Η εκκλησία ήταν γεμάτη. Καθώς έπεφτε το απογευματινό φως περνώντας από τα πλαϊνά παράθυρα, χρύσιζαν τα μαλλιά των καθισμένων (παιδικές μπούκλες, αθηναϊκές κομμώσεις, πανκ υπερπαραγωγές και σεβάσμια λευκά), χρύσιζαν τα δοξάρια των βιολιών και βιολοντσέλων. Σαν να χρύσιζε και η ίδια η μουσική.

Πώς βρεθήκαμε όλοι εμείς εκεί; Απ’ έξω η κίνηση μαινόταν, τα τεράστια πούλμαν ξέβραζαν τους τουρίστες σε κάθε γωνία (τι είναι εδώ; Πότε θα φάμε; Ποιος ήταν ο Αδριανός, είπαμε;), κάπου πιο πάνω είχαν κλείσει έναν δρόμο. Απ’ έξω είχαμε αφήσει την εξωφρενική τιμή του οβελία και τον προεκλογικό αγώνα μας για την Ευρώπη που όλοι στηρίζουμε, φαίνεται, απαιτώντας επαναφορά 13ου και 14ου μισθού, είχαμε αφήσει δυο τρομακτικούς πολέμους που αφανίζουν τόσο πολλούς τόσο φρικτά τόσο κοντά μας, κι είχαμε αφήσει τα ποτάμια του δηλητηρίου μέσα στα οποία κολυμπάμε, μισοεπιπλέοντας, καθημερινά: το δηλητήριο των διαφωνιών μας, των συγκρούσεών μας, των αγεφύρωτων διαφορών μας.

Και πώς βρεθήκαμε εκεί, πώς μπήκαμε στην εκκλησία με τα μωρά στα καρότσια ή τις σακούλες από το σουπερμάρκετ ή τα ψηλοτάκουνα και τα κοστούμια του γραφείου; Γέροι – νέοι – παιδιά, ανόμοιοι, κοινό του Μεγάρου Μουσικής και των μπαρ των Εξαρχείων και των απογευματινών τηλεοπτικών σειρών, πιστοί κάποιας θρησκείας ή καμίας, φιλόμουσοι και άσχετοι; Βρεθήκαμε γιατί ακολουθήσαμε τον μαγικό αυλό που μας υποσχέθηκε και μας οδήγησε σε μια παρένθεση απ’ το «απ’ έξω»: έξω από τον χρόνο και τον τρόπο του εμπόλεμου σήμερα, σε ένα time-out, μια παύση μέσα σε μια φυσαλίδα απαντοχής και γαλήνης.

Η Μεγάλη Εβδομάδα πάντα από κάπου θα σε πιάσει. Θες – δεν θες. Είναι η άνοιξη, «η υψηλότερη μορφή της», κατά τον Σεφέρη, οι ήχοι και οι μυρωδιές της που αγκαλιάζουν το πένθος (ξεχωριστό για τον καθένα, ομολογημένο ή όχι, περασμένο ή τωρινό) και τις ακατάβλητες ελπίδες της ζωής. Και είναι τα λόγια και η μουσική που αυτές τις μέρες συνομιλούν, όπως σε καμία άλλη εποχή του χρόνου, με το πένθος και την ελπίδα. Αν αφεθούμε λίγο σε αυτήν τη συνομιλία, ό,τι κουβαλάμε μέσα μας γίνεται υπαρκτό, πιο κατανοητό, ίσως και αποδεκτό. Αν αφεθούμε: γιατί οι αντιστάσεις μας έχουν ατσαλωθεί, όπως αρμόζει στους πολεμιστές μιας άγριας καθημερινότητας. Είμαστε εκπαιδευμένοι, πολλοί από εμάς, σ’ αυτήν την αντίσταση. Κανονίζουμε αποδράσεις «ουδέτερες», συνεχίζουμε τις καθημερινές μας ασχολίες και κοιτάμε μόνο τα ωράρια λειτουργίας καταστημάτων και δημόσιων υπηρεσιών. Κι αν κάποια στιγμή περνώντας έξω από έναν ναό μάς μυρίσουν λουλούδια, συνεχίζουμε τον δρόμο μας. Κι αν κάποιο βράδυ ακουστούν από τον παραπέρα δρόμο φωνές να τραγουδούν για το γλυκύτερο Εαρ που τραγουδήθηκε ποτέ, προτιμάμε ν’ ασχοληθούμε με τα τρέχοντα.

Το τριήμερο λατρευτικής μουσικής (σε σύμπραξη του υπουργείου Πολιτισμού, της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και της Eurolife) που ξεκίνησε την Κυριακή των Βαΐων και ολοκληρώνεται σήμερα, με πάνω από 50 συναυλίες σε εκκλησίες, μουσεία, αρχαιολογικούς και συναυλιακούς χώρους με ελεύθερη είσοδο, είναι μια πραγματική προσφορά στη διαχρονική ανάγκη όλων μας για κάτι που, τελικά, μπορούμε να αποκαλέσουμε θεραπευτικό. Και η προσέλευση τόσο πολλών έδειξε για άλλη μία φορά πόσο η ανάγκη αυτή παραμένει επιτακτική. Σήμερα, ίσως ακόμα περισσότερο. Δεν χρειάζεται τίποτα «μοντέρνο» σε όλα αυτά, δεν απαιτείται καμία πρωτοπορία· η συνταγή είναι παλιά σαν τον καιρό, απλή, βασική: η μουσική, τα λόγια, οι καλλιτέχνες, οι χώροι. Που υπάρχουν και είναι υπέροχοι. Και προσφέρονται. Και είναι το καλύτερο «καλάθι».