στη χώρα μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολύς κόσμος θέλει να δει για δεύτερη ή ακόμα και για τρίτη φορά την ταινία που αναφέρεται στην πολιτική δράση του Ιωάννη Καποδίστρια (Αντώνης Μυριαγκός) και στον πόλεμο που δέχθηκε από ξένες δυνάμεις και Ελληνες προκειμένου να μην μπορέσει να φτιάξει την πατρίδα του έτσι όπως την είχε οραματιστεί – κάτι που τελικά πλήρωσε με τη ζωή του. Είναι επίσης προφανές το τι περίπου ακόμα και ο κόσμος που δεν πηγαίνει στον κινηματογράφο επιθυμεί τελικά να δει ώστε να πάει. Mε την επιτυχία του, ο «Καποδίστριας» δηλώνει ότι αυτού του τύπου οι ταινίες ενδιαφέρουν τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού κοινού. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο ανταγωνισμός του «Καποδίστρια» στις αίθουσες με τις νέες ταινίες αυτής της εβδομάδας είναι οριακά αστείος. Ολοι δουλεύουν για τον «Καποδίστρια» και η μόνη ταινία που πραγματικά αξίζει είναι η «Father Mother Sister Brother» του Τζιμ Τζάρμους, που άνοιξε μαζί του την περασμένη εβδομάδα και έχει επίσης σημειώσει επιτυχία, αν και σε πολύ χαμηλότερη κλίμακα.
Από τις νέες ταινίες στην ουσία μόνο μία παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον και αυτό με μια σχετική επιφύλαξη, διότι είναι αρκετά μπερδεμένη – σε ορισμένες στιγμές εκνευριστικά. Λέγεται «Μια ιδιωτική ζωή» (Vie privee, Γαλλία, 2025) και σκηνοθετήθηκε από τη Ρεμπέκα Ζλοτόφσκι, της οποίας η μέχρι σήμερα πορεία διακρίνεται από συνέπεια, όχι όμως από κάτι ξεχωριστό. Μιλώντας άψογα γαλλικά στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, η Τζόντι Φόστερ πρωταγωνιστεί στον ρόλο μιας αμερικανίδας ψυχιάτρου στο Παρίσι, η οποία, πεπεισμένη ότι μια ασθενής της που υποτίθεται ότι αυτοκτόνησε υπήρξε τελικά θύμα δολοφονίας, αρχίζει μια επίμονη έρευνα, σαν ερασιτέχνης ντετέκτιβ, για να αποδείξει τη θεωρία της. Ωστόσο, η έρευνα της ψυχιάτρου είναι περισσότερο μια βουτιά στη δική της ψυχή, στα δικά της διλήμματα, στις δικές της σχέσεις με οικεία πρόσωπα και μη. Συμβουλεύεται τον πρώην σύζυγό της (ο Ντανιέλ Οτέιγ σε ένα πολύ χαριτωμένο πέρασμα), ζητεί τη βοήθεια του γιου της (Βενσάν Λακόστ), που δεν τη χωνεύει και τόσο σε τεχνικά ζητήματα, «εισβάλλει» στην ιδιωτική ζωή του χήρου (Ματιέ Αμαλρίκ) της γυναίκας που πέθανε. Στην ουσία είναι ένας άνθρωπος που καταρρέει και αυτό είναι κυρίως το ενδιαφέρον στην ταινία της Ζλοτόφσκι, που βάζει σε δεύτερη μοίρα το «αστυνομικό μυστήριο», δίνοντας προτεραιότητα στο ψυχολογικό τραύμα της ψυχιάτρου, αποσπώντας από τη Φόστερ μια ερμηνεία που εκτιμάς και συγκρατείς χωρίς να σε έχει ακριβώς ενθουσιάσει.
Απολύτως τίποτα δεν συγκρατείς όμως από την «Ανακόντα» (Anaconda, ΗΠΑ, 2025) του Τομ Κόρμικαν, μια ανούσια επιστροφή στην ούτως ή άλλως ανούσια ταινία τρόμου του 1997 με τον ίδιο τίτλο, η οποία περιέργως με τα χρόνια έχει γίνει cult. Και σε αυτόν ακριβώς τον cult χαρακτήρα της βρίσκονται τα θεμέλια αυτής της νέας ταινίας, στην οποία τέσσερις φίλοι (Τζακ Μπλακ, Πολ Ραντ, Στιβ Ζαν, Τάντι Νιούτον), όλοι επαγγελματίες στον οπτικοακουστικό χώρο, όλοι αποτυχημένοι και όλοι «τρελαμένοι» με την «Anaconda», αποφασίζουν να κάνουν τη δική τους, «guerilla» εκδοχή πάνω στο ίδιο θέμα, μπας και σταυρώσουν επιτυχία. Αυτό στο οποίο αποσκοπούν είναι κάτι σαν ένα ανεξάρτητο φιλμ τρόμου, από αυτά που, παρότι γυρίζονται με δυο δεκάρες, κάποιες πιθανότητες επιτυχίας τις έχουν. Οπότε η παρέα τρέχει στις ζούγκλες και στα ποτάμια για να γυρίσει την ταινία και εκεί, φυσικά, μπλέκει με πραγματικούς κακοποιούς και πραγματικά τέρατα. Η ταινία κινείται ανάμεσα στη φάρσα, τον τρόμο, την περιπέτεια και τη σινεφιλία τόσο αδέξια, τόσο πρόχειρα και τόσο άδεια, που ακόμα και η παρακολούθησή της γίνεται κουραστική.
Κάποια στοιxεία που κινούν το ενδιαφέρον μπορείς να ανακαλύψεις στην ταινία του Δημήτρη Αθανίτη «Λαβύρινθος», μια παραγωγή του 2019 που για άγνωστους λόγους διανέμεται τώρα για πρώτη φορά εμπορικά στις αίθουσες (αποκλειστικά στο Studio). Ο τίτλος αναφέρεται στην Αθήνα, την οποία ο Αθανίτης κινηματογραφεί ασπρόμαυρα, κάνοντας μια χαμηλότονη, μελαγχολική ξενάγηση της πόλης στον θεατή με αφηγητή τον ηθοποιό Κώστα Καζανά. Γνώριμα και μη σημεία, άγνωστα πρόσωπα σε καθημερινές «φάσεις», μικρές ιστορίες που θα πρέπει να φανταστούμε γιατί δεν τις βλέπουμε, τα πάντα βυθισμένα στις σκιές μιας απρόσωπης μητρόπολης, που όμως έχει προσωπικότητα. Ολα αυτά δίνουν στην ταινία πνοή, παρότι κάπου αναρωτιέσαι για το αν αυτή η πόλη ανασαίνει ή τελικά ξεψυχά ξεθωριασμένη. Οι νουάρ διαθέσεις στου «Λαβύρινθου» είναι ολοφάνερες (ακόμα και ο τίτλος σε τι, αν όχι ένα νουάρ, παραπέμπει;) και ίσως, τελικά, το θύμα σε αυτή τη νουάρ ιστορία να είναι η ίδια η Αθήνα.
Εντελώς εκτός εποχής για διανομή στις αίθουσες (για να μην πω γενικώς) είναι το ισπανικό ντοκιμαντέρ του Aντόν Αλβάρες «Η φλαμένκο κιθάρα του Γεράι Κορτές» (La guitarra flamenca de Yerai Cortés, 2024), που ενώ αφορά έναν πασίγνωστο αθίγγανο κιθαρίστα του φλαμένκο, τον Γεράι Κορτές, δεν στέκεται τόσο στο ταλέντο του, αλλά γίνεται κάτι σαν reality show πάνω στη ζωή του την εποχή των γυρισμάτων. Βλέπουμε την πρώην γυναίκα του, την οποία παράτησε, να αφρίζει από τη ζήλεια της («είμαι εκδικητική» απειλεί), βλέπουμε τον γιο του (από την πρώην) να προσπαθεί να τον πείσει να παραστεί σε μια παρουσίαση τραγουδιού που έγραψε ο ίδιος εμπνευσμένος από τον πατέρα του και βλέπουμε τον ίδιο να μη θέλει σχέση με το παρελθόν, γιατί τώρα έχει φτιάξει αλλιώς τη ζωή του. Αυτό που δεν βλέπουμε είναι τον λόγο για τον οποίο όλα τα παραπάνω θα πρέπει να μας αφορούν. Επίσης, όλη η ταινία είναι κάπως περίεργη, γιατί απορείς πώς (και γιατί) όλοι αυτοί οι άνθρωποι επέτρεψαν την κάμερα του Αλβάρες να καταγράψει όλα αυτά τα εντελώς προσωπικά δεδομένα της ζωής τους. Σε τι εξυπηρετεί όλο αυτό που είδα, πέρα από το κουτσομπολιό, προσωπικά δεν κατάλαβα. Μπορώ να πω όμως ότι όποτε ακούστηκε κάποιο τραγουδάκι, το ενδιαφέρον μου κινήθηκε.
Δύσκολο, θα σκεφτείτε, ύστερα από τόσες παραλλαγές ταινιών ζόμπι να βλέπουμε ακόμα μία, όμως τελικά, όπως ξέρουμε, τα ζόμπι δεν… πεθαίνουν εύκολα, οπότε προέκυψε η αυστραλέζικη περιπέτεια τρόμου «Θάβουμε τους νεκρούς» (We bury the dead, 2025) του Ζακ Χίλντιτς, στην οποία ακολουθείται κάθε κλισέ που γνωρίζουμε με ένα μικρό κερασάκι στην τούρτα: εδώ οι νεκροζώντανοι, θύματα ενός ιού που προέκυψε από στρατιωτικό λάθος, υποτίθεται ότι είναι ακίνδυνοι. Χα χα χα! Κούνια που μας κούναγε και η (γνωστή) συνέχεια επί της οθόνης (παίζουν: Ντέιζι Ρίντλεϊ, Μπρέντον Θουέιτς κ.ά.)
Προβάλλεται τέλος και η παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων «Αποστολη Αγιος Βασίλης» (Mission Santa: Yoyo to the Rescue, HΠΑ/Γερμανία/Ινδία, 2025) των Ρικάρ Κουσό, Νταμιάν Μιτρέφσκι, στην οποία ένα ξωτικό, παρακινημένο από το ακλόνητο πάθος του για τις γιορτές, γίνεται η μόνη ελπίδα του Βόρειου Πόλου να σώσει τα Χριστούγεννα από έναν εκδικητικό χάκερ.







