Η τουρκάλα διηγηματογράφος Τεζέρ Οζλού (1943-1986), αν και άφησε με τον πρόωρο θάνατό της περιορισμένο έργο, ωστόσο επηρέασε όχι μόνο τους συγγραφείς της γενιάς της αλλά και των επομένων. Ταξίδευε συχνά σε ευρωπαϊκές πόλεις όπου και έζησε, ενώ δεχόταν επιρροές τόσο από την Ανατολή όσο και από τη Δύση, και συνδύαζε δημιουργικά τις επιλογές της.
Στη χώρα μας κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το έργο της Οι κρύες παιδικές νύχτες, σε μετάφραση Αλκμήνης Διαμαντοπούλου και Ανθής Καρρά, Ροδαμός 1990, στο οποίο υπάρχουν πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, με αναφορές στην ψυχική διαταραχή που την ταλαιπωρούσε από την παιδική της ηλικία και την ανάγκαζε να νοσηλεύεται σε ψυχιατρικές κλινικές.
Στα διηγήματα της συλλογής με τον τίτλο Παλιός κήπος Παλιά αγάπη, η αφήγηση, που είναι πρωτοπρόσωπη, χαρακτηρίζεται από ποιητικότητα, από τον ελλειπτικό ασθματικό λόγο, από σκόρπιες εικόνες οι οποίες, όμως, διαθέτουν κοινό πυρήνα που δεν είναι άλλος από την προσπάθεια να αποτυπωθεί η διαφεύγουσα ζωή, η εφήμερη καθημερινότητα και η παράλογη υφή της, η όμοια με την υφή των ονείρων. Τα όνειρα, εξάλλου, διαδραματίζουν κύριο ρόλο στην εξέλιξη των ιστοριών της, από τα οποία απουσιάζει η κλασική δομή, και γίνονται αξεδιάλυτα με την πραγματικότητα. Η σύνδεση των εικόνων, με τη σχεδόν κινηματογραφική ζωντάνια, είναι χαλαρή και δεν διαθέτουν κεντρικό σημείο γύρω από το οποίο εξελίσσεται η ιστορία, με αποτέλεσμα η ρευστότητα των διαθέσεων και των γεγονότων να δημιουργούν ασάφεια και αχλύ.
Οι φοβίες, οι εμμονές, μέσω των συμβόλων, όπως η λίμνη και ο κήπος, δημιουργούν εικόνες και σκηνές για να αποτυπωθούν το κενό και ο θάνατος που είναι παρών σε όλα τα διηγήματα και καθοδηγεί τις σκέψεις, επηρεάζει την καθημερινότητα. Τα δίπολα ζωή και θάνατος, ομορφιά – ασχήμια, σύνθεση – φθορά, έρωτας – χωρισμός, σύνδεση με τον έτερο και μοναξιά επανέρχονται δυναμικά σε όλες τις ιστορίες. Οι αλληγορικές αναφορές της επικεντρώνονται σε θέματα όπως είναι το γρήγορο πέρασμα του χρόνου και η ακατανόητη πραγματικότητα, το παράλογο, ενώ η τάση φυγής από αυτό που γνωρίζει το υποκείμενο επιτείνει τη διάθεση για περιπλανήσεις στο άγνωστο, για την πιθανή γνωριμία με το ασύλληπτο ή το άρρητο. Σαρκαστική η αφηγήτρια με ό,τι φοβάται, αναμετριέται με τη ζωή και τον θάνατο, για να παραφράσω τα λόγια της συγγραφέως.
Η μετάφραση της Νίκης Σταυρίδη ξεκλειδώνει και τα πιο σκοτεινά σημεία του κειμένου με ευαισθησία.







