Μπορεί το Vox του Σαντιάγο Αμπασκάλ να μην κατάφερε στις χθεσινές εκλογές – όπως αναμενόταν, άλλωστε, από τις δημοσκοπήσεις – να πλησιάσει την εντυπωσιακή επίδοση που είχε σημειώσει στις αντίστοιχες του Νοεμβρίου του 2019, απογοητεύοντας τους οπαδούς του, αυτό όμως σε καμία σημασία δεν μειώνει τη σημασία του αποτελέσματος των νοσταλγών του Φράνκο, στη χώρα που οι πληγές από τη δικτατορία του δεν έχουν κλείσει ακόμη. Ούτε, βεβαίως, για την υπόλοιπη Ευρώπη, που βλέπει με δέος τα ακροδεξιά κόμματα κάθε απόχρωσης και προέλευσης να επελαύνουν κυριολεκτικά, κατακτώντας κεντρική θέση στην πολιτική σκηνή ή ακόμη και στις κυβερνήσεις ολοένα περισσότερων κρατών-μελών της ΕΕ.

Η εικόνα μιλάει από μόνη της, αρχής γενομένης από τις τρεις μεγαλύτερες και ισχυρότερες χώρες της ΕΕ και της ευρωζώνης. Στην Ιταλία, για του λόγου το αληθές, τα «Αδέλφια» της Τζόρτζια Μελόνι – η οποία δεν δίστασε να στηρίξει ανοιχτά το Vox στην προεκλογική περίοδο – έχουν συγκροτήσει κυβέρνηση, με τη βοήθεια της εθνικιστικής, λαϊκιστικής και ξενόφοβης Λέγκας του Ματέο Σαλβίνι. Στη Γαλλία, την ίδια στιγμή, αν και οι επόμενες προεδρικές εκλογές απέχουν αρκετά (κανονικά θα διεξαχθούν την άνοιξη του 2027), η Μαρίν Λεπέν μοιάζει να έχει βάλει από τώρα πλώρη για το Μέγαρο των Ηλυσίων, εκμεταλλευόμενη τη σταδιακή «αποκαθήλωση» του Εμανουέλ Μακρόν, καθώς και το κλίμα πόλωσης που επικρατεί στην κοινωνία, όπως φάνηκε και κατά τις «καυτές νύχτες» που ακολούθησαν τη δολοφονία του 17χρονου Ναέλ από αστυνομικό.

Οσο για τη Γερμανία, όπου η νυν κυβέρνηση βρίσκεται στο μέσον περίπου της θητείας της, η Εναλλακτική AfD μοιάζει να εδραιώνεται στη δεύτερη θέση, με ποσοστό της τάξεως του 20%, εμφανίζοντας μάλιστα ισχυρές ανοδικές τάσεις – και ενώ πρόσφατα κέρδισε και την πρώτη της αναμέτρηση στην ιστορία της χώρας σε περιφερειακό συμβούλιο. Στις γειτονικές Αυστρία και Ολλανδία, επίσης, τα κόμματα της Ακροδεξιάς έχουν φτάσει να διεκδικούν μέχρι και την πρωτιά. Τέλος, σε τουλάχιστον δύο σκανδιναβικές χώρες, Σουηδία και Φινλανδία, κόμματα του συγκεκριμένου χώρου στηρίζουν ή συμμετέχουν στους κυβερνητικούς συνασπισμούς.

Ευρωεκλογές

Την ίδια στιγμή, σε Πολωνία και Ουγγαρία, δύο κόμματα που διατυπώνουν παρόμοιες θέσεις με τα παραπάνω της Δυτικής Ευρώπης – έστω κι αν δεν μπορούν τυπικά να χαρακτηριστούν ακροδεξιά – κυριαρχούν απολύτως στην πολιτική σκηνή. Και κάπως έτσι, το σκηνικό στην ΕΕ μοιάζει να μετατοπίζεται ραγδαία προς το δεξιό άκρο, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τις ευρωεκλογές του 2024, αλλά και συνολικά για το μέλλον της Ενωσης.

Σε αυτό το φόντο, είναι λογικό να «ανάβει» η συζήτηση για τη διαρκή και απειλητική ενίσχυση του ακροδεξιού ρεύματος, για τα αίτια που την προκαλούν και για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του σήμερα, σε σύγκριση με το παρελθόν. Υπάρχουν, πάντως, δύο εκτιμήσεις στις οποίες φαίνεται πως συγκλίνει η πλειοψηφία των αναλυτών. Η μία είναι πως οι αλλεπάλληλες κρίσεις οι οποίες έχουν πλήξει την Ευρώπη την τελευταία δεκαετία (χρηματοπιστωτική, Προσφυγικό, πανδημία Covid-19, πόλεμος, ακρίβεια), σε συνδυασμό με την αδυναμία που επέδειξαν οι Βρυξέλλες και οι κυβερνήσεις των «παραδοσιακών» κομμάτων να ανταποκριθούν, έχουν αποτελέσει βούτυρο στο ψωμί της Ακροδεξιάς. Οσο για την άλλη, έχει να κάνει με τις τάσεις σε μεγάλο μέρος του πλανήτη (συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ), όπου αντίστοιχες τάσεις ενισχύονται διαρκώς.