Η εφεύρεση του χρήματος ως μέτρου υπολογισμού της ανταλλακτικής αξίας προϊόντων (και εν συνεχεία και υπηρεσιών) ήταν ίσως η σημαντικότερη κοινωνικοπολιτισμική εξέλιξη στην ανθρώπινη ιστορία, μετά βεβαίως την ανάπτυξη της γλώσσας, για πολλούς ευνόητους λόγους αλλά και για τον εξής: για πρώτη φορά απτά αντικείμενα (νομίσματα) περιεβλήθησαν, μέσω θεσπισμένων συμβάσεων (νόμος>νόμισμα), μία ύπατη αφαιρετική λειτουργία – αυτήν της αναγωγής της χρησιμότητας συγκεκριμένων αγαθών σε ανταλλακτική αξία -, η οποία, ωστόσο, επηρεάζει με απόλυτη αμεσότητα τις βασικότερες ανάγκες και σχέσεις (διαπροσωπικές, διακρατικές) των ανθρώπων. Με άλλα λόγια, μία, εν πολλοίς αυθαίρετη, αφαιρετική αναγωγή/σήμανση έχει χρισθεί απόλυτος ρυθμιστής του βίου των ανθρώπων, με τη διττή σημασία του όρου: βίος=ζωή/τρόπος ζωής και βίος (βιος)=περιουσία. Αρα, «πάντων χρημάτων μέτρον» το χρήμα, το οξύμωρο αυτό σύνθετον του απόλυτα απτού και του απόλυτα αφηρημένου, που απορροφά στην παραδοξολογική δίνη/καταπιώνα της σημειωτικής του αφαιρετικής αμεσότητας όλα τα άλλα «χρήματα»: πράγματα, ανάγκες, αγαθά. Την αφομοιωτική ρυθμιστικότητά του την επισήμανε ήδη, από άλλη, βεβαίως, οπτική, ο Αριστοτέλης, όταν διατύπωσε τον ορισμό: «χρήματα λέγομεν πάντα όσων η αξία νομίσματι μετρείται».

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ