Περίεργη φάρα οι διαιτητές. Και πώς να μην είναι όταν επιλέγουν για χόμπι, όπως οι ίδιοι δηλώνουν, κάτι το οποίο τους κάνει μη αρεστούς. Ποιος συμπαθεί άλλωστε τον διαιτητή; Ούτε γκολ βάζει, ούτε ντρίμπλες κάνει, ούτε τα πλήθη συναρπάζει. Τον… νόμο προσπαθεί να επιβάλει προκειμένου να μην προκληθεί χάος στον αγωνιστικό χώρο. Ούτως ή άλλως, όμως, η μάχη είναι χαμένη. Οσο καλά κι αν κάνει τη δουλειά του, ο διαιτητής ήταν, είναι και θα είναι εκείνος ο τύπος με τα μαύρα τον οποίο κανείς δεν συμπαθεί.

Επανερχόμαστε λοιπόν στην αρχική διαπίστωση: περίεργη φάρα οι διαιτητές. Κάλλιστα μπορεί να αποτελέσει (και) αντικείμενο επιστημονικής έρευνας τι παρακινεί έναν άνθρωπο για να ασχοληθεί με τη διαιτησία, ιδίως στην Ελλάδα, όταν γνωρίζει ότι στημένο θα τον ανεβάζουν, πουλημένο θα τον κατεβάζουν. Είναι η αγάπη για το ποδόσφαιρο όπως υποστηρίζουν πολλοί εξ αυτών; Είναι η προσπάθεια για ένα επιπλέον (καλό) εισόδημα; Είναι ζήτημα αυταρέσκειας; Ή μήπως απλός μαζοχισμός;

Για τον Κύρο Βασσάρα πάντως, ακόμη και αν ισχύουν όλα τα παραπάνω, η διαιτησία είναι τρόπος ζωής. Και πώς να μην είναι όταν μεγάλωσε σε ένα σπίτι όπου η στολή του διαιτητή ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο και ο πατέρας του ήταν ο θεός. Ο αείμνηστος Αντώνης Βασσάρας υπήρξε ένας από τους κορυφαίους και πιο αξιοσέβαστους ρέφερι των 70s και των 80s. Και ο μικρός Κύρος, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1966, μεγάλωσε μέσα στα γήπεδα με όνειρο να γίνει σαν τον μπαμπά του. Σε ηλικία μόλις 18 ετών σφύριζε αγώνες ερασιτεχνικών πρωταθλημάτων, ενώ παράλληλα άρχισε τις σπουδές του στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Παρεμπιπτόντως μιλάει και τέσσερις γλώσσες (αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά). Σπάνιο φαινόμενο για έλληνα διαιτητή να συνδυάσει την μπάλα με τα γράμματα. Είναι κι αυτό όμως ένα στοιχείο της ισχυρής προσωπικότητας του πολυπράγμονος Βασσάρα. Ηθελε παντού να αριστεύει, ήθελε να είναι ο πρώτος, ήθελε να είναι ο καλύτερος. Και τα κατάφερε.

Η ανέλιξή του στην ιεραρχία της ελληνικής διαιτησίας υπήρξε ταχύτατη. Το 1995 μπήκε για πρώτη φορά στους πίνακες της Α’ Εθνικής και το 1998 πήρε το σήμα της FIFA. Ακολούθησε μια σειρά από διεθνείς διακρίσεις: ήταν παρών στα Euro 2000, 2004, 2008 και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, ενώ το 2004 διαιτήτευσε τον τελικό των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα. Επίσης έπαιξε σε δύο ημιτελικούς του Τσάμπιονς Λιγκ το 2005 και το 2007 και του UEFA το 2008. Εγινε μέλος της διαιτητικής ελίτ της UEFA και θεωρούνταν επί μια δεκαετία ο κορυφαίος έλληνας διαιτητής μέχρι και τον Απρίλιο του 2009, οπότε κρέμασε τη σφυρίχτρα του έχοντας διευθύνει περισσότερους από 260 αγώνες.

Μολονότι πάντως εκτός συνόρων έχαιρε εμπιστοσύνης και εκτίμησης, τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά στην Ελλάδα. Επρόκειτο άλλωστε για τα χρόνια που το διοικητήριο του εγχώριου ποδοσφαίρου βρισκόταν υπό την κατοχή της περιβόητης «παράγκας», μέλος της οποίας ουδέποτε υπήρξε ο «αδιάφθορος», ο «καθαρός», ο «τρελός» Κύρος, όπως τον αποκαλούσαν τότε, διότι πήγε κόντρα σε ένα πανίσχυρο ποδοσφαιρικό σύστημα το οποίο έβγαζε πρωταθλητές, ανεβοκατέβαζε ομάδες, επιβράβευε τους αρεστούς διαιτητές και τελείωνε σε μια νύχτα τούς αντιφρονούντες. Ηταν η περίοδος που για τον Ολυμπιακό αποτελούσε persona non grata, γι’ αυτό ζητήθηκε και η εξαίρεσή του από τις αναμετρήσεις των Ερυθρολεύκων. Κατηγορήθηκε ως αντιολυμπιακός, τον είπαν φιλοπαναθηναϊκό, όμως ο ίδιος παρέμενε πάντοτε σιωπηλός και προσηλωμένος στη διαιτησία, στην αγάπη του, στο πάθος του. Γνώριζε άλλωστε από τα γεννοφάσκια του ότι από τη στιγμή που θα έμπλεκε στα γρανάζια του πιο πολύπαθου χώρου στο ποδόσφαιρο θα βρισκόταν μονίμως στο στόχαστρο. Κάτι που βίωσε ακόμη πιο έντονα μετά την απόσυρσή του από την ενεργό δράση, έχοντας πια αναλάβει διοικητικά πόστα στην ΕΠΟ. Τον Οκτώβριο του 2010 δέχθηκε δολοφονική επίθεση από τρεις κουκουλοφόρους έξω από το σπίτι των πεθερικών του στα Καμίνια λίγο μετά το ντέρμπι του Παναθηναϊκού με τον Ολυμπιακό, ενώ τον Ιανουάριο του 2012 καρατομήθηκε από τη θέση του υπεύθυνου ορισμού διαιτητών μετά τα έντονα παράπονα που εκφράστηκαν από τον Ολυμπιακό για τη διαιτησία του Πέτρου Κωνσταντινέα στο ματς με την Ξάνθη.

Τον Δεκέμβριο του 2015 ο Βασσάρας κατηγορήθηκε από τον πρώην διαιτητή και παρατηρητή Ηλία Μαζαράκο ότι ηγείτο μιας εταιρείας-φάντασμα με την κωδική ονομασία «πυραμίδα διαιτησίας», μέσω της οποίας ζητούσε χρήματα και υποσχόταν μεγάλη ζωή και σίγουρη εξέλιξη στον χώρο, ενώ παράλληλα υπήρξαν δημοσιεύματα και για τον ρόλο της συζύγου του Ντέπυς Κοξένογλου, η οποία κατέχει υψηλόβαθμο πόστο στην Ομοσπονδία και λέγεται ότι επηρέασε για την επιστροφή του Κύρου στην Κεντρική Επιτροπή Διαιτησίας. Μολονότι ο ίδιος δηλώνει κατηγορηματικά ότι δεν είχε καμία εμπλοκή με τους ορισμούς των διαιτητών παρά μόνο με την επιμόρφωσή τους, κάτι τέτοιο δεν ασπάζονται ο Παναθηναϊκός, ο ΠΑΟΚ και η ΑΕΚ, που άφηναν υπόνοιες για τον σκιώδη ρόλο του. Παρ’ όλα αυτά, έπειτα από παρέμβαση του γενικού γραμματέα της UEFA και κουμπάρου του, Θόδωρου Θεοδωρίδη, οι ομάδες αποδέχθηκαν σιωπηρά τον Βασσάρα σε ρόλο προσωρινού επιδιαιτητή. Και ήδη στους πρώτους ορισμούς για την πρεμιέρα φάνηκε η πρόθεσή του να κρατήσει λεπτές ισορροπίες επιβεβαιώνοντας το μότο που είχε ως διαιτητής: «Πρέπει να ισορροπείς και να προστατεύεις το άθλημα». Οσο καλές κι αν είναι οι προθέσεις όμως, το διαχρονικό πρόβλημα στη διαιτησία είναι πως αρκεί ένα φαλτσοσφύργιμα για να τινάξει τα πάντα στον αέρα.