Αυτή τη φορά είναι η Πράγα. Ο τελευταίος σταθμός όπου ο συγγραφέας με το «μαγικό άγγιγμα» του μπεστ σέλερ τοποθετεί τον ήρωά του, τον καθηγητή θρησκευτικής συμβολογίας Ρόμπερτ Λάνγκτον. Μετά το Παρίσι, τα μνημεία της Ρώμης και τους καθεδρικούς ναούς της Αγγλίας – και ενώ η προηγούμενη χρονικά περιπέτειά του συνέβη στη Βαρκελώνη του 2017 – σειρά έχει η τσεχική πρωτεύουσα. Εκεί ταξιδεύει για να παρακολουθήσει μια πρωτοποριακή διάλεξη της Κάθριν Σόλομον, εξέχουσας επιστήμονος της νοητικής επιστήμης. Ωστόσο, ένας βίαιος φόνος, από αυτούς στους οποίους ειδικεύεται ο Νταν Μπράουν ήδη από τον καιρό του «Κώδικα Ντα Βίντσι», διασαλεύει τη σειρά των γεγονότων και τον «ρυθμό του κόσμου».
Ο διάσημος μελετητής, λοιπόν, ξυπνάει αυτή τη φορά στην «Πόλη των Εκατό Πύργων» και ήδη στις πρώτες σελίδες επικαλείται από τον Ιησού και τον Κολοσσό της Ρόδου μέχρι το Αγαλμα της Ελευθερίας. Γρήγορα, όμως, βρίσκεται στο στόχαστρο μιας πανίσχυρης οργάνωσης, καθώς καταδιώκεται από έναν άγνωστο που φαίνεται να έχει ξεπηδήσει από την αρχαιότερη μυθολογία της Πράγας (κάτι θα καταλάβετε από το απόσπασμα που ακολουθεί). Ταυτόχρονα, η Κάθριν εξαφανίζεται μαζί με το χειρόγραφό της. Η συνέχεια θα γραφτεί με τον τρόπο που ο Νταν Μπράουν έχει ήδη «εκπαιδεύσει» το κοινό του να υποδέχεται τις γνώσεις από τη μυστικιστική παράδοση, τα καλά κρυμμένα ντοκουμέντα μέσα σε μια πόλη και τις ανατροπές πάσης φύσεως.
Οσο ο αναγνώστης γυρίζει τις 920 ωφέλιμες σελίδες στο απόλυτο page turner της περιόδου, ανακαλύπτει ότι συμμετέχει σε έναν ξέφρενο αγώνα ταχύτητας και μία αντίστροφη μέτρηση που φτάνει μέχρι ένα μυστικό σχέδιο για να αλλάξει «ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον ανθρώπινο νου». Από το μυθιστόρημα «Το μυστικό των μυστικών», το οποίο κυκλοφόρησε στις 9 Σεπτεμβρίου από την «Doubleday» και στην Ελλάδα αναμένεται από τις εκδόσεις «Ψυχογιός» στις 27 Νοεμβρίου (σε μετάφραση Χρήστου Καψάλη), προδημοσιεύουμε ένα εκτενές απόσπασμα από την αρχή του βιβλίου, με την άδεια του ξένου λογοτεχνικού ατζέντη και του ελληνικού εκδοτικού οίκου.
Ακολουθεί η αποκλειστική προδημοσίευση του βιβλίου του στα ΝΕΑ:
Το Γκόλεμ προχωρούσε κουτσαίνοντας στα χιόνια, με τον ποδόγυρο της μαύρης κάπας του να σέρνεται στα λερά λασπόνερα που κάλυπταν την Οδό Καπροβά. Κρυμμένες κάτω από τον μανδύα του, οι πελώριες μπότες του, με τους χοντρούς πάτους, ήταν τόσο βαριές που μετά βίας κατάφερνε να σηκώνει τα πόδια του. Πάνω στο πρόσωπο και το κρανίο του, ένα παχύ στρώμα πηλού άρχιζε να σφίγγει στον παγερό αέρα.
Πρέπει να επιστρέψω στη βάση.
Ο Αιθέρας πυκνώνει.
Φοβούμενο πως ο Αιθέρας μπορεί να το γονάτιζε, το Γκόλεμ έφερε το χέρι μέσα στην τσέπη του και γράπωσε τη μικρή μεταλλική ράβδο που κουβαλούσε διαρκώς πάνω του. Έφερε το αντικείμενο στο κεφάλι του και το πίεσε με δύναμη στην επάνω πλευρά του κρανίου του, διαγράφοντας μικρούς κύκλους πάνω στον ξεραμένο πηλό.
Όχι ακόμη, έψαλε βουβά, όπως έκλεινε τα μάτια του.
Ο Αιθέρας σκόρπισε, τουλάχιστον προσώρας, οπότε έκρυψε και πάλι τη ράβδο μέσα στην τσέπη του και προχώρησε.
Λίγα τετράγωνα ακόμη, και μπορώ να Εκτονωθώ.
Η Πλατεία της Παλιάς Πόλης –γνωστή στην Πράγα ως Σταρομάκ– ήταν τελείως έρημη εκείνο το σκοτεινό πρωί, με εξαίρεση ένα ζευγάρι τουριστών που σφιχτά βαστούσαν γλυκίσματα πασπαλισμένα με καψαλισμένη ζάχαρη, όπως χάζευαν το περίφημο μεσαιωνικό ρολόι. Κάθε ώρα, εκείνος ο παμπάλαιος μηχανισμός εκτελούσε την «Οδό των Αποστόλων», μια τρεμάμενη παρέλαση αγίων, που ξεπρόβαλαν μηχανικά από ένα μικρό πορτάκι και χάνονταν πίσω από ένα άλλο, στο πλάι της πρόσοψης του ρολογιού.
Γυροφέρνουν άσκοπα, από τον δέκατο πέμπτο αιώνα, αναλογίστηκε το Γκόλεμ, κι όμως, μαζεύονται ακόμη πρόβατα να χαζέψουν το θέαμα.
Καθώς το Γκόλεμ περνούσε δίπλα από το ζευγάρι, οι τουρίστες τού έριξαν μια ματιά κι άθελά τους αναφώνησαν πνιχτά, όπως υποχωρούσαν. Το ίδιο ήταν απόλυτα συνηθισμένο σε κάτι τέτοιες αντιδράσεις. Του υπενθύμιζαν ότι διατηρούσε μια εξωτερική μορφή, κι ας μην μπορούσαν να διακρίνουν ποιος ήταν πραγματικά.
Είμαι το Γκόλεμ.
Δεν ανήκω στον κόσμο σας.
Υπήρχαν φορές που το Γκόλεμ αισθανόταν αποκομμένο, λες και κινδύνευε να παρασυρθεί στον αέρα, και του άρεσε να καλύπτει το θνητό σαρκίο του με βαριά ρούχα. Το βάρος του μανδύα και των χοντρόπατων υποδημάτων ενίσχυαν την έλξη της βαρύτητας, το αγκυροβολούσαν στο έδαφος. Το πασαλειμμένο με πηλό κεφάλι του κι ο μανδύας με την κουκούλα το καθιστούσαν τρομακτικά αλλόκοτο, ακόμη και για τα μέτρα της Πράγας, όπου οι φορεσιές στη διάρκεια της νύχτας δεν αποτελούσαν ασυνήθιστο θέαμα.
Όμως, αυτό που καθιστούσε το Γκόλεμ πραγματικά εκπληκτικό θέαμα ήταν τα τρία αρχαία γράμματα που αποτυπώνονταν πάνω στο μέτωπό του… χαραγμένα στον πηλό με σπάτουλα.
Τα τρία εβραϊκά γράμματα –άλεφ, μεμ, ταβ–, όπως διαβάζονταν από τα δεξιά προς τα αριστερά, σχημάτιζαν τη λέξη ΕΜΕΤ.
Αλήθεια.
Η Αλήθεια ήταν αυτή που είχε οδηγήσει το Γκόλεμ στην Πράγα. Κι η Αλήθεια ήταν αυτή που του είχε αποκαλύψει η Δρ Γκέσνερ νωρίτερα απόψε – μια λεπτομερής ομολογία των φρικαλεοτήτων που είχαν διαπράξει η ίδια και οι συνεργοί της, βαθιά κάτω από την Πράγα. Τα εγκλήματά τους ήταν ειδεχθή, κι όμως ωχριούσαν σε σύγκριση με τα όσα σχεδιάζονταν στο εγγύς μέλλον.
Θα τα καταστρέψω όλα, είπε από μέσα του. Θα ρημάξω τα πάντα.
Το Γκόλεμ φαντάστηκε το ζοφερό τους δημιούργημα… κονιορτοποιημένο… ένα ρημάδι που σιγόκαιγε, μέσα στη γη. Παρότι ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη αποστολή, αισθανόταν βέβαιο πως μπορούσε να τη φέρει σε πέρας. Η Δρ Γκέσνερ τού είχε αποκαλύψει όλα όσα έπρεπε να γνωρίζει.
Πρέπει να δράσω γρήγορα. Το παράθυρο ευκαιρίας είναι περιορισμένο, υπενθύμισε στον εαυτό του, ενώ το σχέδιο είχε αρχίσει ήδη να αποκρυσταλλώνεται στον νου του.
Τώρα, το Γκόλεμ στράφηκε προς τα νοτιοανατολικά, απομακρυνόμενο από την πλατεία, καθώς εντόπιζε το στενό σοκάκι που εκτεινόταν προς το διαμέρισμά του. Η συνοικία της Παλιάς Πόλης ήταν ένας λαβύρινθος από στενά περάσματα, γνωστή για τη ζωντάνια της νυχτερινής της ζωής και τα ιδιαίτερα στέκια της – το Λογοτεχνικό Καφενείο Τίνσκα, που απευθυνόταν σε συγγραφείς και διανοούμενους, το Ανώνυμο Μπαρ με θαμώνες χάκερ και άτομα που αναζητούσαν ίντριγκες, το Μπαρ Χέμινγουεϊ, για άτομα εκλεπτυσμένα και γνώστες των κοκτέιλ. Φυσικά, το Μουσείο Ερωτικών Μηχανών έμεινε ανοιχτό ως αργά, και συγκέντρωνε πλήθη περίεργων, ως αργά τη νύχτα.
Καθώς το Γκόλεμ διέσχιζε εκείνο τον λαβύρινθο από σοκάκια, συνέλαβε τον εαυτό του να αναλογίζεται όχι τα όσα φρικτά είχε μόλις προκαλέσει στη Δρα Μπριγκίτα Γκέσνερ, ούτε και τις συγκλονιστικές πληροφορίες που είχε αποσπάσει – αντίθετα, σκεφτόταν εκείνη.
Μονίμως εκείνη σκεφτόταν.
Είμαι ο προστάτης της.
Εκείνη κι εγώ είμαστε δυο εναγκαλιζόμενα σωματίδια, παντοτινά αδιάρρηκτα.
Μοναδική του αποστολή σε αυτόν τον κόσμο ήταν να την προστατεύει, κι ας μην υποψιαζόταν καν την ύπαρξή του εκείνη. Σε κάθε περίπτωση, το διάστημα της υπηρεσίας του προς εκείνη συνιστούσε τιμή. Το να επωμίζεσαι τα βάρη ενός άλλου ήταν ό,τι ευγενέστερο· το να το κάνεις ανώνυμα, όμως, χωρίς καμία απολύτως αναγνώριση… αυτή ήταν πράγματι μια αλτρουιστική πράξη αγάπης.
Οι φύλακες άγγελοι παίρνουν διάφορες μορφές.
Εκείνη ήταν ένα εύπιστο άτομο, που άθελά της είχε εμπλακεί σε έναν κόσμο σκοτεινής επιστήμης. Δεν μπορούσε να διακρίνει τους καρχαρίες που τη γυρόφερναν. Το Γκόλεμ είχε σκοτώσει έναν από εκείνους τους καρχαρίες απόψε, όμως πλέον το αίμα είχε βάψει τα νερά. Σύντομα, ισχυρές δυνάμεις θα αναδύονταν από τα βάθη, προκειμένου να εξακριβώσουν τι είχε συμβεί… προκειμένου να διασφαλίσουν τη μυστικότητα της δημιουργίας τους.
Δεν θα προλάβετε να αντιδράσετε εγκαίρως, σκέφτηκε το Γκόλεμ. Ο υπόγειος οίκος τους της φρίκης σύντομα θα κατέρρεε, κάτω από το βάρος της ίδιας της αμαρτίας του… θύμα της ίδιας της ιδιοφυΐας του.
Καθώς προχωρούσε αποφασιστικά στους χιονισμένους δρόμους, το Γκόλεμ αισθάνθηκε τον Αιθέρα να επιστρέφει, να πυκνώνει ολόγυρά του. Ετριψε και πάλι τη μεταλλική ράβδο πάνω στο κεφάλι του.
Σύντομα, υποσχέθηκε.
Στο Λονδίνο ένας Αμερικανός, ονόματι κύριος Φιντς, καθάριζε ένα ζευγάρι γυαλιών, μάρκας Cartier Panthère, καθώς βημάτιζε πέρα δώθε στο πολυτελές γραφείο του. Η αρχική ανησυχία του είχε εξελιχθεί σε βαθύ προβληματισμό.
Πού στο διάολο έχει εξαφανιστεί η Γκέσνερ; Γιατί δεν μπορώ να τη βρω;
Ηξερε ότι η Τσέχα νευροεπιστήμονας είχε παρακολουθήσει τη διάλεξη της Κάθριν Σόλομον το προηγούμενο βράδυ, στο Κάστρο της Πράγας, και στη συνέχεια είχε στείλει στον Φιντς ένα ανησυχητικό μήνυμα… Δυστυχώς αυτή τη φορά το ένστικτό του υπαγόρευε πως κάτι είχε στραβώσει επικίνδυνα στην Πράγα.







