Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ενόσω γύριζε τα οπωροφόρα της Αθήνας ήθελε να παρευρίσκομαι.

Αλλο που δεν ήθελα κι εγώ. Τα γυρίσματα έχουν πολλή πλάκα ιδίως αν δεν κάνεις τίποτα, απλώς κοιτάζεις.

Πάντα υπήρχαν στην περίμετρο θεατές.

Ο Παναγιωτόπουλος αγαπούσε πολύ τους ηθοποιούς. Ιδίως τους λαϊκούς τύπους που είχαν μικρούς ρόλους και τους κομπάρσους.

Τους φερόταν με τρυφερότητα.

Αντιθέτως, στους άλλους τεχνικούς, βοηθούς έβαζε συνέχεια τις φωνές.

Επενέβαινε αθόρυβα η σύντροφός του Μαριάννα και παροχέτευε την οργή του –που μια στιγμή κατόπι έσβηνε –προς αυτή.

Μια φορά βρέθηκα κι εγώ στην μπούκα του.

Σε μια σκηνή τού υπέδειξα τον τρόπο και μου φώναξε απότομα.

«Εσύ, Σωτήρη, βλέπε και άκου».

Ζεματίστηκα αλλά αμέσως είδα το δίκιο του. Σκέφθηκα να έχω, την ώρα που γράφω, στην πλάτη μου κάποιον να με καθοδηγεί.

Κατά κάποιον τρόπο ο Παναγιωτόπουλος ήταν το κέντρο του θεάματος για όλους μας.

Ολα πάνω του ήταν αξιοπαρατήρητα. Οι κινήσεις του, τα λόγια του, οι θυμοί του και οι μεταμέλειές του, τα ρούχα του.

Ιδίως κάτι αρτίστικα πουκάμισα στα όρια του φαντεζί που του πήγαιναν πολύ. Για μένα η καλύτερη στιγμή ήταν όταν ανάγγελνε το γύρισμα. Είχε το μοτίβο του.

«Αντιάμο σούμπιτο κο λα μία μελαγχολία» φώναζε, που θα πει «πάμε μαζί με τη δική μου μελαγχολία» ή κάτι τέτοιο.

Αμέσως όλοι γίνονταν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι. Αφού κι εγώ ένιωθα κάποια ετοιμότητα.

Ανέμενα το επόμενο γύρισμα με αδημονία για να ακούσω πάλι τη φράση. Μια, δε, φορά τη χόρτασα.

Ενας απ’ τους κομπάρσους έπρεπε να πει στους άλλους παρίες που απάρτιζαν τη μικρή Βουλή του Ζαππείου την εξής φράση.

«Είμαι πρώτος μεταξύ ίσων».

Ερχόταν η ώρα και ο άνθρωπος έλεγε.

«Είμαι πρώτος μεταξύ ίσων πάντων όλων».

Πρόσθετε ένα «πάντων όλων».

Πήγαινε, τον αγκάλιαζε απ’ τους ώμους και ψου, ψου, ψου του ‘λεγε κάμποση ώρα.

Κάποια στιγμή ακούγαμε.

«Αντιάμο σούμπιτο κο λα μία μελαγχολία».

Ο ηθοποιός έτρεμε.

«Είμαι πρώτος μεταξύ ίσων πάντων όλων».

Στοπ.

Και όμως, μη σας φαίνεται απλό. Εγώ σχεδόν τα νώτα μου έβαλα σε μια σκηνή –περαστικός –και πήγαινα ξεκούρδιστος. Δεξί πόδι, δεξί χέρι.

Το μεσημέρι σταματήσαμε για φαγητό. Η άλλη καλύτερή μου στιγμή. Μερίμνη της παραγωγού Μαριάννας Σπανουδάκη, άνοιγαν πάνω σε καπό και σε τοιχία πάμπολλα τάπερ.

Κανονικές τηγανητές πατάτες με ρίγανη, φέτες με λαδορίγανη, σουβλάκια μέσα σε ασημένιες σακούλες, κεφτέδες. Δαψίλεια. Οι κοινοβιακοί κεφτέδες ήταν πολλαπλασίως νόστιμοι.

Αυτήν την ώρα τη σέβονταν οι περαστικοί θεατές και έφευγαν.

Μόνον ο εν λόγω ηθοποιός δεν έτρωγε. Ηταν παράμερα κι έλεγε συνεχώς «είμαι πρώτος μεταξύ ίσων, είμαι πρώτος μεταξύ ίσων». Μόνος του μπορούσε.

Εφυγα μετά το φαγητό και το βράδυ πήρα τηλέφωνο τον Παναγιωτόπουλο.

Η φωνή του κομπιαστή.

«Τι έγινε, Νίκο; Το είπε;».

«Το είπε», μου λέει, «αλλά το είπε αργά».

Εδώ να πούμε ότι μόλις έπαιρνε ο Παναγιωτόπουλος το φιλμ της ημέρας στα χέρια του γινόταν άλλος άνθρωπος.

Το παράχωνε βαθιά στις μέσα τσέπες, κουμπωνόταν, τύλιγε τα χέρια του. Μέχρι να πάει σπίτι του δεν άκουγε, δεν μίλαγε.

«Πριν από λίγο είδα το φιλμ. Είχε πέσει σκοτάδι. Αχρηστο».

«Ε», του λέω, «δεν πειράζει, θα το πει αύριο».

Σπασμένη πια η φωνή του, συγκινημένη.

«Θα το πει; Και πώς θα κοιμηθώ το βράδυ;».

Νομίζω ότι αν ο Παναγιωτόπουλος είχε την ευχέρεια να αποφασίσει σε έξι μήνες, θα άφηνε το λάθος του ανθρώπου. Και εγώ μύστερα από χρόνια το σκέφτηκα.

Επίσης σκέφτομαι ότι κατά κανόνα διηγούμαστε τα λάθη, τα λοξά, τα ανάποδα.