Ως θεατής αλλεπάλληλων μεταρρυθμίσεων, τις περισσότερες από τις οποίες το εκπαιδευτικό σύστημα δεν προλαβαίνει καν να αφουγκραστεί, καλούμαι από τη μια να αποδεχτώ την αλλαγή του ρόλου του εκπαιδευτικού ως αυθεντία που ανήκει στο παρελθόν και από την άλλη να κατανοήσω τις διαφορετικές πλέον εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών στη γενική και στην ειδική τάξη, χωρίς εποπτεία στον σχεδιασμό του εκπαιδευτικού έργου ή συστηματική υποστήριξη στη διαχείριση κρίσεων που προκύπτουν καθημερινά στον σχολικό χώρο. Σε ένα σύστημα το οποίο θέτει υπό αμφισβήτηση αρμόδια τμήματα που παρέχουν και υποστηρίζουν την παιδαγωγική – διδακτική επάρκεια, η πρόταξη και διασφάλιση από την πλευρά της πολιτείας των ακαδημαϊκών κριτηρίων όσο και της παιδαγωγικής κατάρτισης και διαρκούς επιμόρφωσης στους επερχόμενους διορισμούς εκπαιδευτικών είναι επιτακτική ευθύνη της πολιτείας. Αν μάλιστα σκεφτεί κανείς την επιβάρυνση των εκπαιδευτικών, οι οποίοι αποκτούν μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς τίτλους σπουδών με δική τους δαπάνη, ενώ συνδυάζουν τις σπουδές και τις απαιτήσεις που προϋποθέτουν εργαζόμενοι σε τρία ή τέσσερα σχολεία σε ακτίνα τριάντα-σαράντα χιλιομέτρων, συντηρώντας ταυτόχρονα οικογένειες, κάθε άλλο παρά παράλογο ακούγεται το να προταχθούν και να εκτιμηθούν τα προσόντα αυτά. Είναι μία αναγνώριση και δικαίωση της προσπάθειας χρόνων και ένα κίνητρο για συνέχιση, ενώ θέτει βάσεις επάρκειας στο σχολικό πλαίσιο, με στόχο να διαπλάσσουμε όχι «ψευτομορφωμένους» όπως αναφέρει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, αλλά παιδιά και αργότερα πολίτες που θα μπορούν να ακούνε περισσότερο από όσο μιλάνε. Η αντίστροφη πορεία θα οδηγήσει σε κενά αέρος, τα οποία θα αυξήσουν με μαθηματική ακρίβεια τα μεθοδολογικά και όχι μόνο κενά του εκπαιδευτικού συστήματος.