Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μην ξανατρέξει ποτέ. Η συγκεκριμένη διαδικασία ξυπνούσε μέσα του τα πιο φρικτά βιώματα. Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε στο Σουδάν και διήρκεσε 22 χρόνια στοιχίζοντας τη ζωή σε δύο εκατομμύρια ανθρώπους, μεταξύ αυτών σε οκτώ αδέλφια του και σε 28 συγγενείς, ο Νοτιοσουδανός Γκουόρ Μαριάλ έτρεχε καθημερινά. Ετρεχε για να σωθεί! Και σε μερικές ώρες θα κυνηγήσει την υπέρβαση στον Μαραθώνιο των Ολυμπιακών Αγώνων μαζί με τον χιώτη πρωταθλητή Χριστόφορο Μερούση.

Η αφήγησή του 32χρονου δρομέα, που προετοιμάστηκε στην Κένυα μαζί με τον χρυσό ολυμπιονίκη του Λονδίνου Στίβεν Κίπροτιτς (Ουγκάντα) και τον νικητή του Μαραθωνίου του Λονδίνου Ελιούντ Κιτσπόγκε (Κένυα), είναι συνταρακτική. «Οταν έφυγα από το Σουδάν, είπα μέσα μου “δεν θα ξανατρέξω ποτέ”, γιατί ανέκαθεν πίστευα ότι το τρέξιμο ήταν το μέσο για να σώσω τη ζωή μου! Ημουν επτά ετών όταν οι γονείς μου με έστειλαν να ζήσω με τον θείο μου στο Βόρειο Σουδάν. Ηταν η καλύτερη απόφαση, γιατί αν έμενα μαζί τους πιθανώς θα είχα σκοτωθεί όπως τα οκτώ αδέρφια μου» θυμάται ο Μαριάλ, ο οποίος περιπλανήθηκε επί τρία χρόνια, ώσπου να εντοπίσει τον θείο του και εν συνεχεία να διαφύγουν στην Αίγυπτο και από εκεί στις ΗΠΑ το 2001.

Ενας Μαραθώνιος με μετάλλιο την ίδια τη ζωή του, καθώς στο μεσοδιάστημα ο δρομέας από ένα χωριουδάκι στο Νότιο Σουδάν βίωσε φρικιαστικές στιγμές. Συνελήφθη από σουδανούς στρατιώτες και έγινε σκλάβος ενός ντόπιου πολέμαρχου, ενώ όταν κατάφερε να το σκάσει, στρατιώτες εισέβαλαν στο σπίτι του θείου του, τον συνέλαβαν και ένας εξ αυτών του έσπασε το σαγόνι με το κοντάκι του όπλου του. Επειτα από αρκετές περιπλανήσεις και ενώ στην αρχή δεν ήθελε να ασχοληθεί με τον στίβο, ο προπονητής του στο λύκειο τον έπεισε να αξιοποιήσει το έμφυτο χάρισμά του και έτσι παράλληλα με τις σπουδές του ο απόφοιτος του Πανεπιστημίου Αϊόβα Στέιτ με δίπλωμα χημικού όχι μόνο αναδείχθηκε All-American το 2009, αλλά τρία χρόνια αργότερα προκρίθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου.

Στο Λονδίνο, όπου κατετάγη 47ος, αρνήθηκε να λάβει μέρος με τη φανέλα του Σουδάν («Αν έτρεχα για το Σουδάν, θα ήταν σαν να πρόδιδα τους ανθρώπους μου. Θα ατίμαζα τα δύο εκατομμύρια ανθρώπους που θυσίασαν τη ζωή τους για την ελευθερία μας») και αγωνίστηκε ως ανεξάρτητος με την ολυμπιακή σημαία της ΔΟΕ. Στο Ρίο, όμως, εκπλήρωσε ένα μεγάλο όνειρο, αφού ήταν σημαιοφόρος της αποστολής του Νότιου Σουδάν, της νεότερης χώρας στον κόσμο, καθώς εξασφάλισε την ανεξαρτησία της μόλις το 2011 και εκείνος πλέον μπορούσε να περπατά με καμάρι. Κάποιες στιγμές θα σκέφτηκε και τους γονείς του, οι οποίοι είχαν καλύτερη τύχη από τα οκτώ νεκρά παιδιά τους και τους οποίους συνάντησε ξανά το 2013, είκοσι δύο χρόνια μετά τη φυγή του από το Σουδάν.

«Ενιωθα τεράστια συναισθηματική φόρτιση. Εφτασα στο σπίτι των γονιών μου και η μητέρα μου δεν με αναγνώρισε και με προσπέρασε. Κάποιος της φώναξε και τότε γύρισε, με είδε και κατέρρευσε από το σοκ. Ολο το σώμα της έτρεμε. Το ίδιο αισθανόμουν κι εγώ. Για ένα λεπτό πάγωσα. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι η μητέρα μου ήταν πεσμένη στο πάτωμα και γονάτισα για να την αγκαλιάσω και να τη βοηθήσω να σηκωθεί. Με χτυπούσε συνεχώς στην πλάτη και με ρωτούσε: Εσύ είσαι γιε μου; Εσύ είσαι;».