Το 1932, την εναρκτήρια χρονιά του φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας, το μυστικιστικό ορεινό δράμα της Λένι Ρίφενσταλ «Το μπλε φως» ήταν ανάμεσα στις επιλογές της διοργάνωσης. Το 1934, πάλι στη Βενετία, πήρε χρυσό μετάλλιο για τον «Θρίαμβο της Θέλησης», καταγράφοντας το χρονικό του συνεδρίου του ναζιστικού κόμματος στη Νυρεμβέργη. Το 1938, 10 εβδομάδες πριν από τη «Νύχτα των Κρυστάλλων», κέρδισε το βραβείο καλύτερης ξένης ταινίας με το «Olympia», ένα ντοκιμαντέρ δύο επεισοδίων για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου του 1936, το οποίο ανέθεσε και χρηματοδότησε η ναζιστική κυβέρνηση, επιβλέφθηκε από το υπουργείο Προπαγάνδας και Διαφώτισης του Ράιχ και προβλήθηκε στα γενέθλια του Αδόλφου Χίτλερ.

Ως την ημέρα που πέθανε, σε ηλικία 101 ετών, το 2003, η Ρίφενσταλ ισχυριζόταν ότι οι ταινίες της αφορούσαν μόνο την τέχνη της. Μεταπολεμικά, στη διάρκεια τεσσάρων διαδικασιών αποναζιστικοποίησης, η σκηνοθέτρια παρουσίαζε τον εαυτό της ως μια απολιτική εστέτ που δεν την ενδιέφεραν τα «ζητήματα του πραγματικού κόσμου». Το «Olympia» και ο «Θρίαμβος της Θέλησης» δεν ήταν σε καμία περίπτωση φιλμ προπαγάνδας, αλλά όπως είχε δηλώσει στο «Cahiers du Cinéma» το 1965 «επρόκειτο για καθαρή Ιστορία».

Στην τελευταία κινηματογραφική Μπιενάλε, τον περασμένο Αύγουστο, η Ρίφενσταλ επέστρεψε στη Βενετία. Αυτή τη φορά ως πρωταγωνίστρια στο ερευνητικό ντοκιμαντέρ «Riefenstahl» του Αντρες Φέιελ, το οποίο αποκαλύπτει πόσο παραποιημένη θα μπορούσε να είναι η Ιστορία στα χέρια της.

Γυρισμένη με αποκλειστική πρόσβαση στο αρχείο της η ταινία του Φέιελ διερευνά πώς η ικανή στη σκηνοθεσία και τη δημιουργία εικόνων Ρίφενσταλ επεκτάθηκε όχι μόνο σε μια κινηματογραφική εξύμνηση του ναζισμού, αλλά και σε μια εκστρατεία προσωπικής της αθώωσης. «Στην αρχή ήμουν ο ντετέκτιβ που έψαχνε την ενοχή της» δηλώνει στην «Guardian» ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ. «Αργότερα συνειδητοποίησα ότι κάνει τη δουλειά μόνη της».

Αρχείο 700 κιβωτίων

Ο όγκος του αρχείου της περιελάμβανε περισσότερα από 700 κιβώτια, με μπομπίνες ταινιών, αποκόμματα εφημερίδων, επιστολές, ημερολόγια, βίντεο, πολλά προσχέδια των απομνημονευμάτων της, εκατοντάδες ώρες ηχογραφημένων τηλεφωνικών συνομιλιών και εκατοντάδες χιλιάδες φωτογραφίες.

Στη συνέχεια, σιγά σιγά, άρχισαν να εμφανίζονται ρωγμές ανάμεσα στους φακέλους και τα αρχεία. Ανάμεσα σε αυτά ο Φέιελ εντόπισε μια μουτζουρωμένη σημείωση σε ένα ημερολόγιο με την ένδειξη «Ψηφίστε NPD», μια αναφορά στο μεταπολεμικό νεοναζιστικό κόμμα. Οπως και τις ηχογραφήσεις ιδιωτικών τηλεφωνικών συνομιλιών της που μετέδιδαν νοσταλγία για «την αξιοπρέπεια και την αρετή» των ναζιστικών χρόνων.

Υπήρχαν επίσης ιδιωτικές επιστολές που έδιναν αθέατες μέχρι τότε πληροφορίες για την περίοδο που η Ρίφενσταλ ήταν πολεμική ανταποκρίτρια στην Πολωνία και για το γεγονός ότι ήταν μάρτυρας μιας από τις πρώτες σφαγές Εβραίων, στο Końskie τον Σεπτέμβριο του 1939. Μια επιστολή, η οποία αναφέρεται σε μια στρατιωτική έκθεση για τη σφαγή, υποδηλώνει ότι οι σκηνοθετικές οδηγίες της Ρίφενσταλ να απομακρύνουν τους Εβραίους από μια υπαίθρια αγορά όπου έκανε γυρίσματα μπορεί να ήταν ακόμα και ο καταλύτης για τους πυροβολισμούς. Το αίτημά της μεταφέρθηκε κατά προσέγγιση από ένα μέλος του ναζιστικού στρατού ως «ξεφορτωθείτε τους Εβραίους», αναφέρει η επιστολή. «Με αφορμή αυτό το σχόλιο… κάποιοι από τους Πολωνοεβραίους προσπάθησαν να διαφύγουν και ξεκίνησαν οι πυροβολισμοί».

«Δεν υπάρχει αθωότητα»

Κάνοντας το «Riefenstahl», ο Φέιελ παρατηρούσε τη σύγχρονη αναγέννηση των εικόνων της κινηματογραφίστριας και της συνακόλουθης ιδεολογίας της: από την υψωμένη γροθιά του Ντόναλντ Τραμπ μέχρι τα οργανωμένα σώματα των στρατιωτικών παρελάσεων της Μόσχας, το τοπίο των μίντια καταλαμβανόταν από τη χορογραφία, τα μοτίβα και τις προοπτικές που χαρακτηρίζουν τον «Θρίαμβο της Θέλησης». Και σε όσους υπερασπίζονται τη Ρίφενσταλ ως «καθαρή καλλιτέχνιδα» η παραγωγός του ντοκιμαντέρ, δημοσιογράφος Σάντρα Μαϊχεμπέργκερ, απαντά ότι «δεν υπάρχει αθωότητα στη χρήση αυτής της αισθητικής. Δεν ήταν τυχαίο ότι ο Χίτλερ τής ζητούσε να γυρίσει αυτές τις ταινίες. Η ίδια είχε αυτή τη διχαστική άποψη για την ανθρωπότητα – εξυμνούσε τους δυνατούς, καταδικάζοντας τους λεγόμενους βρώμικους, άρρωστους ή αδύναμους. Τη θεωρούσαμε – ως ένα σημείο – πρωτότυπο του φασισμού».

Για τον Φέιελ η Ρίφενσταλ παραμένει ένα ανθρώπινο ον. «Αυτό την κάνει ακόμα πιο επικίνδυνη, επειδή προέρχεται από τη μεσαία τάξη της κοινωνίας μας. Ηθελα να την καταλάβω, αλλά όχι να την απαλλάξω από την ευθύνη της. Δεν έχει σημασία ότι προφανώς λέει ψέματα. Ο κόσμος θέλει το ψέμα. Αυτό είναι το κρίσιμο σημείο».

Και στη Θεσσαλονίκη

Το ντοκιμαντέρ του Φέιελ προβλήθηκε και στο 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης τον περασμένο Μάρτιο, ενώ ο σκηνοθέτης είχε προηγουμένως δηλώσει στα «ΝΕΑ» και τον Γιάννη Ζουμπουλάκη: «Υπάρχει μια ζωή πριν από την ενοχή. Η ζωή της Ρίφενσταλ θα μπορούσε να εξελιχθεί εντελώς διαφορετικά τη δεκαετία του 1920 και ο ενθουσιασμός για το ναζιστικό καθεστώς δεν ξεκίνησε το 1932. Το ντοκιμαντέρ δεν κάνει απαλούς κύκλους γύρω της, δεν τη χαϊδεύει. Αντιθέτως, πιστεύω ότι ως έργο έχει ένα στοιχείο καταστροφής. Ορισμένες φορές πρέπει να σπάσεις κάτι για να κοιτάξεις βαθιά μέσα του. Και έτσι αναδύεται η περιέργεια, μαζί με νέες ερωτήσεις. Αυτά ώθησαν τη συγγραφική διαδικασία – η οποία δεν ήταν απαλλαγμένη από διάφορες κρίσεις».