Ηταν ωραία τα νιάτα μας κάτω απ’ τα πεύκα, μπροστά σε μια ροζ φτηνή γυαλιστερή αυλαία. Αρχίζαμε να συλλαβίζουμε το αλφαβητάρι του θεάτρου άτσαλα, ίσως και ψευδά, μα με τόσο κέφι, δύναμη κι ορμή, που όλα δείχνανε σαν να συμβαίνουν μια πιθαμή πάνω απ’ τη γη.

Μια παράγκα ελενίτ, ριχτό τσιμέντο στην πλατεία κι έξω ένα πανό σαν από διαδήλωση φερμένο που έγραφε τον τίτλο και τον θίασο. Ο θίασος ήταν Ελεύθερο Θέατρο και ο τίτλος «Κι εσύ χτενίζεσαι». Γύρω το Αλσος Παγκρατίου, μια δροσερή αγκαλιά.

Καλοκαίρι του ’73. Ντάλα δικτατορία. Για ν’ ανεβάσεις μια παράσταση έπρεπε να πας το κείμενο στο Γραφείο Λογοκρισίας. Το διάβαζε το ξύλο το απελέκητο που είχαν για υπεύθυνο θεάτρου και αν το ενέκρινε έβαζε στο τέλος κάθε σελίδας τη σφραγίδα και την υπογραφάρα του «Ενεκρίθη».

Αν όμως είχε αντίρρηση το κτήνος, τότε με κόκκινο μολύβι διέγραφε την πρόταση ωραία ωραία, τη σφράγιζε με άλλη σφραγίδα «Απορρίπτεται» και σου παρέδιδε το κείμενο πετσοκουτσουρεμένο άλλοτε και άλλοτε εντελώς εξαφανισμένο.

–Παίξτε το τίποτα καλλιτέχνες.

Εμείς τότε είχαμε πάει για έγκριση κείμενα του Σκούρτη, του Μουρσελά του Μποστ και δυο – τρία δικά μας πρωτόλεια. Δεν πέρασε βδομάδα και μας ήρθε η πανταχούσα. Ολα τα κείμενα του Μουρσελά κομμένα. Του Σκούρτη μόνο δύο μπορούσαμε να παίξουμε κι αυτά κουτσουρεμένα και του Μποστ αφήσανε ένα τραγούδι κι ένα νούμερο. Τα λίγα δικά μας, με κοκκινισμένες τις περισσότερες λέξεις. Τι να κάνουμε; Τι παράσταση να ανεβάσουμε με τριάμισι νούμερα και δυο κουτσά τραγούδια;

Τέλος πάντως, κάτι τσοντάραμε από δώ, κάτι με αυτοσχεδιασμούς και κολπάκια καταφέραμε να περάσουμε, σε ένα μάλιστα δεν είχαμε καθόλου κείμενο και βγαίναμε εκεί τρεις μουγκοθόδωροι και κόβαμε μια κορδέλα εγκαινίων στα δυο, στα τέσσερα, στα χίλια δεκατέσσερα μέχρι που έμενε ένα ξέφτι στα χέρια τριών μαντραχαλάδων, σάτιρα, υποτίθεται, των πολλαπλών εγκαινίων που ξεκορδελιάζανε οι κρατούντες χουνταίοι.

Κι έτσι νομίζαμε πως ξεμπερδέψαμε.

Αμ δε. Κάθε τρεις και λίγο πλακώνανε λογοκριτές, τρεις τον αριθμό παρακαλώ, διότι είχαν κι από έναν ρόλο ο καθένας.

Θρονιάζονταν λοιπόν στην πρώτη σειρά και ο μεσαίος άνοιγε το βιβλίο με το λογοκριμένο κείμενο και διάβαζε μπας και λέμε τίποτα κομμένο και μας μπουζουριάσει, ο εξ αριστερών του κράταγε έναν φακό να τον ξεστραβώνει να διαβάζει καλύτερα μη και του φύγει καμιά οξεία και ο τρίτος εκ δεξιών να μας κοιτάει μπας και κάνουμε τίποτα χειρονομίες που αναιρούν το κείμενο.

Εμείς παιδιά τότε τους αποκαλούσαμε, κατά το Τρίο Κιτάρα, Τρίο Κατάρα και περισσότερο γελάγαμε μ’ αυτήν την κατάντια παρά ανησυχούσαμε.

Ναι. Ηταν ωραία τα νιάτα μας κάτω απ’ τα πεύκα, μπροστά σε μια ροζ φτηνή γυαλιστερή αυλαία.

Τα θυμάμαι καθώς διαβάζω αυτή τη μοντέρνα μορφή λογοκρισίας στις εξετάσεις των παιδιών. Στο θέμα της Εκθεσης λέει πήραν το τσιμπιδάκι το φρυδιών κι έβγαλαν κάτι λέξεις από μια φράση του Γιώργου Θεοτοκά.

Δηλαδή από την πρόταση «Ενας άξιος μαραγκός που κατέχει τη δουλειά του και πιστεύει σ’ αυτήν είναι πολύ πιο ολοκληρωμένος και αξιοσέβαστος άνθρωπος από έναν κούφο πρύτανη ή έναν κακό πρωθυπουργό» ξεδόντιασαν με ολική αναισθησία τον «κούφο πρύτανη» και τον «κακό πρωθυπουργό» και το αντικατέστησαν με τον «κακό επιστήμονα’». Διότι ως γνωστόν ένας πρύτανης δεν είναι ποτέ κούφος, ένας πρωθυπουργός ΠΟΤΕ των ΠΟΤΩΝ κακός, ενώ ένας επιστήμονας γενικώς και αορίστως δύναται να είναι ένας ρεμπεσκές του κερατά.

Τι να πω;

Σας φιλώ με αγάπη

Τσίκης