Τα κίνητρα του νομοθέτη μπορεί να ποικίλλουν ως προς τους λόγους που οδηγούν κάθε φορά σε μια νομοθετική παρέμβαση, όπως και το εύρος των προβλημάτων που αυτή αντιμετωπίζει ή της κοινωνικής ομάδας που τελικώς ευνοεί. Αλλά πάντοτε η παρέμβαση ακολουθεί δύο οδούς: Ή θα έρχεται εκ των υστέρων να ρυθμίσει παγιωμένες καταστάσεις στον κοινωνικό ιστό ή θα αποσκοπεί να προλάβει καταστάσεις και να διαμορφώσει εκ των προτέρων ένα κανονιστικό πλαίσιο. Εν ολίγοις, η νομοθετική παρέμβαση μπορεί να διαγράψει παρωχημένες ρυθμίσεις που έχουν ξεπεραστεί από την ίδια τη ζωή και τις κοινωνικές αντιλήψεις και ανάγκες ή να κινηθεί προληπτικά και να ανοίξει νέους δρόμους.

Στη δεύτερη περίπτωση θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να ενταχθούν οι παρεμβάσεις σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη πριν αυτή γιγαντωθεί, στήνοντας ένα ανεξέλεγκτο σκηνικό. Στην πρώτη, μάλλον μπορεί να εντάξει κανείς τις επικείμενες ρυθμίσεις για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών – τα προβλήματα που επιδιώκεται να αντιμετωπιστούν είναι πραγματικά και άλλες κοινωνίες τα έχουν ήδη επιλύσει από 20ετίας. Ο Πρωθυπουργός έχει δίκιο όταν επισημαίνει ότι δεν επιχειρείται μέσα από αυτή την παρέμβαση να ανακαλύψουμε τον τροχό (έχουν ήδη προλάβει άλλοι και για εμάς), όπως έχει δίκαιο όταν διαμηνύει ότι τελικά οι κοινωνίες πορεύονται και με τους δικούς τους αυτοματισμούς, χωρίς να περιμένουν να επιδείξει αντανακλαστικά ο νομοθέτης.

Ενίοτε, πάντως, υπάρχουν νομοθετικές παρεμβάσεις που κινούνται και στους δύο δρόμους, εκκαθαρίζοντας ταυτόχρονα το νομικό τοπίο από αναχρονιστικές διατάξεις, κενές περιεχομένου, αλλά και διαμορφώνοντας ένα νέο σκηνικό κοινωνικής εξέλιξης. Ενας τέτοιος νόμος ήταν ο 1329 που στις 29 Ιανουαρίου 1983 ανέτρεψε άρδην όσα καθόριζε για τις ζωές των Ελλήνων το Οικογενειακό Δίκαιο της μεταπολεμικής περιόδου. Ηταν μία από τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που προώθησε η πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Και τέσσερις δεκαετίες μετά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είχε κανένα πρόβλημα να χαρακτηρίσει τη συγκεκριμένη παρέμβαση «μεγάλη επανάσταση», με καυστικά σχόλια και για την τότε στάση της ΝΔ (επί προεδρίας Ευάγγελου Αβέρωφ) που είχε καταψηφίσει τις νομοθετικές αλλαγές.

Εκείνος ο νόμος που εισηγήθηκε ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης, Γεώργιος  – Αλέξανδρος Μαγκάκης, έχει καταγραφεί στα χρονικά ως ο νόμος που καθιέρωσε την ισότητα των δύο φύλων και άνοιξε τον δρόμο για τον πολιτικό γάμο. Κάποιες αλλαγές ήρθαν όντως να διαγράψουν μουχλιασμένες διατάξεις του παρελθόντος – η μοιχεία τροφοδοτούσε κωμικές σεκάνς στις ταινίες του ασπρόμαυρου κινηματογράφου όταν τα παράνομα ζευγάρια παραπέμπονταν τυλιγμένα με τα σεντόνια της αμαρτίας στο Αυτόφωρο και ως ποινικό αδίκημα προκαλούσε από καιρό θυμηδία. Αλλά περιλάμβανε και μια σειρά από σημαντικές αλλαγές που άφησαν αποτύπωμα στην ελληνική κοινωνία.

Μέχρι τότε οριζόταν ότι «ο ανήρ είναι η κεφαλή της οικογένειας και αποφασίζει περί παντός ό,τι αφορά τον συζυγικό βίον» και πως η σύζυγος και τα παιδιά όφειλαν να υπακούν ρητά στην «πατρική εξουσία». Για τα εξώγαμα παιδιά δε, προβλεπόταν ότι, ακόμη και αν τα αναγνώριζε ο πατέρας, δεν είχαν κανένα δικαίωμα στην απόκτηση έστω και ενός μικρού μέρους της περιουσίας του. Η «πατρική εξουσία» αντικαταστάθηκε με τη «γονική μέριμνα» που έχουν και οι δύο γονείς, αποβλέποντας στο συμφέρον του παιδιού, ενώ τα τέκνα που αποκτώνται εκτός γάμου έχουν τα ίδια δικαιώματα με τα νόμιμα. Ανάμεσα σε άλλα, με την αλλαγή του 1983, οι σύζυγοι αποφασίζουν πλέον από κοινού για τον συζυγικό βίο και για το επώνυμο των παιδιών τους, η γυναίκα δεν είναι υποχρεωμένη να παίρνει το επώνυμο του συζύγου της και μπορεί να διατηρεί το δικό της, οι δύο σύζυγοι έχουν τα ίδια δικαιώματα στην περιουσία που απέκτησαν μετά τη σύναψη γάμου. Ακόμη, καταργήθηκε ο θεσμός της προίκας, το διαζύγιο έγινε πιο εύκολο, ενώ αναγνωρίσθηκε το δικαίωμα του συναινετικού διαζυγίου και η υποχρέωση καταβολής διατροφής.

Τέσσερις δεκαετίες μετά, η διαμάχη γύρω από τη νομιμοποίηση μιας έγγαμης σχέσης μεταξύ ομοφύλων δείχνει να μην έχει βάθος και ουσία. Πρωτίστως γιατί πολλά ζητήματα που ανακύπτουν τα έχει λύσει με τον δικό της τρόπο η ίδια η ζωή. Εκείνο που δεν μπορεί να τεθεί υπό συζήτηση, ωστόσο, είναι ότι τα ατομικά δικαιώματα δεν μπαίνουν στη ζυγαριά καμιάς πλειοψηφίας – ακόμη κι αν αφορούν στα δικαιώματα ενός και μόνον ατόμου.