Η σκηνή επαναλαμβάνεται, με μικρές αποκλίσεις, εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Εδώ και δεκαετίες για να ακριβολογώ, από τότε δηλαδή που ζω μόνη μου. Αδυνατώντας να συμμορφωθώ με το trend που θέλει να στολίζουμε από την 28η Οκτωβρίου, άντε 17 Νοεμβρίου, συνήθως το κάνω μία, τρεις, στα μεγάλα μου κέφια το πολύ πέντε μέρες πριν από τα Χριστούγεννα. Εχει τύχει να στολίσω δένδρο επιστρέφοντας από ρεβεγιόν και, εννοείται, τρικλίζοντας. Μόνο και μόνο για να μην είμαι χριστουγεννιάτικα «άδενδρη». Κάθε χρόνο βάζω στοίχημα με τον εαυτό μου ότι θα απαλλαγώ από αυτόν τον ψυχαναγκασμό. Παιδιά δεν έχω να χαρούν τον στολισμό, θα μπορούσα να περιοριστώ σε μια γιρλάντα και «έξω από την πόρτα». Ποιος ο λόγος να σκαρφαλώνω, με κίνδυνο να σαβουρντιστώ, σε σκάλες για να φτάσω τα ψηλά του δένδρου ή για να κρεμάσω αστέρια από το ταβάνι. Και κάθε χρόνο η ιστορία επαναλαμβάνεται.

Τώρα πλέον ξέρω το γιατί. Δεν είναι η τήρηση του εθίμου αλλά η διατήρηση και η φροντίδα μιας συνέχειας. Να μην κοπεί αυτή η γιρλάντα που ξεκινάει από τα παιδικά μου χρόνια. Από τότε που ο πατέρας μου ανησυχούσε μην πιάσει η «μικρή» τον υαλοβάμβακα που βάζαμε ως χιόνι στα κλαδιά και η μάνα μου μην καταπιώ τα ζωάκια της φάτνης. Από τότε που στα δένδρα κρεμούσαμε τσολιαδάκια και τα φωτάκια, εκείνα τα παλιομοδίτικα, έμοιαζαν με πολύχρωμα κρινάκια. Από τότε που έχει διασωθεί ακέραια μέχρι σήμερα, μια ροζουλιά μπάλα και είναι σαν να βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα της σε μια πεντηκονταετία. Από τότε που κατάλαβα ότι δεν υπάρχει Αϊ-Βασίλης αλλά ντρεπόμουν να το πω.

Το πόσο απαραίτητη και ενδυναμωτική είναι αυτή η αίσθηση της συνέχειας το είδα ανάγλυφα όταν πριν από έναν, περίπου, χρόνο παρακολούθησα στο θέατρο το «Δένδρο» του Γιώργου Μανιώτη. Πρωταγωνιστής ένας άστεγος που, έστω μετά τις γιορτές, στολίζει το έλατο που βρήκε στα σκουπίδια.