Δύο είναι οι παράγοντες που έχουν καθορίσει μέχρι στιγμής την πορεία του Brexit: η απρόσμενη ενότητα των 27 της ΕΕ και ένα δίλημμα που έθεσε η ίδια η Βρετανία στον εαυτό της, αλλά δεν ήταν σε θέση να επιλύσει. Το ευρωπαϊκό μπλοκ που φημίζεται για τις εσωτερικές τριβές του και συνήθως δεν μπορεί να συμφωνήσει σε τίποτε, συνασπίστηκε ενόψει μιας υπαρξιακής απειλής για την οποία πολλοί είχαν μιλήσει τον Ιούνιο του 2016. Ενα μέλος του αποφάσισε να το εγκαταλείψει – και όχι ένα οποιοδήποτε μέλος. Ο τρόπος με τον οποίον αντέδρασε το μπλοκ, ενδέχεται να αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας για το μέλλον του.

Οι βασικές κόκκινες γραμμές της ΕΕ (καμία διαπραγμάτευση πριν από την ενεργοποίηση του άρθρου 50, καμία συζήτηση για τη μελλοντική σχέση προτού γίνει το Brexit και, κυρίως, όχι στην επιλεκτική χρήση προνομίων της ενιαίας αγοράς χωρίς αποδοχή όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτή) καθορίστηκαν μέσα σε ελάχιστες ημέρες από το δημοψήφισμα και παραμένουν ανέπαφες έως σήμερα.

Το Ηνωμένο Βασίλειο, από την άλλη, δεν ήταν καθόλου ενωμένο. Η θέση της ΕΕ ανάγκασε τη χώρα να επιλέξει μεταξύ τού να αθετήσει τις ανέφικτες πολιτικές υποσχέσεις των Brexiters (βασισμένες σε έναν θανατηφόρο συνδυασμό ανεδαφικής αλαζονείας σχετικά με την πραγματική θέση της Βρετανίας στον κόσμο και άγνοιας για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η ΕΕ) ή του να υποστεί σημαντική οικονομική ζημιά. Ευλόγως, η κυβέρνηση δεν μπορούσε να διαλέξει τίποτε από τα δύο.

Η αδυναμία της Βρετανίας να επιλέξει μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας σήμαινε ουσιαστικά ότι δεν ήταν σε θέση να διαπραγματευθεί. Ως εκ τούτου, η κατάληξη των διαπραγματεύσεων ήταν από καιρό αναπόφευκτη. Οπως μου είπε ένας ευρωπαίος αναλυτής, «η Βρετανία βούτηξε στον ωκεανό με δεμένα μάτια και άρχισε να κωπηλατεί κάνοντας κύκλους. Σχεδόν σαν να περίμενε την ΕΕ όχι μόνο να της πει πώς θα είναι το Brexit, αλλά να επινοήσει ένα Brexit που θα τη βολεύει».

Αν η δυσάρεστη, συχνά ξενοφοβική ρητορική του Λονδίνου αποδόθηκε σε πολιτικούς τακτικισμούς, ο χρόνος που χρειάστηκε η Βρετανία για να δημοσιεύσει το (εν πολλοίς ανέφικτο) όραμά της για το Brexit ήταν απογοητευτικά πολύς, και οι αδέξιες προσπάθειές της να εφαρμόσει το «διαίρει και βασίλευε» ήταν πραγματικά ενοχλητικές. Αλλά εκείνο που εξασφάλισε την επικράτηση της ΕΕ δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι οι 27 ήταν ενωμένοι και η Βρετανία διαιρεμένη. Ηταν οι πολλές και πεισματικές αυταπάτες της Βρετανίας: ότι μπορεί να κάνει «απρόσκοπτο εμπόριο» με την ΕΕ ως τρίτη χώρα. Οτι η ΕΕ στο τέλος θα έλεγε ναι σε μια «βαθιά και ειδική» σχέση, σε μια συμφωνία με «την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο», επειδή χρειάζεται τη Βρετανία περισσότερο από ό,τι η Βρετανία χρειάζεται την ΕΕ. Οτι θα μπορούσε να αποφευχθεί ένα σκληρό σύνορο στην Ιρλανδία, ότι θα μπορούσε το Ηνωμένο Βασίλειο να εγκαταλείψει την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση διατηρώντας ταυτόχρονα την εδαφική ακεραιότητά του. Και, το σημαντικότερο, ότι η ΕΕ είναι ένας πολιτικός διακανονισμός και όχι ένα νομικό σύστημα 50 ετών.

Το μόνο ερώτημα που μένει να απαντηθεί εάν η συμφωνία περάσει από τη Βουλή (κάθε άλλο παρά βέβαιο), είναι για πόσον καιρό ακόμη θα παραμείνουν αυτές οι αυταπάτες. Ασφαλώς, η Βρετανία θα ρίξει στην ΕΕ το φταίξιμο για ένα Brexit που θα είναι απείρως χειρότερο από το σημερινό καθεστώς και από τις απατηλές υποσχέσεις των Brexiters. Αλλά, στην πραγματικότητα, ο μόνος τον οποίο πρέπει να κατηγορήσει είναι ο εαυτός της.

Ο Τζον Χένλι είναι συντάκτης ευρωπαϊκών θεμάτων της εφημερίδας «The Guardian» και υπεύθυνος έκδοσης του εβδομαδιαίου δελτίου Guardian Brexit Briefing