Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Η πρώτη μου δουλειά ήταν στη δισκογραφική «Lyra» του αείμνηστου Αλέκου Πατσιφά. Και μόλις είχαν κυκλοφορήσει τότε από την εταιρεία τα «Θερινά σινεμά» του Λουκιανού Κηλαηδόνη με τη Βίκη Μοσχολιού. Το παίζαμε συνέχεια στις διαφημιστικές εκπομπές και παρίστανα - για να καμωθώ τη μεγάλη - ότι συγκινούσε και εμένα. Στην πραγματικότητα, καθόλου. Αυτή η σχέση με τα θερινά σινεμά δεν ήταν της δικής μου γενιάς. Στις δικές μου μνήμες από τα θερινά της Σύρου δεν υπήρχαν μυρωδιές από «αγιόκλημα και γιασεμιά». Μπορεί να υπήρχαν κάπου στο βάθος αλλά υπερτερούσε η «ευωδιά» από τον τηγανητό γόνο και τις τηγανητές πατατούλες στο ίδιο χάρτινο χωνί (το δικό μας fish 'n' chips) που, στο διάλειμμα, τρέχαμε τα πιτσιρίκια να αγοράσουμε από το διπλανό τηγανιτζίδικο.
Ανήκω στην τελευταία, ίσως, γενιά για την οποία οι «σινεμάδες» ήταν θέμα. Που θυμόμαστε ακόμη την πρώτη ταινία που είδαμε στη ζωή μας (εγώ, τη «Μανταλένα» απ' όπου είχα ξεπατικώσει το φτέρνισμα της Βουγιουκλάκη και το παιδικό μου παρατσούκλι ήταν «Μανταλένα αψού»). Που η δικαιολογία για να ξεφύγουμε από τη γονική εποπτεία ήταν το «σινεμαδάκι» με τις φίλες μας. Που σε μια σκοτεινή αίθουσα «πρωτοσυναντήθηκαν» τα χέρια και τα γόνατά μας με το αντικείμενο του πόθου μας. Που μας έλεγαν να προσέχουμε στο σινεμά μήπως και μας βάλει χέρι κανένας «ανώμαλος». Που σε κινηματογραφικές αίθουσες γαλουχηθήκαμε πολιτικά - λέμε τώρα - με ταινίες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Και ερωτικά όμως με έργα ασιατικού αισθησιασμού (σημειώσεις κρατούσαμε, που λέει ο λόγος, στην «Αυτοκρατορία των αισθήσεων»). Και που, εμείς τα κορίτσια, ντυνόμασταν και βαφόμασταν σαν καρνάβαλοι για να μας αφήσουν να περάσουμε στα «ακατάλληλα δι' ανηλίκους».
Διαβάζω ότι φέτος συμπληρώνονται σαράντα χρόνια από την κυκλοφορία (Ιούνιος 1982) του «Εξωγήινου» του Σπίλμπεργκ. Η φίλη μου η Φρόσω είχε ήδη δει την ταινία στις ΗΠΑ και μας μιλούσε ενθουσιασμένη για το θέμα και τις ερμηνείες των παιδιών. Στην Ελλάδα ήρθε σχετικά γρήγορα για τα δεδομένα εκείνης της εποχής. Εκανε πρεμιέρα ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1982 και, αν θυμάμαι καλά, το είχα δει στο Plaza, στη Σεβαστουπόλεως, πίσω από τον παλιό Φλόκα (έχει γίνει σουπερμάρκετ νομίζω). Θυμάμαι όμως τον πανζουρλισμό που γινόταν στην αίθουσα. Ούτε σε συναυλία τέτοια διαδραστικότητα. Φωνάζαμε, χειροκροτούσαμε και στη σκηνή που ο μικρός εξωγήινος πετάει προς το «σπίτι» του στον ουρανό, αν το ξέραμε από τότε, θα ανάβαμε αναπτήρες.
Φέτος όμως συμπληρώνονται και σαράντα πέντε χρόνια από την πρώτη προβολή (Δεκέμβριος 1977) του «Πυρετός το Σαββατόβραδο». Δεν ξέρω πόσους μήνες μετά ήρθε στην Ελλάδα, πήγαινα όμως στο «Απόλλων» όπου παιζόταν (ή μήπως στο υπερκείμενο «Αττικόν»;) κάθε μέρα σχεδόν. Στην κορύφωση του Staying alive, ανέβαινα (ανεβαίναμε) πάνω στις καρέκλες και χορεύαμε. Εγώ και οι φίλες μου πρέπει να είχαμε σπάσει πεντέξι.
Τα χρόνια μετά
Μετά, μεγαλώσαμε. Γενικώς. Μεγαλώσαμε εμείς, μεγάλωσαν και οι κινηματογραφικές αίθουσες. Εγιναν τα multiplex που κατήργησαν τους κινηματογράφους - στέκια. Ενώ εδώ και αρκετά χρόνια, «κατεβάζουμε» ταινίες από το Ιντερνετ. Και τελευταία, το «παιχνίδι» παίζεται στις πλατφόρμες. Το σινεμά δεν είναι πια άλλοθι για έξοδο. Τα κουφάρια του «Αττικόν» και του «Απόλλων» στοιχειώνουν πάνω από δέκα χρόνια τη Σταδίου.
Κλείνουν πια και οι κινηματογράφοι - τοπόσημα της πόλης. Τους ξέραμε όλους - ακόμα και αν δεν πηγαίναμε - από τις ανάλογες στήλες των εφημερίδων. Ποιος, από τη γενιά μου, δεν θυμάται το «Ααβόρα» που, λόγω συλλαβισμού, ήταν πάνω πάνω. Και λίγο πιο κάτω το «Αελλώ». Ε, το «Αελλώ» πάει για κλείσιμο. Μαζί με το «Αστρον» και το «Ideal». Γι' αυτό και χειροκροτούμε το ψήφισμα του Δημοτικού Συμβουλίου της Αθήνας για τη διάσωση των ιστορικών κινηματογράφων της πόλης. Που καλεί τους αρμόδιους φορείς να δράσουν όπως είχαν κάνει και το 1997 για τη διάσωση των θερινών σινεμά. Αποτελούν αναφορά σύγχρονου πολιτισμού αλλά και ένα κομμάτι της μνήμης μας. Διότι και καλοκαίρι και χειμώνα και για όλες τις προηγούμενες γενιές, οι κινηματογραφικές μας νύχτες θα είναι πάντα «κάτι νύχτες με φεγγάρι μες στα θερινά τα σινεμά».