Υπάρχει ένας αφορισμός του τέως ειδικού απεσταλμένου του Οργανισμού Αλβάρο ντε Σότο ο οποίος συνέκρινε το Κυπριακό με ένα λουκέτο που ανοίγει μόνο με την ταυτόχρονη χρήση τεσσάρων κλειδιών. Αυτά ανήκουν από ένα στην Ελλάδα, στην Τουρκία, στην Κυπριακή Δημοκρατία και τους Τουρκοκυπρίους. Η απουσία έστω και ενός από τα τέσσερα κλειδιά αρκεί για να μην ανοίξει το λουκέτο. Ετσι και στο Κυπριακό η απροθυμία έστω και ενός από τα τέσσερα μέρη αρκεί για την αποτυχία μιας διπλωματικής πρωτοβουλίας. Η κυνική αυτή διαπίστωση επιβεβαίωσε την ισχύ της και στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις.

Οι διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν προ περίπου δυόμισι ετών έφθασαν στο αποκορύφωμά τους με τη Διάσκεψη για την Κύπρο στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας. Παρά τις συγκλίσεις που είχαν επιτευχθεί σχεδόν σε όλα τα κεφάλαια, τα μέρη απέτυχαν να φθάσουν σε συμφωνία. Η πορεία, ωστόσο, των διαπραγματεύσεων το τελευταίο εξάμηνο είχε περιορίσει τα περιθώρια αισιοδοξίας. Η διάρρηξη της σχέσεως εμπιστοσύνης μεταξύ των κ.κ. Αναστασιάδη και Ακιντζή ήταν ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα. Αυτή απέτρεψε τη διατύπωση κοινών θέσεων των δύο ηγετών οι οποίες θα περιόριζαν τα περιθώρια των εγγυητριών δυνάμεων σε ζητήματα εγγυήσεων και ασφαλείας. Οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία και το συνταγματικό δημοψήφισμα του Απριλίου περιόριζαν τα δυνητικά περιθώρια της τουρκικής κυβερνήσεως να προβεί σε υποχωρήσεις στα ζητήματα. Ετσι χάθηκε πολύτιμος χρόνος για την ουσιαστική διαπραγμάτευση των εναπομεινασών διαφορών. Η θέση ότι οι λύσεις στο ζήτημα της ασφαλείας οφείλουν να προσεγγίζουν το πρόβλημα όχι με τη λογική παιγνίου μηδενικού αθροίσματος αλλά με αυτήν παιγνίου θετικού αθροίσματος, να υπηρετούν δηλαδή την ασφάλεια αμφοτέρων των κοινοτήτων, δεν έτυχε της προσοχής που της άξιζε.

Παρά τα προβλήματα και την ελλιπή προετοιμασία, η παρέμβαση του γενικού γραμματέως του ΟΗΕ κ. Γκουτέρες κατά την έναρξη της Διασκέψεως για την Κύπρο ιχνογράφησε το περίγραμμα μιας λύσεως με αμοιβαίες υποχωρήσεις των μερών. Οι κατατεθείσες προτάσεις του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκου Αναστασιάδη τελούσαν σε αρμονία με το περίγραμμα αυτό και περιελάμβαναν σαφείς αποκλίσεις από τις επίσημες ελληνοκυπριακές διαπραγματευτικές θέσεις. Φαίνεται ότι η τουρκική και η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν κινήθηκαν με ανάλογο τρόπο. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί εδώ η απροθυμία ή αδυναμία της τουρκοκυπριακής ηγεσίας να διεκδικήσει τη δική της φωνή και να διαφοροποιηθεί από τις επίσημες τουρκικές θέσεις σε ζητήματα κρίσιμα για το μέλλον όλων των Κυπρίων όπως αυτό της ασφαλείας και των εγγυήσεων.

Οι οιωνοί για τους επομένους μήνες δεν είναι θετικοί. Η πιθανολογουμένη αντίδραση της Τουρκίας στις επικείμενες γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ θα επιβαρύνει τις σχέσεις μεταξύ Κύπρου και Τουρκίας. Η έναρξη της προεκλογικής περιόδου στην Κύπρο για τις προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου 2018 δεν θα συμβάλει στην καλλιέργεια κλίματος μετριοπαθείας αναφορικά με το Κυπριακό. Μια πιθανή νέα πρωτοβουλία θα λάβει χώρα μετά τον Φεβρουάριο εάν συντρέχουν τότε οι όροι για την ανάληψή της.

Δεδομένης της αποτυχίας της νέας διπλωματικής πρωτοβουλίας, ήταν αναμενόμενο να ανακινηθεί η συζήτηση για το μέλλον του Κυπριακού. Η τουρκική πλευρά ήδη δήλωσε διά του υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαούσογλου ότι η διαπραγμάτευση στην παρούσα της μορφή έχει εξαντλήσει τα περιθώριά της. Τούτο βεβαίως σημαίνει την εγκατάλειψη του πλαισίου επιλύσεως του Κυπριακού στα πλαίσια διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας και την προσφυγή σε διχοτομικές λύσεις. Η συνέχιση της μεσολαβητικής δραστηριότητος του ΟΗΕ είναι μείζονος σημασίας καθώς επίκεινται σημαντικές αποφάσεις. Η θητεία του ειδικού απεσταλμένου Εσπεν Μπαρθ Αϊντα λήγει τους προσεχείς μήνες και δεν είναι σαφείς οι προθέσεις των Ηνωμένων Εθνών για τον ορισμό διαδόχου. Η ίδια η παράταση της παρουσίας της ειρηνευτικής αποστολής του ΟΗΕ στην Κύπρο τελεί υπό την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και πρέπει να λάβει χώρα υπό συνθήκες δημοσιονομικής πιέσεως που προκαλεί ο δραστικός περιορισμός από την κυβέρνηση Τραμπ της αμερικανικής συνεισφοράς στον προϋπολογισμό του ΟΗΕ. Επιπλέον δεν μπορεί να παραβλεφθεί η κόπωση της διεθνούς κοινότητος με το Κυπριακό. Οι διαδοχικές αποτυχίες των διαπραγματευτικών πρωτοβουλιών επί δεκαετίες τείνουν να ενισχύσουν την πεποίθηση ότι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι δεν έχουν ισχυρό κίνητρο να επιδιώξουν λύση, ίσως επειδή το status quo είναι περισσότερο αποδεκτό από ό,τι προτίθενται να παραδεχθούν. Η κόπωση αυτή είναι εμφανής και στην ελληνική κοινή γνώμη και τα ΜΜΕ τα οποία δεν διέθεσαν στη διάσκεψη του Κραν Μοντανά τον χρόνο που θα άρμοζε στη σημασία της.

Ο ίδιος ο κ. Γκουτέρες είχε αναφερθεί στην ανάγκη η Κύπρος να γίνει ένα «κανονικό κράτος». Αυτή η προοπτική δυστυχώς απομακρύνεται με κάθε αποτυχία των διπλωματικών πρωτοβουλιών. Η ακινησία μάλλον προοιωνίζεται τα χειρότερα για όλους τους Κυπρίους που επιθυμούν να δουν την πατρίδα τους επανενωμένη. Κάθε ημέρα που περνά οι αντικειμενικές δυσκολίες της επανενώσεως της Κύπρου γίνονται όλο και μεγαλύτερες: οι πρόσφυγες φεύγουν από τη ζωή με ανεκπλήρωτο το όνειρο της επιστροφής στις πατρογονικές τους εστίες, το περιουσιακό καθίσταται όλο και πλέον δυσεπίλυτο με την ανοικοδόμηση των κατειλημμένων ακινήτων, ο εποικισμός των κατεχομένων επεκτείνεται. Παρά τη δικαιολογημένη απογοήτευση, η συνέχιση της ειρηνευτικής διαδικασίας εναπόκειται στις δυνάμεις της κοινωνίας των πολιτών και στις δυο πλευρές της «πράσινης γραμμής». Αυτές καλούνται να διατηρήσουν την ελπίδα της επανενώσεως ζωντανή.

Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.